Κοινωνία | ΣΕΛΙΔΕΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ | hits: 3264
ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΥ
άρθρο του Βασίλη Μέγα
Κυρ, 4 Σεπτ 2011

 

Ο φιλελευθερισμός του 20ου αιώνα.

Οι εμπειρίες μιας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, δύο παγκόσμιων πολέμων και δύο προλεταριακών επαναστάσεων στον 20ο αιώνα έφεραν στον καπιταλιστικό κόσμο το «νιου ντιλ», τον «Κέυνς», τους κανόνες στην αγορά εργασίας, τους κανόνες στην προστασία της υγείας και του περιβάλλοντος, τη δημόσια υγεία, τη δημόσια παιδεία, τη δημόσια ασφάλιση, τους κανόνες συμπεριφοράς στην ελεύθερη επιχειρηματική δραστηριότητα, τους «κανόνες φερεγγυότητας» στο τραπεζικό σύστημα, τους «ελέγχους» και τις «ελεγκτικές αρχές». Το κράτος ήταν επίσης ιδιοκτήτης ή μεγαλομέτοχος σε τράπεζες και επιχειρήσεις, είτε σαν ιδρυτής τους είτε μετά από κρατικοποίηση πτωχευμένων ιδιωτικών επιχειρήσεων. Τα παραπάνω έγιναν μέρος του αστικού δικαίου, κατοχυρώθηκαν με νόμους του κράτους,  δημιούργησαν τον λεγόμενο «δημόσιο τομέα της οικονομίας», ενσωματώθηκαν στον κύριο κορμό της αστικής ιδεολογίας και διαμόρφωσαν τον «φιλελευθερισμό του 20ου αιώνα».

Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί, Τόριδες και Εργατικοί, Γεώργιος Παπανδρέου και Κωνσταντίνος Καραμανλής, όλοι οι ηγέτες του αστικού φιλελευθερισμού, αριστερά και δεξιά του «κέντρου», θεωρούσαν το δημόσιο τομέα και το «κράτος τραπεζίτη» και «επιχειρηματία» θέσφατα της ιδεολογίας τους. (Ποτέ δεν διανοήθηκε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής να ιδιωτικοποιήσει την Εθνική  ή άλλη τράπεζα που βρίσκονταν στον ιδιοκτησιακό έλεγχο του δημοσίου. Αντίθετα μάλιστα, «κρατικοποίησε» σχεδόν όλες τις μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις που χρεοκόπησαν ομαδικά από την οικονομική κρίση του 1974).

Ανέκαθεν υπήρχαν μεγάλοι κεφαλαιούχοι οι οποίοι έβλεπαν στο δημόσιο τομέα ένα δικό τους αντίπαλο, έναν παράγοντα που περιορίζει τη διαπραγματευτική τους θέση απέναντι στο «μισθό», που περιορίζει τα κέρδη τους, που εμποδίζει τη δράση τους, που αποσπά από τους ίδιους  μέρος της οικονομικής δραστηριότητας. Ανέκαθεν υπήρχαν συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις της δεξιάς που θεωρούσαν το «φιλελευθερισμό του 20ου αιώνα» σαν «νοθευμένο» από της ιδέες του σοσιαλισμού. Αυτό δεν εμπόδισε την πλειοψηφία της αστικής τάξης να θεωρεί τον φιλελευθερισμό  σαν την ιδεολογία της και τα μέσα ενημέρωσης να εκθειάζουν επί δεκαετίες οικονομολόγους σαν τον Γκαλπρέηθ και να αγνοούν οικονομολόγους σαν τον Φρίντμαν. Όλα τα διεθνή μέσα ενημέρωσης εκθείαζαν τα καλά του «φιλελευθερισμού», του «Κεϋνσενισμού», της «μικτής οικονομίας» και αντιπαρέθεταν στην γοητεία του Μαρξισμού και του υπαρκτού σοσιαλισμού τον «καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο», σαν μια οικονομία που συνθέτει την αποτελεσματικότητα με την κοινωνική δικαιοσύνη.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 η καπιταλιστική «δύση» και η σοσιαλιστική «ανατολή» έφτασαν στο απόγειο της μεταπολεμικής αναπτυξιακής τους πορείας και πέρασαν σε μια περίοδο βαλτώματος των οικονομιών τους. Ο υπαρκτός  σοσιαλισμός δεν μπόρεσε να βρει - στα  πλαίσια του συστήματος - συμβιβαστική λύση στο πρόβλημα της οικονομικής στασιμότητας και μπήκε σε μια συστημική περιπέτεια τα αποτελέσματα της οποίας φάνηκαν μετά από δεκαπέντε χρόνια ενώ ο υπαρκτός καπιταλισμός  άρχισε να κάνει δεύτερες σκέψεις για το φιλελεύθερο μοντέλο του 20ου αιώνα.

