Νέα Αριστερά | ΣΕΛΙΔΕΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ | hits: 1274
Από πού ν' αρχίσουμε, σήμερα;
άρθρο του Κωστή Παπαϊωάννου
Σάββ, 5 Ιαν 2013

Το ερώτημα "από πού να αρχίσουμε;" δεν μπορεί σήμερα να διατυπωθεί μέσα στο πλαίσιο μιας διαμορφωμένης "συλλογικότητας" που θα προσπαθούσε σαν τέτοια να αποκτήσει μια οργάνωση που θα ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις της σημερινής εποχής. Το ερώτημα αυτό απευθύνεται (ξεχωριστά) σε κάθε έναν αριστερό της κοινωνικής βάσης, σε κάθε άνθρωπο που αυτοαποκαλείται αριστερός, είτε αυτός είναι ενταγμένος (ψηλά ή χαμηλά) σε οποιαδήποτε από τις υπάρχουσες συγκροτήσεις της οπορτουνιστικής Αριστεράς, είτε είναι από αυτούς που σήμερα ονομάζονται "ανένταχτοι". Ωστόσο το ερώτημα αυτό δεν έχει νόημα, σήμερα, για κανέναν: γιατί κανένας δεν μπορεί να χρησιμοποιεί σήμερα το "εμείς" χωρίς να επιχειρεί συνειδητά μια απάτη (βλέπε και ΣΥΡΙΖΑ) δεδομένου ότι δεν υπάρχει η παραμικρή συμφωνία στο πλαίσιο οποιασδήποτε από τις πολιτικές συγκροτήσεις που παρουσιάζονται σαν συλλογικότητες.

Το σύνολο των αριστερών της κοινωνικής βάσης έχει νόημα, και είναι απαραίτητο, να ορίζεται έστω και θεωρητικά, έστω κι αν δεν υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος που να αισθάνεται μέρος αυτού του συνόλου. Κάτω από την πίεση της κρίσης, η ατομική συνείδηση ενός πλήθους ανθρώπων της κοινωνικής βάσης, θα απελευθερωθεί από την σκλαβιά της οπορτουνιστικής αθλιότητας και ο κάθε άνθρωπος που θα απελευθερώνεται θα αποκτά την αίσθηση του προσωπικού του πολιτικού ρόλου και την αίσθηση της σύνδεσής του με κάποιον άλλο και μαζί θα δημιουργούν το πλαίσιο μιας σύγχρονης επαναστατικής Αριστεράς της Κοινωνικής Βάσης.

Θα συμβεί με άλλα λόγια στην συνείδηση του κάθε ανθρώπου από το σύνολο των αριστερών της κοινωνικής βάσης μια επαναστατική αλλαγή αντίστοιχη με αυτήν που αναμενόταν στα τέλη του 19ου αιώνα και έγινε (όπως και όσο έγινε) στις δυο πρώτες δεκαετίες του 20ου, για τον κάθε  άνθρωπο του συνόλου της εργατικής τάξης, και προσδιόρισε την μετατροπή της από τάξη καθ' εαυτή σε τάξη για τον εαυτό της.

Η κινητήρια δύναμη γι αυτή την αλλαγή σήμερα παρέχεται "από τα πάνω", από τον χώρο της εξουσίας. Ο συνδυασμός της προσπάθειας να αναδιοργανωθεί ο χρεοκοπημένος οπορτουνισμός με την προσπάθεια να αναβιώσει ο απαξιωμένος φασισμός θα οδηγήσει σε μια σύγκρουσή μέσα στο πλαίσιο του διμετωπισμού. Αυτή η σύγκρουση θα εξαναγκάσει τον κάθε αριστερό της κοινωνικής βάσης σε μια νέου τύπου πολιτική συνείδηση και σε μια νέου τύπου συνειδητή πολιτική σύνδεση.

