Ιστορία | στις , Πέμπ, 3 Μαρτ 2005 | hits: 3084
Ο διαφορικός ρατσισμός του Νίκου Σβορώνου
άρθρο του Άκη Γαβριηλίδη
Πέμπ, 3 Μαρτ 2005

Το κείμενο αυτό αποτελεί απόσπασμα ευρύτερης αδημοσίευτης μελέτης με προσωρινό τίτλο «Η αθεράπευτη νεκροφιλία του αριστερού πατριωτισμού: Ρίτσος, Ελύτης, Θεοδωράκης».

Στα προηγούμενα, δείξαμε πώς η συμβολική επανένταξη των τέως «ληστοσυμμοριτών» του εμφυλίου στην ελληνική κοινωνία πραγματοποιήθηκε μέσα από την ιδεολογική φόρμουλα ότι, κατά τη γερμανική κατοχή, οι κομμουνιστές είχαν αγωνιστεί για το (ενιαίο) έθνος και είχαν πολλά θύματα, άρα είναι άξιοι σεβασμού.

Το ερμηνευτικό αυτό σχήμα εδραίωσε την πεποίθηση ότι η αντίσταση μπορεί να είναι μόνο εθνική. Πράγμα που μπορεί, μέσω μιας αντιμετάθεσης και «ώσμωσης» μεταξύ ουσιαστικού και επιθέτου, να οδηγήσει στο ότι το έθνος είναι από τη φύση του αντιστασιακό.

Τη σκέψη αυτή πράγματι την προέβαλε με ενθουσιασμό η αριστερή διανόηση, πιστεύοντας ότι, αν η ελληνική κοινωνία την αποδεχθεί, θα είναι εύκολο να πεισθεί ότι η αριστερά είναι ο γνησιότερος εκφραστής της ουσίας του έθνους. Ειδικότερα, ο ιστορικός Νίκος Σβορώνος εισηγήθηκε την περίφημη θεωρία του για την «αντιστασιακή φύση του ελληνισμού».

«Το ελληνικό έθνος γεννήθηκε στο τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, και στεριώθηκε μέσα από την αντίθεση και την αντίσταση ενάντια στην ξενική κατοχή, που ήταν δυτική για ορισμένες περιοχές και οθωμανική για το μεγαλύτερο μέρος της χώρας (...).

Αντίσταση εννοώ (...) τη συνεχή αντίσταση, τη συνεχή αντίθεση εναντίον κάθε θεσμού ο οποίος είναι ξένος από εκείνο τον οποίο πιστεύεις, τον οποίο θέλεις (...).
Θεωρώ ότι ο ελληνισμός βρέθηκε σε τέτοιες αντικειμενικές καταστάσεις, ώστε να είναι από τους λίγους λαούς που απέκτησαν εθνική συνείδηση, ακριβώς μέσα σε ευρύτερα σύνολα και σε αντιπαράθεση με αυτά. Κυρίως σαν κατακτημένος λαός. Και το ότι διατήρησε τη γλώσσα του, την εθνική του συνείδηση, για μένα είναι αντιστασιακό φαινόμενο. Μολονότι έδωσε στον εαυτό του το εθνικό όνομα "Ρωμιός" δεν νομίζω πως πίστεψε σοβαρά ότι ταυτίστηκε εθνικά με τους Ρωμαίους αλλά μόνο πολιτικά».(1)

Τα ανωτέρω αποσπάσματα είναι εμφανώς αντιεπιστημονικά και ανιστόρητα. Αν αναρωτηθούμε πώς τεκμηριώνεται αυτή η «αντιστασιακή φύση», θα πρέπει να αρκεστούμε στη διαβεβαίωση ότι ο Σβορώνος «δεν νομίζει» πως κάποιοι που έζησαν πριν από αιώνες «πίστεψαν σοβαρά» κάτι (άρα μάλλον πλάκα έκαναν). Επίσης αναφέρεται η διατήρηση της ελληνικής γλώσσας, την οποία όμως κανείς από τους αναφερόμενους ως κατακτητές δεν είχε απαγορεύσει.