Οι θεωρητικοί αντίπαλοι του  «δημόσιου τομέα», του «φιλελευθερισμού» και της «μικτής οικονομίας», που μέχρι τότε ζούσαν στο περιθώριο, βρέθηκαν στο κέντρο του ενδιαφέροντος της μεγαλοαστικής τάξης και τους ανατέθηκε το έργο να σχεδιάσουν μια ολοκληρωμένη  αντεπίθεση στο δημόσιο τομέα και το φιλελευθερισμό.

Πολλά θινκ ταγκς δούλεψαν σκληρά προς αυτή την κατεύθυνση όμως η ομάδα του Φρίντμαν, που είχε έδρα της το Πανεπιστήμιο του Σικάγου, φάνηκε πιο έτοιμη για τη δουλειά ,  παρουσίασε την πιο ολοκληρωμένη  πρόταση και απέσπασε τα εύσημα για τη δημιουργία του «καινούριου».  Μια δουλειά «μεταπτυχιακού επιπέδου» που μελέτησε  ταυτόχρονα την οικονομική, την ιδεολογική και την πολιτική πλευρά «του προβλήματος» και παρουσίασε ένα συνολικό θεωρητικό «τρίπτυχο» που  το ονόμασε  «νεοφιλελευθερισμό».

 

Το θεωρητικό τρίπτυχο του νεοφιλελευθερισμού.

1. Η «νέα οικονομική σκέψη».

Όσοι σπουδάζουν μακροοικονομία απογοητεύονται όταν μετά από τριακόσιες σελίδες ανάλυσης πάνω στο Μοντέλο του Κέυνς μαθαίνουν ότι «στην ακραία περίπτωση που η καμπύλη LM είναι κάθετη, η αύξηση των δαπανών του κράτους δεν φέρνει αποτέλεσμα στην οικονομία ενώ η αύξηση της προσφοράς χρήματος έχει το μέγιστο αποτέλεσμα» και ότι αυτή η «ακραία περίπτωση» αποτελεί την θεωρητική βάση του   «μονεταρισμού». Μαθαίνουν δηλαδή ότι η περίφημη «μονεταριστική θεωρία» δεν είναι καν θεωρία, είναι απλώς μια από τις περιπτώσεις που μελετάει το μοντέλο Κέυνς, τραβηγμένη «στο ένα από τα δύο αντίθετα  άκρα της». Δικαίως απογοητεύονται διότι διαπιστώνουν ότι η προσφορά του μονεταρισμού στην οικονομική επιστήμη είναι μηδενική.

Αυτό όμως που δεν πρόσφεραν οι μονεταριστές στην επιστήμη το πρόσφεραν στην πολιτική της συντηρητικής δεξιάς. Η θεωρητική μαγιά που δημιούργησαν εργαστηριακά βοήθησε τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης  να φτιάξουν ένα δικό τους «οικονομικό μύθο» με πολλαπλές χρήσεις.

Χρήση πρώτη: «εφόσον η δημοσιονομική πολιτική δεν παίζει ρόλο ενώ η προσφορά χρήματος παίζει, άρα ο ρόλος του δημοσίου  είναι μηδαμινός ενώ ο ρόλος της Κεντρικής Τράπεζας είναι σημαντικός», προωθώντας  έτσι την πρώτη μεγάλη «μεταβίβαση αρμοδιοτήτων»  από την εκλεγμένη πολιτική ηγεσία στην Κεντρική Τράπεζα, από το  «δημόσιο» στον «ιδιωτικό» τομέα, την πρώτη μεγάλη «ιδιωτικοποίηση εξουσιών», την πρώτη μεγάλη «θεωρητική ήττα» των Κεϋνσενιστών και των φιλελεύθερων δημοκρατικών.

