Πολιτική | ΣΕΛΙΔΕΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ | hits: 2127
Όπου οι νέοι δεν θέλουν τον γάμο και οι επαναστάτες δεν θέλουν την επανάσταση
άρθρο του Κωστή Παπαϊωάννου
Τριτ, 8 Νοεμ 2016

 

Αν, ζηλεύοντας τους Γκράμσι και Λένιν, ήθελα να τονίσω ένα ιστορικό χαρακτηριστικό της εποχής μας, θα έλεγα πως περάσαμε την εποχή όπου το παλιό πεθαίνει και το νέο πασχίζει να γεννηθεί, περάσαμε και την εποχή του ιμπεριαλισμού και της προλεταριακής επανάστασης, και σήμερα ζούμε την εποχή όπου οι νέοι δεν θέλουν τον γάμο και οι επαναστάτες δεν θέλουν την επανάσταση.

Σαν ιστορικό χαρακτηριστικό, αυτό είναι επίσης ένα παράδοξο, όπως οι ρήσεις των Γκράμσι και Λένιν, γιατί κανονικά οι νέοι θα έπρεπε να θέλουν τον γάμο και οι επαναστάτες θα έπρεπε να θέλουν την επανάσταση. Δεν είναι όμως το παράδοξο των ίδιων των πραγμάτων που θέλω να τονίσω εδώ. Αυτό που θέλω να τονίσω είναι το παράδοξο του συσχετισμού των δύο διαπιστώσεων.

Ας αρχίσουμε από τους νέους. Ο γάμος είναι ένας θεσμός καθόλου τυχαίος, αφού αυτός είναι ο θεμελιώδης θεσμός της πατριαρχίας. Με αυτόν αρχίζει να αναπτύσσεται το θεσμικό κοινωνικό σύστημα, περίπου σαν σπονδυλική στήλη του πραγματικού κοινωνικού συστήματος. Ούτε ο "πατέρας" σαν συμβολικό πρόσωπο της εξουσίας, ούτε η "πατρική εξουσία" σαν πρότυπο της εξουσίας, θα υπήρχαν αν δεν υπήρχε ο θεσμός του γάμου.

Το κυριότερο όμως είναι πως με τον γάμο καθιερώνεται για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία η έννοια "εξουσία" με την μορφή της ιδιοκτησίας της "μητέρας" από τον "πατέρα". Πραγματοποιείται δηλαδή για πρώτη φορά η μετάλλαξη μιας φυσικής σχέσης, σε μια σχέση στην οποία τον κυρίαρχο ρόλο στην σύναψη και στην λειτουργία της σχέσης, τον παίζουν η συνείδηση και η βούληση, και όχι η επιθυμία που νοηματοδοτεί την σχέση. Αυτή η μετάλλαξη είναι η πρώτη επαναστατική αλλαγή που συμβαίνει στο ("ιδιαίτερο") τμήμα της φύσης που είναι η κοινωνία των ανθρώπων.

Ο θεσμός του γάμου υπάρχει εξελισσόμενος και στα τρία στάδια της πατριαρχίας, στο δουλοκτητικό, στο φεουδαρχικό και στο τρίτο και τελευταίο, το αστικό. Και ενώ όλοι οι θεσμοί όχι απλώς αμφισβητούνται, αλλά και καταργούνται και αντικαθίστανται, ο θεσμός του γάμου σε κανένα από τα τρία αυτά στάδια ούτε καν αμφισβητείται. Κι αυτό, γιατί σε όλη την διάρκεια της πατριαρχίας ο θεσμός του γάμου βάζει όρια στις επιθυμίες των ανθρώπων και κυρίως των γυναικών, αλλά συγχρόνως σχηματίζει ένα πλαίσιο που προστατεύει την πραγμάτωση των επιθυμιών, αυτών που επιτρέπονται μέσα στα όρια που βάζει.