Όσο γεννιέται στον κάθε αριστερό αυτή η νέου τύπου πολιτική συνείδηση, τόσο θα γεννιέται ένα καινούριο και εν εξελίξει "εμείς", και μπροστά σ' αυτό το δυναμικό εμείς θα προβάλλει με νέα μορφή ακόμα πιο επιτακτικό το ερώτημα «από πού ν' αρχίσουμε;» το οποίο διατύπωσε ο Λένιν πριν από 110 χρόνια.

Αρχή και τέλος της οκτωβριανής επανάστασης

Το άρθρο του Λένιν «Από πού ν' αρχίσουμε;» δημοσιεύτηκε τον Μάη του 1901, στο 4ο φύλλο της «Ίσκρα», περιέγραφε σε αδρές γραμμές την κατάσταση της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας και προανήγγελλε την μπροσούρα «Τι να κάνουμε;», η οποία δημοσιεύτηκε τον Μάρτη του 1902 στη Στουτγάρδη, και η οποία προοριζόταν να αποτελέσει το σχέδιο για την οργάνωση του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος.

Ούτε ο ίδιος ο Λένιν ούτε κανείς άλλος θα μπορούσε να φανταστεί πως με το άρθρο αυτό θα άρχιζε η πορεία προς τον διαχωρισμό από την οπορτουνιστική σοσιαλδημοκρατία, προς την δημιουργία της ανώτερης οργανωτικής μορφής που αναπτύχθηκε μέχρι σήμερα, προς την νίκη της προλεταριακής επανάστασης και τέλος προς την επαναστατική αλλαγή της παγκόσμιας κοινωνίας.

Αλλά και κανείς από τους σημερινούς αριστερούς δεν θα μπορούσε να φανταστεί -- μέχρι τον Δεκέμβρη του 2008 -- πως στην επαναστατική πλευρά της ελληνικής κοινωνίας -- η οποία έχει περάσει με τον πιο δυναμικό και ηρωικό τρόπο αυτή την πορεία -- θα επιβαλλόταν ο οπορτουνισμός από τον οποίο διαχωρίστηκε ο Λένιν 110 χρόνια πριν και πως θα κηρυσσόταν τελεσίδικα η "οικτρή ήττα" της επανάστασης, πως θα διαγραφόταν βιαίως από την μνήμη της κοινωνίας η ιστορική πορεία των 110 χρόνων και πως κάποιοι σαλτιμπάγκοι της Αριστεράς θα αναζητούσαν απεγνωσμένα το "ξέφωτο" μιας θέσης στην (φασιστική) αυτοκρατορική "διακυβέρνηση" της "χώρας".

Η ομοιότητα και οι διαφορές δύο εποχών

Η εποχή μας έχει μεγάλες διαφορές από την εποχή που γράφτηκε το άρθρου του Λένιν αλλά το πρόβλημα της συγκρότησης μιας σύγχρονης επαναστατικής πολιτικής οργάνωσης, που να εκφράζει την επαναστατική τάση της κοινωνίας είναι όπως και τότε θεμελιώδες.

Ακριβώς γι αυτό, η σύγκριση του σημερινού προβλήματος με το πρόβλημα που αντιμετώπιζε ο Λένιν και οι σύντροφοί του, στην αρχή του προηγούμενου αιώνα, από την λύση του οποίου πρόκυψε η οργάνωση των μπολσεβίκων είναι απολύτως αναγκαία. Γίνεται δε ακόμα πιο αναγκαία από την στιγμή που η μορφή της λενινιστικής οργάνωσης έχει αποκτήσει σήμερα εξουσιαστικό περιεχόμενο, είτε στα χέρια των επιτελών του ΚΚΕ και όσων άλλων "επιμένουν λενινιστικά", όπως έλεγε ο Χοντζέας, είτε στα χέρια των επιτελών του φασισμού.