Χρήση δεύτερη: το «τρίπτυχο» που ονομάστηκε «νεοφιλελευθερισμός» δεν αποτελεί  επιλογή του μεγάλου κεφαλαίου ούτε επιλογή της ακραίας συντηρητικής δεξιάς αλλά αποτελεί «πανεπιστημιακή πρόταση», αποτελεί την «τελευταία λέξη της οικονομικής επιστήμης», αποτελεί μια νέα «οικονομική σκέψη» που υπερτερεί της «παλαιάς». Κατά συνέπεια και όσοι προωθούν αυτή τη «νέα σκέψη» δεν το κάνουν σαν οπαδοί της συντηρητικής δεξιάς, ούτε σαν οπαδοί του νεοφιλελευθερισμού, ούτε σαν παπαγάλοι των διεθνών πρακτορείων αλλά σαν «γνώστες της οικονομίας». (Γι αυτό και στην Ελλάδα παρατηρούμε το φαινόμενο να προωθούνται  καθημερινά από την τηλεόραση και τις εφημερίδες νεοφιλελεύθερες απόψεις  χωρίς να υπάρχει στη χώρα ούτε ένας άνθρωπος που να δηλώνει «νεοφιλελεύθερος». Παρατηρούμε πολλούς δημοσιογράφους, που μπερδεύουν το έλλειμμα με το χρέος, το ΑΕΠ με τον Προϋπολογισμό, τα δις με τα τρις, τις Δραχμές με τα Ευρώ, να συμπεριφέρονται σαν  «γνώστες της οικονομίας» και να μη  διστάζουν καθόλου να υπαγορεύουν, αρκετές  φορές με περισσή θρασύτητα,  στο λαό και στους  πολιτικούς τι είναι «οικονομικά σωστό»).

Χρήση Τρίτη: η «νέα οικονομική σκέψη» εξοβελίζει την «παλαιά οικονομική σκέψη». Εξήντα «μικροί» καθηγητές πανεπιστημίου εξοβελίζουν όλους τους «μεγάλους θεωρητικούς» της οικονομικής επιστήμης, η αξιωματική θεμελίωση των θεωριών αντικαθίσταται από έναν άκρατο εμπειρισμό, ο δυτικός τρόπος σκέψης- ο Αριστοτελικός τρόπος σκέψης-  αντικαθίσταται από τον ανατολικό τρόπο σκέψης, από τον βιβλικό τρόπο σκέψης σύμφωνα με τον οποίο οι εξήντα «μικροί» καθηγητές  γίνονται «προφήτες»  που δείχνουν προς εξήντα διαφορετικές κατευθύνσεις. Ένας από όλους επαληθεύεται στην πράξη για δύο χρόνια και τα μέσα ενημέρωσης τον αναγορεύουν σε «γκουρού». Όταν αρχίσει να διαψεύδεται από τα νούμερα τον ξεχνούν, αναγορεύουν έναν άλλον καθηγητή σε νέο «γκουρού» και έτσι οι γκουρού έρχονται και παρέρχονται αλλά τα μέσα ενημέρωσης και οι οικονομολόγοι της δημοσιογραφίας είναι πάντα «σωστοί».

Το φως της επιστήμης σβήνει και τη θέση του παίρνει η «ενόραση». Οι μεγάλοι θεωρητικοί εξοβελίζονται και τη θέση τους παίρνουν οι «καθηγητές» υπάλληλοι των χρηματιστηριακών οίκων,   οι πεφωτισμένοι  μύστες της θρησκείας του χρήματος,  οι εκλεκτοί των μεγάλων μέσων ενημέρωσης. Το μπαστούνι του τυφλού, που ψάχνει όλες τις κατευθύνσεις μέχρι να βρει το δρόμο της ανάπτυξης, είναι για το νεοφιλελευθερισμό ο σωστός οδηγός της ανθρωπότητας. Αυτή περίπου είναι η προσφορά της Σχολής του Σικάγου στην θεωρία της οικονομίας.

2. Η ιδεολογική καμπάνια.