Επιπλέον, και κυρίως, ο συγγραφέας μιλάει για την ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία με όρους της δεκαετίας του 1940: «ξενική κατοχή», «χώρα» ... Ο αναχρονισμός είναι προφανής - όπως και ο καθορισμός του από το σύμπλεγμα του εμφυλίου. Η «αντίσταση του ελληνικού έθνους στην κατοχή» αποτελεί μια έννοια στην οποία εντάσσονται αναδρομικώς διάσπαρτα φαινόμενα τα οποία, όταν συνέβησαν, οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές τους δεν τα ενέτασσαν σε αυτή την έννοια. Αποτελεί δηλαδή μία γενίκευση με την οποία το τετελεσμένο γεγονoς, δηλ. η αστάθμητη συνάντηση ετερογενών στοιχείων που οδήγησε στη δημιουργία του ελληνικού έθνους, αναγορεύεται ιδεαλιστικά και εκ των υστέρων σε εκδήλωση μιας ενότητας που υπήρχε ήδη κατά την αρχή της διαδικασίας ως προορισμός της.

Βέβαια ο Σβορώνος διαισθάνεται τη δυσκολία και προσπαθεί να την αποφύγει. Λέει λοιπόν: «Η σύλληψη και η διαπίστωση αυτής της ιδέας γίνεται τότε [το 40-44]. Δεν σημαίνει όμως ότι η αντιστασιακή πορεία δεν προϋπήρχε, ότι η αντίληψη αυτή δεν έχει αντικειμενικότητα».

Έχουμε λοιπόν εδώ μια επίκληση της επιστημολογικής διάκρισης ανάμεσα στο αντικείμενο της σκέψης και στο αντικείμενο του εξωτερικού κόσμου: όπως, στο γνωστό ανέκδοτο, οι άνθρωποι δεν περίμεναν να ανακαλυφθεί το οξυγόνο για να αρχίσουν να αναπνέουν, κατ ανάλογο τρόπο ο ιστορικός μας ισχυρίζεται ότι η ενότητα και η αντιστασιακότητα του ελληνικού έθνους υπήρχε «αντικειμενικά» πριν διαπιστωθεί.
Μόνο που εδώ υπάρχει μια κρίσιμη διαφορά: τα στοιχεία της χημείας έχουν όντως αντικειμενική ύπαρξη. Αυτό όμως που ο Σβορώνος διατείνεται ότι υπάρχει, σύμφωνα με τα ίδια τα λεγόμενά του εξαρτάται από τη συνείδηση και τη βούληση. Όταν προηγουμένως έχει χαρακτηρίσει αντιστασιακό φαινόμενο «το ότι ο ελληνικός λαός διατήρησε την εθνική του συνείδηση», δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι το φαινόμενο αυτό συνέβαινε χωρίς κανείς να το γνωρίζει - διότι δεν είναι δυνατόν κάποιοι άνθρωποι να έχουν μια συνείδηση εν αγνοία τους.

Άρα, ο «αντιστασιακός χαρακτήρας» αποτελεί ιδεολογική και όχι επιστημονική έννοια. Είναι απλώς μια κατασκευή που εκλογικεύει ήδη ειλημμένες αποφάσεις, απαντά σε ανάγκες που προέρχονται από έναν χώρο εκτός της θεωρητικής πρακτικής.
Το σοβαρότερο πρόβλημα όμως δεν είναι αυτό, αλλά το ερώτημα σε ποιο ιδεολογικό ρεύμα εντάσσεται η κατασκευή αυτή.

«Το πρόβλημα είναι να μένεις αυτό που είσαι, και αυτό βέβαια συνδυάζεται με την πολιτισμική συνέχεια του ελληνισμού. Με το γεγονός ότι, όταν κατακτήθηκε ο ελληνικός λαός είτε από τους Ρωμαίους αρχικά είτε αργότερα από τους Τούρκους, είχε εθνική ενότητα και συνείδηση της ενότητας αυτής. Υπήρχε μια λαϊκή ενότητα, με τη γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα, και είχε συνείδηση της ταυτότητας του αυτής, η οποία του επέτρεψε να αντισταθεί, να αντισταθεί στην απορρόφηση από άλλους λαούς, οι οποίοι ήταν οι κατακτητές του» (ό.π. σ. 161).

