Υπαρκτή Αριστερά | ΣΕΛΙΔΕΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ | hits: 1431
Η ανατομία μιας παράδοξης νίκης. Μέρος δεύτερο: Η ιστορία.
άρθρο του Κωστή Παπαϊωάννου
Τριτ, 5 Ιουν 2012

Η παραδοξότητα της νίκης της λυκοσυμμαχίας του ΣΥΡΙΖΑ και εμμέσως της υπαρκτής μη-Αριστεράς οδηγεί τους "νικητές" και τους υποστηρικτές τους από την μια μεριά και τους αντίζηλούς τους από την άλλη, στην αναζήτηση αναλογιών της σημερινής πολιτικής συγκυρίας με άλλες, προηγούμενες, στην ελληνική και διεθνή πολιτική ιστορία.

Οι επιτελείς, κυρίως, του ΚΚΕ, συγκρίνουν τον ΣΥΡΙΖΑ με την σοσιαλδημοκρατία και με την λαίλαπα του Παπανδρεϊκού σοσιαλισμού. Οι ίδιοι οι "νικητές" και οι υποστηρικτές τους ανατρέχουν στην ιστορία του επαναστατικού κινήματος για να βρουν περιπτώσεις "στρατηγικής υποχώρησης" προκειμένου να δικαιολογήσουν την νίκη τους (για την οποία περίπου ντρέπονται) φτάνοντας να μας εξηγήσουν ότι η ΝΕΠ ήταν μια "κωλοτούμπα" του Λένιν!

Η παραδοξότητα ωστόσο της συριζικής νίκης δεν μπορεί να συγκριθεί με ιστορικά παραδείγματα στρατηγικής αναδίπλωσης, ούτε με την ΝΕΠ, ούτε με την μεγάλη πορεία του κινέζικου κόκκινου στρατού, πολύ απλά γιατί η λυκοσυμμαχία δεν υποχώρησε από κανέναν στρατηγικό στόχο αλλά αντίθετα προχώρησε "θαρραλέα" στην παρανοϊκή ρητορεία της, προκειμένου να εκμεταλλευτεί την σύγχυση που ήδη είχε σκορπίσει στην κοινωνική βάση.

Οι φωστήρες της λυκοσυμμαχίας και όσοι λιγουρεύονται μια θέση στην μεταπολίτευση του λαού, που φάνηκε απρόσμενα στον ορίζοντα, αν ήθελαν να κάνουν μια ρεαλιστική σύγκριση, θα έπρεπε να συγκρίνουν την παράδοξη νίκη τους με την προπολεμική νίκη της ισπανικής Αριστεράς που οδήγησε στην σφαγή του ισπανικού λαού από τους φασίστες και στην εδραίωση του φασισμού στην Ευρώπη, με την νίκη του Σοεκάρνο στην Ινδονησία  που οδήγησε στη σφαγή 400 χιλιάδων ανθρώπων μέσα στην πρώτη εβδομάδα της δικτατορίας του Σουχάρτο και τέλος με την νίκη του Αλιέντε στην Χιλή που οδήγησε στην αιματηρή δικτατορία του Πινοσέτ.

Οι συγκρίσεις ωστόσο της σημερινής κατάστασης με καταστάσεις του παρελθόντος δεν έχουν κανένα νόημα αν πρόκειται να τις θεωρούμε σαν πολιτικά παραδείγματα που μπορούν να επαναληφθούν, καλύτερα ή χειρότερα. Αντίθετα, όπως λέει και ο Μάο Τσε Τουνγκ, τα γεγονότα του παρελθόντος έχουν νόημα σαν χιλιομετρικοί δείκτες στην ιστορική πορεία της κοινωνίας και επομένως σαν βοήθημα για την κατανόηση της δικής μας θέσης.