Το δεύτερο βήμα της «Σχολής» ήταν να αντιμετωπίσει την «ιδεολογική πτυχή του όλου προβλήματος» δημιουργώντας ένα είδους «βάσης δεδομένων» στην οποία μπορεί κανείς να αναζητήσει οτιδήποτε στρέφεται κατά του δημόσιου τομέα. Παράπονα πολιτών που συνάντησαν δυσκολίες στις συναλλαγές τους με δημόσιες υπηρεσίες, φακελάκια σε γιατρούς δημόσιων νοσοκομείων, ουρές στο ΙΚΑ, φακελάκια στην πολεοδομία, κλεψιές,  υπερτιμολογήσεις και σκάνδαλα που πήραν τα αυτιά τους,  το σταμάτημα μιας επένδυσης εξαιτίας ενός «ανόητου» περιβαλλοντικού νόμου, την αύξηση του κόστους στην αυτοκινητοβιομηχανία εξ αιτίας ενός «ανόητου» νόμου για την ασφάλεια των οδηγών, όλα όσα ακούμε καθημερινά στην Ελλάδα ο νεοφιλελευθερισμός τα είχε καταγράψει από τα μέσα του 1970 στην βάση των δεδομένων του. Παρόμοια πράγματα λέγονται και στην Αμερική και στην Αγγλία και στη Λατινική Αμερική και στην Ευρώπη και στη Άπω Ανατολή. Όλες οι χώρες έχουν πολίτες δυσαρεστημένους από το δημόσιο.  Μαζί με τις αρνητικές για το δημόσιο εμπειρίες του απλού λαού η Σχολή καταγράφει επίσης στη «βάση δεδομένων» της ένα πλούσιο ανθολόγιο από τσιτάτα, από έτοιμες εκφράσεις, φράσεις, λέξεις οι οποίες μεταφράζονται σε όλες τις γλώσσες της γης και μπαίνουν  στο λεξιλόγιο μιας νέας γενιάς οικονομολόγων, πολιτικών αναλυτών  και  δημοσιογράφων. Έχουν γραφεί χιλιάδες άρθρα στις εφημερίδες όλων των χωρών στα οποία οι οικονομολόγοι της δημοσιογραφίας ενώνουν τις προσωπικές τους εμπειρίες με τις εμπειρίες του απλού λαού και κοσμούν τον δημόσιο τομέα της χώρας τους με έτοιμα επίθετα όπως: «αδηφάγος», «ανίκανος», «κακός διαχειριστής», «κακός επιχειρηματίας», «χαμένα λεφτά», κ.α. Κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα όλης αυτής της «αυθόρμητης» αρθρογραφίας είναι ότι τα κοσμητικά επίθετα δεν χαρακτηρίζουν  ποτέ  κυβερνήσεις, κυβερνώντες ή  διοικούντες το δημόσιο αλλά χαρακτηρίζουν πάντα την ίδια την «ύπαρξη», την ίδια τη «φύση» του δημόσιου τομέα. Όλες αυτές οι «καθαρά προσωπικές» απόψεις των αναλυτών αρθρογράφων καταλήγουν πάντα στο ίδιο συμπέρασμα: ότι «δεν υπάρχει εξυγίανση σε κάτι που είναι από τη φύση του στραβό», ότι η μόνη «εξυγίανση» είναι η συρρίκνωση του, η ιδιωτικοποίησή του, η αντικατάστασή του από την «ιδιωτική πρωτοβουλία».  Η ιδεολογική καμπάνια που σχεδίασε η «Σχολή του Σικάγου» δεν σκορπίζει τα επιχειρήματά της με τυχαίο τρόπο αλλά με βάση έναν απόλυτα προσδιορισμένο σκοπό: να διαδώσει στο λαό την «πίστη» ότι το δημόσιο είναι από τη φύση του «ανίκανο», ότι η ιδιωτική πρωτοβουλία είναι από τη φύση της «ικανή», ότι η μεταβίβαση πόρων από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα εξασφαλίζει παραγωγικότερη χρήση αυτών των πόρων και κατά συνέπεια εξασφαλίζει ανάπτυξη και δημιουργία νέων θέσεων εργασίας σε όφελος ολόκληρης της κοινωνίας.

 

3. Το πολιτικό πρόγραμμα.