Η θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στην σημερινή κατάσταση και στην κατάσταση της προοκτωβριανής εποχής είναι απαξίωση της έννοιας της αυθεντίας. Στο πραγματικό κοινωνικό σύστημα η ιδιοκτησία της γνώσης δηλαδή της αυθεντία έχει καταργηθεί και δεν υπάρχει καμιά θέση για ιδιοκτήτες της γνώσης αλλά στο θεσμικό σύστημα η ακαδημαϊκή και πολιτική αυθεντία έχει αποκτήσει μεταφυσικές διαστάσεις. Οι λειτουργοί της τηλεοπτικής δημοκρατίας ανεβάζουν και κατεβάζουν θεότητες μιας χρήσεως αρμοδιότητα που την έχουν επεκτείνει και στον χώρο της Αριστεράς.

Σήμερα είναι πια προφανές πως ούτε υπάρχει, ούτε θα μπορούσε να υπάρχει, κάποιος Λένιν που να μπορεί να σχεδιάσει την πολιτική οργάνωση της επαναστατικής Αριστεράς. Οι χειριστές όμως του εξουσιαστικού συστήματος -- βαθύτατοι γνώστες της τέχνης του σαλτιμπαγκισμού οι ίδιοι -- εκτρέφουν, συντηρούν και χρηματοδοτούν διάφορους σαλτιμπάγκους της θεωρίας (κορυφαίο, κλασικό παράδειγμα ο Ρινάλντι της ΚΟΕ) με την φρούδα ελπίδα ότι αυτοί θα μηχανευθούν μια οπορτουνιστική Αριστερά στα μέτρα του φασισμού που θα διασώσει το εξουσιαστικό σύστημα.

Ο οπορτουνιστικός ανταγωνισμός

Η προοπτική της οπορτουνιστικής Αριστεράς όμως είναι ανύπαρκτη: δεν πρόλαβα να γράψω λίγες μέρες πριν από την συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ πως ο ενιαίος οπορτουνιστικός φορέας, στην καλύτερή του, θα είναι ένα ενιαίο πεδίο ανταγωνισμού των επιτελών του και πριν ακόμα αρχίσει η συνδιάσκεψη, ο ανταγωνισμός χτύπησε κόκκινο.

Μέσα σε δυο μέρες ο Ρινάλντι άλλαξε ύφος και κατεύθυνση: παράτησε τα σάπια της δήθεν ευγενικής "συμβολής" στην συντροφική "αναζήτηση" του ενιαίου οπορτουνιστικού φορέα και έστησε μια γελοία "ανοιχτή" συγκέντρωση, με στημένους ομιλητές, με στημένες παρεμβάσεις και τέλος και με στημένο θέμα, την γελοιότητα του "ξέφωτου" προετοιμάζοντας συγχρόνως το συνεργείο του, για την μάχη της "ηγεμονίας" μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, ενάντια στους επιτελείς του "συνασπισμού", "έκπληκτος" δήθεν για την ιδιοτέλειά τους.

Τελικά, ο Τσίπρας και οι κηδεμόνες του τρέχουν στην Λατινική Αμερική για να μάθουν πως θα καταφέρουν να γίνουν μια κυβέρνηση "χωρίς εξουσία" και οι επιτελείς στην Αθήνα εξασκούνται στην συγκρότηση μιας "πολεμικής κυβέρνησης", με τον πόλεμο για την εξουσία μεταξύ τους.

Εναλλακτικές "αριστερές" λύσεις

Μέσα στο μπάχαλο του δυτικού τμήματος της παγκόσμιας αυτοκρατορίας των αγορών, οι επιτελείς του ΣΥΡΙΖΑ είναι σήμερα η "εναλλακτική λύση" έναντι μιας ανοικτά φασιστικής κυβέρνησης για την ελληνική επαρχία. Όσο ισχύει αυτή η λύση, στο "κόκκινο μέτωπο" του διμετωπισμού θα "ηγεμονεύουν" αλληλογρονθοκοπούμενοι οι επιτελείς του ΣΥΡΙΖΑ.