Η παράδοξη κατάσταση της απροσδόκητης νίκης μιας λυκοσυμμαχίας επιτελών της υπαρκτής μη-Αριστεράς και ο σχηματισμός του "κόκκινου μετώπου" δεν έχει ιστορικό προηγούμενο στην μεταπολεμική ιστορία για τον απλό λόγο ότι δεν έχει ούτε επόμενο. Είναι ο δείκτης που σημαδεύει την τελευταία αλλαγή της ελληνικής κοινωνίας μέσα στο ιστορικό πλαίσιο της τελευταίας φάσης του εξουσιαστικού συστήματος. Είναι παράδοξη γιατί δεν μπορεί να εξηγηθεί με την πολιτική λογική, και με την ιστορική λογική δεν μπορεί να γίνει κατανοητή παρά μόνο σε συνδυασμό με την επίσης παράδοξη πολιτική αλλαγή που σημάδεψε την αρχή αυτής της φάσης: δηλαδή με την παράδοξη ήττα της Αριστεράς στην εξέγερση του '44 που οδήγησε στην υποταγή της συμφωνίας της Βάρκιζας.

Όλοι αναγνωρίζουν σήμερα ότι η συμφωνία της Βάρκιζας αποτελεί το συμβολικό τέλος της μεγάλης σύγκρουσης της δεκαετίας του '40, με την παράδοξη ήττα του νικητή. Η ήττα της Αριστεράς στο τέλος της ελληνικής σύγκρουσης έχει, πολύ κακώς, αναχθεί, προκειμένου να εξηγηθεί, στην λογική του διεθνούς ανταγωνισμού που γεννήθηκε στο τέλος του πολέμου. Εντελώς αντίθετα όμως σήμερα φαίνεται πως η παραδοξότητα της ήττας, σε παγκόσμιο επίπεδο, της Αριστεράς μπορεί να εξηγηθεί μόνο αν αναχθεί στο "πρότυπο" της παράδοξης ήττας της ελληνικής Αριστεράς.

Ο μεταπολεμικός κόσμος εξελίχθηκε στην υπό διαμόρφωση σημερινή παγκόσμια φασιστική αυτοκρατορία των αγορών. Ο ανταγωνισμός για τον αυτοκρατορικό θρόνο οδηγεί, σε όλο τον κόσμο, στο σχηματισμό δυό παρατάξεων χωρίς σαφή όρια μεταξύ τους, στο εσωτερικό των οποίων αναπαράγεται ο ανελέητος ανταγωνισμός που φτάνει μέχρι την παραμικρή πολιτική ομάδα.

Το "τρομερό παιδί" του ακαδημαϊκού συστήματος, ο Ζίζεκ, σωστά διέκρινε ότι πουθενά στην Ευρώπη (και εγώ θα έλεγα και πουθενά στον πλανήτη) δεν έχει σχηματιστεί τόσο καθαρά, αυτή η μορφή του συγκεχυμένου και ρευστού, από πολιτική άποψη, σημερινού πολιτικού κόσμου όσο στην ελληνική κοινωνία και είναι εύλογο ότι σ' αυτήν  έχει ανατεθεί (και μένει να σκεφτούμε από ποιόν) ο πειραματικός ρόλος για τον οποίο μιλούν όλοι.

Η ελληνική πολιτική σκηνή επιστρέφει στον καθαρό συμβολικό πολιτικό διπολισμό ανάμεσα στο κόκκινο μέτωπο της Αριστεράς και στο μαύρο μέτωπο της Δεξιάς που διαμορφώθηκε στο τέλος Β' Παγκοσμίου Πολέμου.

Υπάρχει όμως μια βασική διαφορά: Ο πολιτικός διπολισμός της ελληνικής κοινωνίας μετά τον εμφύλιο είχε πια χάσει ουσιαστικά αλλά όχι και τυπικά το πραγματικό του περιεχόμενο. Δεν εξέφραζε πια την πραγματική κοινωνική αντίθεση, για την κοινωνική προοπτική, που μέχρι την αρχή του πολέμου αναγνωριζόταν σαν "ταξική αντίθεση". Η πραγματική, η βαθύτερη αιτία άλλωστε της αποτυχίας της επαναστατικής εξέγερσης του Δεκέμβρη του '44 και η αιτία της υποταγής των νικητών στους ηττημένους με την συμφωνία της Βάρκιζας ήταν ακριβώς η αδυναμία να εκφραστεί πολιτικά η πραγματική αντίθεση της κοινωνίας.