Μετά από μια τέτοια καμπάνια, η «Σχολή του Σικάγου» είναι έτοιμη να  παρουσιάσει και να προτείνει στις πολιτικές ηγεσίες ένα «πολιτικό πρόγραμμα» που αποτελείται από τρία χαρακτηριστικά στοιχεία, σχεδιασμένα έτσι ώστε να συμπληρώνει το ένα το άλλο και να διαμορφώνουν μια ξεκάθαρη «πολιτική κατεύθυνση».

Στοιχείο πρώτο: «ντιρεγκιουλέϊσον», δηλαδή άρση, περιορισμός, ελαστικοποίηση όλων των νόμων, όλων των κανόνων, όλων των ελέγχων και όλων των ελεγκτικών αρχών του κράτους που είχαν δημιουργηθεί την περίοδο του φιλελευθερισμού και είχαν σαν στόχο να προστατέψουν την εργασία, την υγεία, το περιβάλλον, τα έσοδα του κράτους, την αγορά προϊόντων και την αγορά χρήματος από την επιθετική επιχειρηματική δραστηριότητα η οποία, αν αφεθεί ελεύθερη δεν καταλαβαίνει απολύτως τίποτα,  δεν γνωρίζει φραγμούς, επιβάλλει τους δικούς της νόμους και κανόνες , τους νόμους και τους κανόνες της ζούγκλας.

Στοιχείο δεύτερο: μείωση των φορολογικών συντελεστών γενικά και ιδιαίτερα των φορολογικών συντελεστών που εφαρμόζονται επί του σωρευμένου πλούτου, των μεγάλων εισοδημάτων και των κερδών των επιχειρήσεων. (Με αντίστοιχη απώλεια των εσόδων του κράτους, το οποίο   θα εισπράττει ετησίως μικρότερο ποσοστό του ΑΕΠ από αυτό που  εισέπραττε πριν).

Στοιχείο τρίτο: «ιδιωτικοποίηση», δηλαδή μεταβίβαση επιχειρήσεων, περιουσιακών στοιχείων και  οικονομικών τομέων δραστηριότητας από το δημόσιο  στην «ιδιωτική πρωτοβουλία» , δηλαδή στους επιχειρηματίες.

 

Η ληστεία του δημοσίου.

Το πολιτικό πρόγραμμα  του νεοφιλελευθερισμού μεταβιβάζει εξουσία, ετήσια έσοδα και περιουσία από το δημόσιο στους επιχειρηματίες ενώ  η ιδεολογική καμπάνια προσπαθεί να πείσει ότι αυτό γίνεται  για το καλό όλης της κοινωνίας. Δικαίωμά τους και, αν ο νεοφιλελευθερισμός περιορίζονταν, απλώς και μόνο, στην διάδοση της πίστης του  τότε δεν θα ήταν κάτι το  καινούργιο. Όλοι προσπαθούν να διαδώσουν την πίστη τους.

Όμως ο νεοφιλελευθερισμός δεν διδάσκει απλώς μια «πίστη», κάνει το «βήμα παραπάνω» και περνάει τον Ρουβικώνα του αστικού δικαίου, αφαιρεί από τη διαχείριση του δημοσίου την βασική αρχή του «οικονομικού ορθολογισμού» και την αντικαθιστά με την δική του «πίστη». Ισχυρίζεται δηλαδή ότι το αστικό δίκαιο και η αρχή της «προτεραιότητας των συμφερόντων του ιδιοκτήτη» ισχύει μόνο στις συναλλαγές ανάμεσα σε ιδιώτες, δεν ισχύει στις συναλλαγές του δημοσίου με τους ιδιώτες, ότι στην δεύτερη  περίπτωση προτεραιότητα έχει η μεταβίβαση των χρημάτων και της περιουσίας «από τον ανίκανο στον ικανό». Τα οικονομικά κριτήρια που εισάγει  ο νεοφιλελευθερισμός στην διαχείριση του δημοσίου μπορούν κάλλιστα να αθωώσουν τον χειρότερο ληστή και τον χειρότερο καταχραστή, αρκεί εκείνος να αποδείξει στο δικαστήριο ότι αυτός είναι ικανότερος από το θύμα του, κάτι που γίνεται αυταπόδεικτο μετά τη ληστεία εφόσον ο ληστής είναι τώρα ο «επιτυχημένος» πλούσιος και το θύμα ο «αποτυχημένος» πτωχός.