Η πρώτη ρητή αμφισβήτηση του γάμου, γίνεται στην δεκαετία του 1960 όταν μετά το Μάη του  68 κάποιες γυναίκες λένε περίπου: "Μέχρι τώρα προσπαθούσαμε να σώσουμε τον γάμο μας.  Τώρα λέμε και γιατί να τον σώσουμε;". Από τότε και μέχρι σήμερα ο γάμος έχει χάσει κάθε νόημα θεσμικής ιερότητας και διατηρείται σαν μια διαδικασία μηχανικής τοποθέτησης των ατόμων μέσα στο κοινωνικό σύνολο. Οι νέοι αρνούνται τον γάμο σαν θεσμό αλλά και αντιστρόφως οι ίδιοι οι "θεσμοί" -- που προσφάτως προσωποποιήθηκαν στους κομπλεξικούς υπαλλήλους των αγορών -- κάνουν ότι μπορούν για να τον γελοιοποιήσουν.

Αν όμως η, δια του γάμου, αναγωγή της φυσικής σχέσης σε θεσμό, είχε το νόημα μιας μεγάλης επαναστατικής αλλαγής, που οδήγησε στην οικοδόμηση του θεσμικού συστήματος, η άρνηση του γάμου από την μεριά των νέων και η γελοιοποίησή του από την μεριά των θεσμών δείχνει ότι επίκειται μια ακόμα μεγαλύτερη επαναστατική αλλαγή, που οδηγεί στην παντελή κατάργηση του θεσμικού συστήματος.

Εδώ μπαίνουν στην εξέταση του ζητήματος οι επαναστάτες. Να διευκρινίσω πως όταν λέω επαναστάτες δεν εννοώ τους ανθρώπους της κοινωνικής βάσης που έχουν επαναστατικές ιδέες, ή που θέλουν την επαναστατική αλλαγή, ή που αγωνίζονται με σωστούς ή και με λαθεμένους τρόπους γι αυτήν. Εννοώ τους ανθρώπους που, συνειδητά και πάση θυσία, δεν επιθυμούν τίποτα άλλο από μια θέση στην ιεραρχία μιας "καλά οργανωμένης" επαναστατικής πολιτικής επιχείρησης. Αυτούς που έχουν απονείμει στον εαυτό τους τον "τίτλο" του επαναστάτη, επειδή λιβανίζουν τις "ένδοξες" επαναστάσεις του παρελθόντος, την ίδια στιγμή που θεωρούν τις ίδιες επαναστάσεις "οικτρά ηττημένες", αυτούς που έχουν μεταθέσει το "όραμα" της επαναστατικής αλλαγής στο άπειρο του μέλλοντος, αυτούς που στο παρόν αναλίσκονται σε "αγώνες" από την αρχή καταδικασμένους και αδιέξοδους, αυτούς τέλος που κακολογούν κάθε παροντική επαναστατική ιδέα και πράξη την οποία δεν μπορούν να καλουπώσουν στα μέτρα και τις επιδιώξεις των οργανώσεών τους.

Αυτοί είναι οι επαναστάτες των επιτελείων και είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού πως δεν θέλουν την επαναστατική αλλαγή. Δεν θέλουν την επαναστατική αλλαγή γιατί έχουν γίνει αναπόσπαστο μέρος του εξουσιαστικού θεσμικού συστήματος και αντιλαμβάνονται πως η επαναστατική αλλαγή θα τους καταστρέψει. Γιατί βεβαίως η επαναστατική αλλαγή, που δεν είναι άλλη από την οριστική διάλυση του εξουσιαστικού συστήματος.

Δεν πρέπει όμως να μας διαφεύγει πως αυτοί οι "επαναστάτες" προσπαθώντας απεγνωσμένα να επαναφέρουν το επαναστατικό κίνημα στα καταδικασμένα κακέκτυπα του παρελθόντος, γίνονται ο πιο σοβαρός παράγων γελοιοποίησης του θεσμικού συστήματος, προωθώντας έτσι κι αυτοί άθελά τους την επαναστατική αλλαγή, αν και με τον ίδιο επικίνδυνο τρόπο που το κάνουν και οι διαλυμένοι "θεσμοί" των "αγορών".