Από την άλλη μεριά όμως η πραγματική κοινωνική αντίθεση (όποια κι αν ήταν αυτή) δεν είχε άλλο τρόπο, στις συνθήκες που επικράτησαν μετά τον εμφύλιο, για να εκφραστεί πολιτικά παρά μέσω του διπολισμού που πρόσφερε η αντιπαράθεση της Αριστεράς στην Δεξιά.

Η πολιτική ιστορία των έξη δεκαετιών (δυο γενιές) από το 1944 μέχρι το 2004 είναι η ιστορία της αντίθεσης του θεσμικού συστήματος στο πραγματικό κοινωνικό σύστημα που στην περίπτωση της ελληνικής κοινωνίας παίρνει την πιο καθαρή της μορφή.

Στο διάστημα των 60 χρόνων, από την παράδοξη ήττα της νικήτριας Αριστεράς μέχρι το 2004 οπότε, με καταλυτικό γεγονός τον "άθλο" των ολυμπιακών αγώνων, το θεσμικό σύστημα, αρχίζει να διαλύεται, το διπολικό θεσμικό σύστημα συνεχώς απαξιώνεται και συνεχώς αναστυλώνεται.

Η διαδικασία απαξίωσης και αναστύλωσης λειτουργεί αποκλειστικά μέσω  των "δάνειων" από το μέλλον που παραχωρεί η Αριστερά στο θεσμικό σύστημα με την εναλλαγή της αντιπαράθεσης που καταλήγει στην ενσωμάτωση τμημάτων της στην εξουσιαστική πλευρά του συστήματος. Μέσα σε μια τέτοια διαδικασία, το θεσμικό σύστημα, ξεκομμένο από την αρχή από το κοινωνικό σύστημα, έτσι, μεταβάλλεται από το αναγκαίο σε ανεπάρκεια που ήταν το 1944 στο όλο και μεγαλύτερο εμπόδιο στην ανάπτυξη του πραγματικού κοινωνικού συστήματος.

Σήμερα το θεσμικό σύστημα περνώντας από την "αγορά", δηλαδή από την εμπορευματοποίηση των κοινωνικών σχέσεων, στις "αγορές", δηλαδή στην εισαγωγή των κοινωνικών σχέσεων στο χρηματιστήριο, εμποδίζει την κοινωνική ανάπτυξη και απειλεί την κοινωνία με μια ξαφνική ασφυξία.

Τον Δεκέμβρη του 1944 η κοινωνία κινήθηκε σε μια απελπισμένη προσπάθεια να συνεχίσει την σύγκρουση που είχε αρχίσει μέσα στην κατοχή για να ξεκαθαρίσει το ζήτημα της προοπτικής της ανάμεσα στην φασιστική δικτατορία και στην λαϊκή δικτατορία. Απέτυχε γιατί η Αριστερά δεν ανταποκρίθηκε, στον βαθμό που (παρότι τυπικά διατηρούσε την σχέση της με την κοινωνία) ουσιαστικά είχε χάσει την επαφή της με την κοινωνική βάση. Το πολιτικό διακύβευμα ήταν ακόμα η κοινωνική προοπτική, μέσα ή έξω από τον ορίζοντα του ισχύοντος τότε εξουσιαστικού συστήματος, η Αριστερά όμως χρησιμοποιούσε τον λαό σαν δύναμη πίεσης για να  διεξάγει την πολιτική της σε επίπεδο κορυφής, μέσα στο πλαίσιο του εξουσιαστικού συστήματος.