Η Σχολή του Σικάγου δημιουργεί το πρότυπο μιας κυβέρνησης η οποία δεν διαχειρίζεται τον δημόσιο τομέα με βάση τις ισχύουσες για όλους οικονομικές αρχές του αστικού φιλελευθερισμού και του αστικού δικαίου αλλά τον διαχειρίζεται με βάση το «πιστεύω» της.  Ο νεοφιλελευθερισμός προσπαθεί να εισάγει στο δημόσιο τις αντίθετες ακριβώς αρχές λειτουργίας από αυτές που ισχύουν για τους  ιδιώτες ιδιοκτήτες και τους ιδιώτες επιχειρηματίες, προσπαθεί να «αποβλακώσει»  το δημόσιο ώστε να τα κάνει όλα «ανάποδα».

(Θα υπέγραφε ποτέ ο κ. Φρίντμαν  την «απο-φριντμαν-οποίηση» της προσωπικής του περιουσίας ή ο κ. Σόρρος την «απο-σορρο-ποίηση» των επιχειρήσεών του;  Όχι. Διότι αν το έκαναν αυτό θα έχαναν  την περιουσία τους μέσα σε μια μέρα χωρίς κανένας δικαστής να μπορεί να τους σώσει εφόσον αυτό που υπέγραψαν σημαίνει ότι το μόνο που επιθυμούν  είναι να φύγει η περιουσία από τη δική τους ιδιοκτησία. Από πού και ως πού λοιπόν μπορεί να γίνει η «από-κρατικο-ποίηση» προτεραιότητα μιας κυβέρνησης και αρχή λειτουργίας ενός δημοσίου διαχειρηστή χρήματος, ιδιοκτήτη περιουσίας ή μεγαλομετόχου επιχειρήσεων; Ο νεοφιλελευθερισμός έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τις βάσεις της αστικής κοινωνίας).

 

Εναντίον του «αστικού κράτους».

Εκεί όμως που η Σχολή του Σικάγου έδειξε πράγματι το μεταπτυχιακό της επίπεδο ήταν στο μάρκετινγκ του νέου  «προϊόντος» που ονομάστηκε «νεοφιλελευθερισμός». Οι απλές ιδέες αποδεικνύονται πολλές φορές οι πιο δυνατές. Η απλή ιδέα που είχε η «Σχολή» για το μάρκετινγκ του προϊόντος της ήταν να ονομάσει το δημόσιο τομέα «κράτος»  και, να παρουσιάσει την συρρίκνωσή του και την άλωση του από την ιδιωτική πρωτοβουλία σαν «απελευθέρωση του λαού από τα δεσμά του κράτους».

«Λιγότερο κράτος»!  Μια πραγματικά ιδιοφυής ιδέα του πολιτικού μάρκετινγκ. Μια ιδέα που μετατρέπει την συντηρητική δεξιά σε ένα νέο είδος επαναστατικής αριστεράς.

Οι  κεφαλαιούχοι  και το δημοσιογραφικό κατεστημένο του καπιταλιστικού κόσμου ηγούνται ενός λαϊκού κινήματος ενάντια στο καπιταλιστικό κράτος.  Πρωτοφανές! Ανατρεπτικό!  Εκεί που ο καθένας ήξερε, μέχρι και τη δεκαετία του 1970, ότι  η αριστερά είναι εκείνη που μιλάει ενάντια στο «αστικό κράτος» και η δεξιά εκείνη η οποία υπερασπίζεται το «κράτος της» και την «καθεστηκυία τάξη», ξαφνικά όλα άλλαξαν, ένα νέο είδος «αντικρατικής φιλολογίας» εμφανίστηκε,  το κεφάλαιο, το αστικό καθεστώς και η δημοσιογραφία του αστικού καθεστώτος φιλολογούν  ενάντια στο αστικό κράτος, ενάντια στον αστικό φιλελευθερισμό και ενάντια στο αστικό δίκαιο.  Βέβαια άλλο πράγμα εννοεί η αριστερά με τη λέξη «κράτος» και άλλο η δεξιά. Αλλά αυτά είναι ψηλά γράμματα, ο σκοπός επετεύχθη, ο λαός έχασε το μπούσουλα, έχασε τον πολιτικό του προσανατολισμό, δεν γνωρίζει πλέον ποιά αντικρατική φιλολογία είναι αριστερή και ποιά δεξιά. Ούτε τον ενδιαφέρει. Αυτό που καταλαβαίνει είναι ότι όλοι πλέον μιλούν ενάντια στο κράτος.