Το συμπέρασμα που μπορεί να βγει από τον συσχετισμό αυτών των δύο παρατηρήσεων είναι πως η πολιτιστική επανάσταση που άρχισε στην δεκαετία του 1960 -- όχι ως πολιτικό εγχείρημα, όπως κακώς θεωρείται από ορισμένους, αλλά ως πραγματική αναγκαία και, για πολλούς λόγους, εντελώς ανεξέλεγκτη επαναστατική κοινωνική αλλαγή -- όχι μόνο δεν ηττήθηκε όπως ισχυρίζονται οι "επαναστάτες" μας, αλλά βρίσκεται σήμερα στο απόγειο της κρίσης που προϋποθέτει η επανάσταση και ως εκ τούτου στο απόγειο της έντασής της.

Εν όψει αυτού του συμπεράσματος, το ερώτημα που τίθεται δεν είναι η έκβαση αυτής της επαναστατικής αλλαγής αλλά ο δρόμος της εξέλιξής της. Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στον κομμουνισμό έλεγε ο Στάλιν και ποτέ δεν φαινόταν πως είχε δίκιο πιο πολύ από σήμερα. Κανείς όμως από τους δρόμους που οδηγούν στο μέλλον δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα αλλά το πόσος κόπος θα ξοδευτεί και πόσο αίμα θα χυθεί μέχρι το τέρμα θα εξαρτηθεί από τους τρεις πιο κάτω παράγοντες.

1. Πόσο ικανοί θα φανούν οι νέοι να αντικαταστήσουν τους διαλυμένους θεσμούς, όχι με άλλους θεσμούς αλλά με καρποφόρες πραγματικές κοινωνικές σχέσεις, χωρίς να σπαταλήσουν στην αντικατάσταση τις πολύτιμες θετικές πλευρές που είχαν οι θεσμοί όταν ίσχυαν.

2.  Πόσο ικανοί θα φανούν οι αριστεροί της κοινωνικής βάσης να αντικαταστήσουν τα διαλυμένα πολιτικά σχήματα με μια σύγχρονη πραγματικά οργανωμένη και ενιαία έκφραση της επαναστατικής τάσης της κοινωνίας, χωρίς να σπαταλήσουν την πολύτιμη πείρα -- πικρή και γλυκιά -- του επαναστατικού κινήματος.

3. Πόσο βάρος θα έχει η συμμετοχή του γυναικείου στοιχείου της κοινωνίας (άμεση και έμμεση, ορατή και άδηλη) στις δράσεις των δύο προηγούμενων παραγόντων και πόσα νέα στοιχεία θα αναδείξει αυτή η συμμετοχή που δεν είναι δυνατόν να τα διακρίνει η αντρική θέαση του κοινωνικού φαινομένου.

Είναι περιττό να τονίσω πως ο τελευταίος παράγοντας, αν και δεν αναδείχτηκε σ αυτό το κείμενο είναι ο πιο αποφασιστικός για το είδος της πορείας της κοινωνικής αλλαγής. Το γιατί είναι αποφασιστικός αυτός ο παράγοντας και το γιατί ενώ είναι αποφασιστικός δεν αναδεικνύεται όχι μόνο στα δικά μου κείμενα αλλά ουσιαστικά σε κανένα από τα κείμενα που κυκλοφορούν, αυτό είναι ένα ενδιαφέρον ερώτημα καθόλου άσχετο με την πολιτιστική επανάσταση. Ας ελπίσουμε πως το ερώτημα θα απαντηθεί στην πορεία της επαναστατικής πολιτιστικής αλλαγής, αλλιώς θα γίνει το χατίρι των επαναστατών που δεν θέλουν την επανάσταση.