Ο σημερινός διπολισμός ανάμεσα στο "μαύρο μέτωπο " και στο "κόκκινο μέτωπο" αντιστοιχεί στον διπολισμό του τέλους του εμφυλίου πολέμου, γιατί το ζήτημα της κοινωνικής προοπτικής είναι πια αδύνατο να παρακαμφθεί. Από αυτή την άποψη υπάρχει πράγματι μια "επιστροφή" στο κλίμα του εμφυλίου που είναι αναπόφευκτη και βασικά είναι εξαιρετικά ευχάριστη υπό τον απαράβατο όρο ότι η εμφύλια σύγκρουση θα είναι βαθειά αλλά μόνο σε επίπεδο λόγου. Από την άλλη μεριά η επιστροφή αυτή που ήδη σπρώχνεται από τον φασιστικό συντηρητισμό γίνεται εξαιρετικά επικίνδυνη στο βαθμό που διατηρείται από την πλευρά της υπαρκτής μη-Αριστεράς στο επίπεδο του εξουσιαστικού θεσμικού συστήματος.

Ποιό είναι το διακύβευμα της σημερινής πολιτικής αντιπαράθεσης; Το μνημόνιο, ένα κουρελόχαρτο που μπορεί να γράφεται και να διορθώνεται ανά πάσα στιγμή, να καταργείται και να επανέρχεται σε ισχύ κάθε μέρα. Μια λίστα υποχρεώσεων της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στην παγκόσμια φασιστική αυτοκρατορία των αγορών. Το επιστημονικό ακόμα και το διανοητικό επίπεδο των αυθεντιών της υπαρκτής μη-Αριστεράς είναι πολύ χαμηλό για να αντιληφθούν την τεράστια σημασία της αναγωγής ενός κουρελόχαρτου σε Μάγκνα Κάρτα μιας αυτοκρατορίας. Θα γράψω γι αυτό το ζήτημα στο επόμενο μέρος αυτού του κειμένου: εδώ ας κρατήσουμε την διαπίστωση ότι το "μνημόνιο" ως διακύβευμα της πολιτικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στο "μαύρο" και στο "κόκκινο" μέτωπο, αποκλείει την έξοδο από τα όρια του εξουσιαστικού συστήματος παρ' όλο που αυτό προφανώς καταρρέει.

Η παραδοξότητα της νίκης μιας λυκοσυμμαχίας χρεοκοπημένων επιτελών της υπαρκτής μη-Αριστεράς εξηγείται, από ιστορική άποψη, σαν μια απελπισμένη κίνηση των ανθρώπων της κοινωνικής βάσης οι οποίοι προσπαθούν να κινήσουν μια πολιτική σύγκρουση που θα ξεκαθαρίσει την προοπτική της κοινωνίας.

Πρόκειται πράγματι για μια επιστροφή στον διπολισμό της αρχής του εμφυλίου πολέμου αλλά με την σοβαρή διαφορά των εξελίξεων που έχουν μεσολαβήσει. Όποιο από τα μέτωπα κι αν είναι κυβέρνηση και όποιο κι αν είναι αντιπολίτευση μετά τις εκλογές ο διμετωπισμός, το μόνο σίγουρο αποτέλεσμα αυτής της εκλογικής αναμέτρησης, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της πραγματικής αντίθεσης της κοινωνίας. Κάτω από την πίεση των διεθνών εξελίξεων η ελληνική κοινωνία θα αναγκαστεί να αναλάβει η ίδια το έργο της διευκρίνησης της προοπτικής της, θα διεξάγει αδιαμεσολάβητα την σύγκρουση που θα επιλύσει την αντίφασή της.

Ο μόνος τρόπος αυτή η σύγκρουση να είναι αναίμακτη είναι η απελευθέρωση της αντιπαράθεσης σε επίπεδο λόγου. Παίρνουν τεράστιες ευθύνες όσοι προσπαθούν να περιορίσουν την πολιτική συζήτηση - αντιπαράθεση στο πλαίσιο του εξουσιαστικού συστήματος. Όσοι προσπαθούν να μας αναγκάσουν να διαλέξουμε ανάμεσα στην "μαύρη" και στην "κόκκινη" εκδοχή εξουσίας σε μια εποχή που το ίδιο το εξουσιαστικό οικοδόμημα γκρεμίζεται αναπόφευκτα.