Σύμφωνα με τους ορισμούς που δίνει ο νεοφιλελευθερισμός η έννοια του αστικού «κράτους» περιορίζεται στις  τρεις «γνωστές εξουσίες», τη νομοθετική, την εκτελεστική και τη δικαστική, δηλαδή στους θεσμούς  της αστικής δημοκρατίας, τη Δικαιοσύνη, το Κοινοβούλιο και τον πολιτικό κόσμο.

Οι δύο «άγνωστες» εξουσίες του καπιταλισμού, η «εξουσία της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής» και η «εξουσία της ιδιοκτησίας των μέσων ενημέρωσης»,  απομακρύνουν τον εαυτό τους από την έννοια του αστικού κράτους, ενώνονται με την έννοια του «ιδιωτικού τομέα», του τομέα στον οποίο ανήκουν «όλοι οι ιδιώτες». Ενώνονται δηλαδή με την έννοια του «λαού», συνενώνουν την φωνή τους με τη φωνή του λαού, την «αγανάκτησή» τους με την αγανάκτηση του λαού. Με αυτήν την μανούβρα, τα πιο λαίμαργα και τα πιο επιθετικά στοιχεία της εξουσίας του χρήματος  σταμάτησαν  να υπερασπίζονται το  «αστικό κράτος», πέρασαν στην αντίπερα όχθη, έγιναν και αυτοί  ένας ακόμα αυστηρός κριτής των θεσμών της αστικής δημοκρατίας και του πολιτικού κόσμου, ένας ακόμα διαδηλωτής, ένας ακόμα αγανακτισμένος πολίτης  ο οποίος στρέφεται ενάντια στο σύνολο του πολιτικού κόσμου, ενάντια στο σύνολο των εκλεγμένων αντιπροσώπων του λαού.

Πολύ πριν κηρύξει το ΚΚΕ την «ανυπακοή» στους νόμους της αστικής δημοκρατίας, την είχε ήδη κηρύξει ο νεοφιλελευθερισμός για λογαριασμό των επιθετικών εκείνων στοιχείων του κεφαλαίου που έβαλαν στο μάτι τα κρατικά έσοδα και την κρατική περιουσία. Πολύ πριν κηρύξει ο Σύριζα το «δεν πληρώνω», το είχε ήδη κηρύξει ο νεοφιλελευθερισμός για λογαριασμό των πλουσιότερων και των αναιδέστερων στρωμάτων της κοινωνίας.

Πανέξυπνο το μάρκετινγκ της «Σχολής», πανέξυπνη η μεταμφίεση της νεοσυντηρητικής δεξιάς σε επαναστατική αριστερά, μόνο που οδηγεί στην κατάλυση των νόμων και της δημοκρατίας, της υπάρχουσας δημοκρατίας, της αστικής δημοκρατίας.

 

Τι δεν είναι ο νεοφιλελευθερισμός.

Μια δεύτερη, λοιπόν,  ματιά στο περιεχόμενο της «νέας οικονομικής σκέψης» μας βοηθάει πιστεύω να διαλύσουμε μερικές από τις λανθασμένες αντιλήψεις, που επικρατούν στη χώρα μας -και όχι μόνο-,  σχετικά με το τι είναι και τι δεν είναι νεοφιλελευθερισμός. Αντιλήψεις οι οποίες δημιουργήθηκαν τόσο εξ αιτίας των  φίλων  όσο και εξαιτίας των  αντιπάλων  του νεοφιλελευθερισμού.

Ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι «πολύς φιλελευθερισμός», δεν είναι μια «πιο μεγάλη δόση φιλελευθερισμού», είναι το αντίθετό της, είναι μια απομάκρυνση από τις αρχές του φιλελευθερισμού. Οι νεοσυντηρητικοί νεοφιλελεύθεροι  στην Αμερική θεωρούν τον «πολύ φιλελευθερισμό» ύβρη. Πρώτη δουλειά της κυβέρνησης του κ. Ρέιγκαν, το 1982,  ήταν να δημιουργήσει μαύρη λίστα με όλους τους ανώτερους υπαλλήλους του κράτους τους οποίους ήθελε να διώξει με την κατηγορία ότι ήσαν «πολύ φιλελεύθεροι».