«Δεν πιστεύω βέβαια στη φυλετική συνέχεια. Δεν κάνω ζωολογία, ιστορία κάνω. Δεν ξέρω τι είναι ανθρωπολογικά η ελληνική φυλή ή ο ελληνικός λαός ή το ελληνικό έθνος: είναι ανακατεμένα, όπως συμβαίνει με όλους τους ιστορικούς λαούς του κόσμου. Για το ότι υπάρχει όμως, από παλιά, πολύ παλιά, ένας ελληνικός λαός που έχει συνείδηση της ενότητάς του και της διαφοράς από τους άλλους λαούς, και έχει συνείδηση της ιδιαιτερότητάς του και της πολιτισμικής του συνέχειας, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία» (ό.π. σ. 104).

Σε αυτή την εξύμνηση της πολιτισμικής διαφοράς και της διατήρησης της ιδιαιτερότητας ενός λαού θα πρέπει να έχουμε το θάρρος να αναγνωρίσουμε αυτό που πράγματι είναι, δηλαδή μια παραδειγματική έκφραση του διαφορικού ρατσισμού.(2) Η αποκήρυξη της «ζωολογίας» δεν αποτελεί διάψευση, αλλά αντιθέτως επιβεβαίωση του ανωτέρω χαρακτηρισμού. Αυτή ακριβώς η χειρονομία, δηλαδή η μετακίνηση από τη βιολογική στην ιστορική - θεσμική θεμελίωση, είναι το προσίδιο χαρακτηριστικό του μεταπολεμικού ρατσισμού. «Ο βιολογικός ή γενετικός νατουραλισμός δεν είναι ο μόνος τρόπος να αποδοθούν οι ανθρώπινες συμπεριφορές και οι κοινωνικές εντάξεις σε φυσικά ή βιολογικά αίτια. Με αντίτιμο την εγκατάλειψη του ιεραρχικού μοντέλου βλέπουμε ότι και ο πολιτισμός μπορεί να λειτουργεί σαν φύση, ιδιαίτερα σαν a priori τρόπος να εγκλεισθούν άτομα και ομάδες σε μια γενεαλογία, σε προσδιορισμούς μιας ανέκαθεν αμετάλλαχτης και αδιαμφισβήτητης καταγωγής» (Μπαλιμπάρ, ό.π. σ. 37-38).

Όταν λοιπόν ο Σβορώνος κάνει δηλώσεις του τύπου «Το ξαναλέω με την ελπίδα να γίνω σαφής: Το αντιστασιακό πνεύμα δεν το θεωρώ ως το κύριο χαρακτηριστικό του Έλληνα, αλλά της ιστορίας του», είναι όντως αρκούντως σαφής. Με αυτή την αλλαγή προοπτικής, δεν εξέρχεται από το ρατσιστικό μοντέλο σκέψης, αλλά απλώς μετακινείται από ένα πεπαλαιωμένο και απαξιωμένο είδος ρατσισμού σε ένα άλλο, πιο «εκσυγχρονισμένο». Αυτό που μένει σταθερό είναι το άγχος της «απορρόφησης από τους άλλους λαούς», ο πανικός μπροστά στον υβριδισμό / νομαδισμό, μπροστά στην ανάμιξη των πληθυσμών και των τρόπων ζωής. Ο λόγος του δεν παύει να χαρακτηρίζεται από σαφή ξενοφοβία: σε αυτόν, το επίθετο ξένος εμφανίζεται αποκλειστικά με αρνητικές συνδηλώσεις; κοντολογίς, είναι ακριβώς αυτό ενάντια στο οποίο στρέφεται η περί ης ο λόγος αντίσταση: αντίσταση ενάντια στην ξενική κατοχή, αντίθεση εναντίον κάθε θεσμού ο οποίος είναι ξένος ...
Αυτή η μετακίνηση όμως από τη φύση στον πολιτισμό είναι και ως προς το περιεχόμενό της άκυρη και άνευ ουσιαστικής σημασίας.