Ο νεοφιλελευθερισμός δεν βάζει «ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια» στη διαχείριση του δημοσίου. Αντίθετα, προσπαθώντας να επιτύχει την αντικατάσταση του «ιδιοκτήτη - δημόσιο» με τον «ιδιοκτήτη-ιδιώτη», φτάνει μέχρι την πλήρη αποβλάκωση του «ιδιοκτήτη - δημόσιο», μετατρέπει το δημόσιο στον μόνο ιδιοκτήτη ο οποίος βάζει ένα χεράκι ώστε να του πάρουν την ιδιοκτησία οι άλλοι. Ήταν που ήταν «οικονομικά ανίκανος» ο δημόσιος τομέας, με τον νεοφιλελευθερισμό  γίνεται και «οικονομικά βλάξ», τα κάνει όλα ανάποδα.

Ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι το αντίθετου του κρατισμού. Η αφαίρεση των στοιχειωδών οικονομικών κριτηρίων από τον δημόσιο τομέα επιτρέπει σε μια νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση να αξιοποιεί, αν θέλει,  τον δημόσιο τομέα  για καθαρά κομματικούς, για καθαρά πελατειακούς σκοπούς, να εφαρμόζει δηλαδή , ταυτόχρονα με τον νεοφιλελευθερισμό, το χειρότερο είδος κρατισμού.

Ο νεοφιλελευθερισμός δεν ενδιαφέρεται για την «εξυγίανση του δημόσιου τομέα». Αντίθετα, διακηρύσσοντας ότι «το δημόσιο είναι από τη φύση του ανίκανο», απαλλάσσει εκ των προτέρων την κυβέρνηση από το καθήκον της «καλής διαχείρισης». Μια νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση αντλεί από το «πιστεύω» της όλα τα άλλοθι που χρειάζεται ώστε να διαχειρίζεται η ίδια το δημόσιο με τον χειρότερο τρόπο και μετά να διαφημίζει τα άσχημα αποτελέσματα σαν μια ακόμα επιβεβαίωση του «πιστεύω» της και να ζητάει μια ακόμα τετραετία για να «ολοκληρώσει το έργο » της.

Το «λιγότερο κράτος» του νεοφιλελευθερισμού σημαίνει «μεταβίβαση» ετήσιων εσόδων, περιουσίας  και εξουσιών από τη δικαιοδοσία των εκλεγμένων εκπροσώπων του λαού στη δικαιοδοσία των επιχειρηματιών.

Το «λιγότερο κράτος» του νεοφιλελευθερισμού δεν δίνει καμιά προτεραιότητα στις «λιγότερες δαπάνες», τους «λιγότερους υπαλλήλους», τα «μικρότερα ελλείμματα» του κράτους. Αν χρησιμοποιεί καμιά φορά το επιχείρημα της μείωσης των δαπανών για να μειώσει στοχευμένους τομείς του δημοσίου , όπως η κοινωνική πρόνοια ή η δημόσια παιδεία, αυτό δεν τον κάνει «νοικοκύρη» στην οικονομική διαχείριση του δημοσίου.  Όλες οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις άφησαν πίσω τους ένα κράτος με περισσότερους υπαλλήλους, υψηλότερες δαπάνες και πολύ υψηλότερα ελλείμματα και χρέη.

Ούτε οι φίλοι ούτε οι αντίπαλοι του νεοφιλελευθερισμού θα πρέπει να αποδίδουν σε αυτόν ιδιότητες και χαρακτηριστικά γνωρίσματα που δεν έχει. Όταν το κάνουν αυτό, συμβάλουν και οι δύο, ο καθένας με τον τρόπο του, στην ιδεολογική σύγχυση, στον ιδεολογικό αποπροσανατολισμό, στο ιδεολογικό χάος που επικρατεί στη σημερινή κοινωνία. Θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεχτικοί διότι ο νεοφιλελευθερισμός δεν βρίσκεται τόσο στον κόσμο της πολιτικής αλλά βρίσκεται στο ίδιο το λεξιλόγιο της επικρατούσας, σε πολλές χώρες, «νέας οικονομικής σκέψης», βρίσκεται στο ίδιο το «ιδεολογικό χάος» που επικρατεί.