Πραγματικά, αν τη φράση «ο Έλληνας λόγω της φύσης του αντιστέκεται στα ξένα στοιχεία» τη διορθώσουμε σε «ο Έλληνας λόγω της ιστορίας του αντιστέκεται στα ξένα στοιχεία», τότε η διόρθωση είναι του τύπου «όχι Γιάννης, Γιαννάκης». Ο δεύτερος ισχυρισμός είναι αδιανόητος χωρίς τον πρώτο: προκειμένου να εξετάσει κανείς αν η ιστορία του Έλληνα έχει ή όχι αντιστασιακό χαρακτήρα, πρέπει να έχει ήδη αποδεχθεί ότι υπάρχει «ο Έλληνας» και «η ιστορία του». Αλλά αυτό ακριβώς είναι το ζητούμενο και όχι το δεδομένο. Αν ως αντίσταση ορίσουμε την τάση «να μένεις πάντα αυτό που είσαι», προκύπτει αμέσως το ερώτημα: Τι «είσαι»; Άρα, η ίδια η θέση του Σβορώνου δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς μια έννοια αναλλοίωτης ουσίας του Έλληνα, την οποία προϋποθέτει και ταυτόχρονα ενισχύει κατά τρόπο κυκλικό - ταυτολογικό: η φύση του ελληνισμού είναι αντιστασιακή, ενώ αντίσταση είναι η διατήρηση της φύσης του ελληνισμού.

Άρα, η απόδοση του αντιστασιακού χαρακτήρα όχι στο ίδιο το ελληνικό έθνος, αλλά στην ιστορία του, αποτελεί σόφισμα που μεταθέτει το πρόβλημα χωρίς να το εξαλείφει. Διότι το προνόμιο έγκειται στο ίδιο το γεγονoς και όχι στην αιτία του. Καμία «αντικειμενική συνθήκη» δεν θα ήταν σε θέση να προκαλέσει από μόνη της ένα τέτοιο αποτέλεσμα, αν δεν υπήρχε και ένα εθνικώς υπερήφανο υποκείμενο το οποίο έχει συναίσθηση της ιδιαιτερότητάς του και επιθυμεί να τη διατηρήσει. Η φραστική επίκληση «αντικειμενικών» αιτιών είναι απλώς μια εξωτερική επίδειξη ψευδούς μετριοφροσύνης στην «εισαγωγή» προκειμένου να εκφραστεί ανεμπόδιστα η μεγαλομανία στο κυρίως κείμενο. Η μεγαλομανία αυτή εκφράζεται βέβαια πιο «κομψά», με τον κώδικα της «πολυφωνίας» και της «αποφυγής της πολιτισμικής ισοπέδωσης» - έναν κώδικα όμως που είναι πλέον ο κώδικας του Λεπέν στη Γαλλία.

Πράγματι, πριν εμφανιστεί ως όρος η «παγκοσμιοποίηση», υπήρχε ήδη η κινδυνολογία περί της οικουμενικότητας ως απειλής κατά των εθνικών παραδόσεων. Βλ. π.χ. σελ. 166: «Ότι από κάμποσο καιρό προχωράμε προς την κατεύθυνση ενός οικουμενικού πολιτισμού είναι δεδομένο (...). Το πρόβλημα, όμως, είναι πώς θα σχηματιστεί ο οικουμενικός αυτός πολιτισμός, από ποιους και ποια θα είναι τα γόνιμα στοιχεία του. Και κυρίως, κάτι που συνδέεται με την περίφημη "ταυτότητα" ενός λαού, ποια μπορεί να είναι η συμβολή ενός λαού - έθνους στο σχηματισμό του περιεχομένου του οικουμενικού αυτού πολιτισμού. Πιστεύω δε ακόμα ότι ο ελληνικός λαός με τη μακρά του ιστορία -ιστορία που χαρακτηρίζεται από "αντιστάσεις" - μπορεί να συμβάλει ενεργητικά στην πολυφωνία και τη γονιμότητα ενός τέτοιου οικουμενικού πολιτισμού; μαζί με άλλους λαούς μπορεί να συντελέσει στην απομάκρυνση του "φαντάσματος" που απειλεί ίσως την ανθρωπότητα; τη δημιουργία, δηλαδή, ενός ισοπεδωτικού, γραμμικού "πολιτισμού"».

Εδώ, ο διαφορικός εθνικισμός ξαναπαίρνει για λογαριασμό του και αναδιατυπώνει ένα παλιό στοιχείο του παραδοσιακού: τον παγκόσμιο ρόλο του ελληνικού πολιτισμού και την αποστολή του να σώσει την ανθρωπότητα από τα φαντάσματα που την απειλούν.
Θα άξιζε να διαβάσει κανείς το σύνολο της συνέντευξης, για να διαπιστώσει πώς ο Σβορώνος βρίσκεται διαρκώς σε απολογητική θέση και επιχειρεί να απομακρύνει διάφορες υποψίες από το μυαλό του αναγνώστη(3) , αλλά απλώς εκτίθεται ακόμα περισσότερο. Αντιλαμβάνεται ότι δανείζεται παραδοσιακά θέματα της ακροδεξιάς ρητορείας και προσπαθεί να αποστασιοποιηθεί από αυτά, αλλά ο δικός του λόγος δεν κομίζει κάτι ριζικά διαφορετικό, άρα η αντίφαση μένει άλυτη - εφόσον η αναγνώριση ενός προβλήματος δεν συνιστά και επίλυσή του.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(1) Συνέντευξη του Σβορώνου στο περιοδικό Σύγχρονα Θέματα, αναδημοσιευμένη στο Η μέθοδος της Ιστορίας, εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1995, σ. 159. Οι υπογραμμίσεις στο πρωτότυπο.

(2) Πρβλ.: «Ιδεολογικά, ο σημερινός ρατσισμός (...) εγγράφεται στο πλαίσιο ενός "ρατσισμού χωρίς φυλές" (...). Πρόκειται για έναν ρατσισμό του οποίου το κυρίαρχο θέμα δεν είναι η βιολογική κληρονομικότητα αλλά οι μη αναγώγιμες πολιτισμικές διαφορές (η υπογράμμιση δική μου - Α.Γ.). Εκ πρώτης όψεως δεν πιστεύει στην ανωτερότητα κάποιων ομάδων ή λαών σε σχέση με άλλους, αλλά "μόνο" στη ζημιά που θα προκύψει από την κατάργηση των συνόρων, από την ασυμβατότητα των τρόπων ζωής και των παραδόσεων. Πρόκειται γι αυτό που σωστά αποκάλεσαν διαφοριστικός ρατσισμός» (Ετιέν Μπαλιμπάρ, «Ο οικουμενικός ρατσισμός», δημοσιευμένο στο: Μπαλιμπάρ / Βαλλερστάιν, Φυλή -έθνος - τάξη. Οι διφορούμενες ταυτότητες, εκδ. Ο Πολίτης, Αθήνα 1991).

(3) Ενδεικτικά: «Δεν ξέρω αν γίνομαι σαφής και δεν θα ήθελα να παρεξηγηθώ, να θεωρηθεί ότι αντιμετωπίζω την ελληνική ιστορία σαν να είμαστε εμείς οι παλικαράδες του κόσμου, ο περιούσιος λαός της ιστορίας» (σ. 161). Λίγο πιο κάτω: «πρέπει να πάψουμε να θεωρούμε ότι είμαστε ο περιούσιος λαός της ιστορίας, όπως οι Εβραίοι πίστεψαν ότι είναι ο περιούσιος λαός του Κυρίου» (σ. 162). Ως γνωστόν, φραστικές διακηρύξεις του στυλ «πρέπει στο εξής να πάψουμε», «ας σοβαρευτούμε επιτέλους» κ.λπ., είναι τελείως ανίσχυρες απέναντι στους αιτιολογικούς παράγοντες του συμπτώματος: αποτελούν άλλη μια εκδήλωση των παραγόντων αυτών, μια διάψευση που τους επιβεβαιώνει.