Ωστόσο μέσα στο μπάχαλο της Ευρώπης κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ότι το ελληνικό πείραμα δεν θα εξελιχθεί σε μια νέου τύπου ανοιχτή φασιστική εκτροπή που θα οδηγήσει τα ήδη χρεοκοπημένα, από πολιτική άποψη, κόμματα στην οικονομική χρεοκοπία. Μια τέτοια εξέλιξη θα έχει απρόβλεπτες συνέπειες για τα οπορτουνιστικά επιτελεία.

Αλλά κι αν ακόμα η μορφή του "σάπιου" πολιτικού συστήματος δεν αλλάξει προς την ανοιχτή φασιστική διακυβέρνηση, ακόμα κι αν το πείραμα του διμετωπισμού συνεχιστεί, υπάρχουν κι άλλες εκδοχές του οπορτουνισμού που ανά πάσα στιγμή μπορούν να πάρουν το πάνω χέρι στο κόκκινο μέτωπο.

-- Υπάρχουν πρώτα-πρώτα οι επιτελείς του ΚΚΕ, που προσπαθούν να συμπληρώσουν με το 19ο Συνέδριο την "ανάνηψη"  από την κρυονική κατάψυξη μισού αιώνα την οποία άρχισαν με το 18ο συνέδριο. Σε μια όξυνση της σύγκρουσης του φασισμού με τον οπορτουνισμό στο πλαίσιο του παγκόσμιου αυτοκρατορικού συστήματος, το ΚΚΕ θα "αναδείξει" το πραγματικό πολιτικό του πρόσωπο.

-- Υπάρχουν επίσης οι επιτελείς του Μετώπου Αλληλεγγύης και Ανατροπής που προσπαθεί να "συνεγείρει" τον κόσμο της εξουσίας σε έναν αγώνα "εθνικής ανεξαρτησίας" υπο μορφή νομισματικής πολιτικής. Βεβαίως οι ρητορικές τσιρίδες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και των "ριγμένων" - "χαμένων"  της ΚΟΕ, δεν αποτελούν σπουδαίο στήριγμα σ' αυτόν τον αγώνα. Σε μια εποχή προσωπικοτήτων όμως ένας σοβαρός κλασικός πολιτικός σαν τον Αλέκο Αλαβάνο δεν παύει να αποτελεί εκ των πραγμάτων ένα σοβαρό σχέδιο Β' για μια λατινοαμερικάνικη πολιτειακή λύση στο ελληνικό εξουσιαστικό σύστημα.

-- Υπάρχουν τέλος ακόμα οι μικρομαγαζάτορες της "εξωκοινοβουλευτικής" Αριστεράς, της αντι-Εξουσίας, της Αυτονομίας και της Αναρχίας και επίσης οι αστέρες της λεγόμενης μπλογκόσφαιρας, που στα γυρίσματα των καιρών μπορούν να επιστρατευθούν για να κλείσουν διάφορες τρύπες στα ύφαλα του εξουσιαστικού πλοίου που έτσι κι αλλιώς συνεχίζει, και θα συνεχίζει, να βουλιάζει.

Αυτό που ενδιαφέρει πάντως τους αριστερούς της κοινωνικής βάσης είναι πως η οπορτουνιστική Αριστερά δεν μπορεί να εξελιχθεί προς τα πίσω και να ξαναγίνει επαναστατική. Ούτε ο αναπόφευκτος εσωτερικός της πόλεμος, ούτε η "ιεραρχική" δομή της επιτρέπουν κάτι τέτοιο. Μπορεί οι αρχηγοί να μετονομάστηκαν σε "συντονιστές", μπορεί οι "συντονιστές" -- καθώς το παιχνίδι της εξουσίας κατεβαίνει στην κοινωνική βάση --  να πληθαίνουν, αλλά η ιστορική διαδικασία της ανάπτυξης-διάλυσης του φασιστοπορτουνιστικού δίπολου δεν μπορεί να αναστραφεί.

Η βάση των σημερινών ερωτημάτων

Από την στιγμή που ο εκφασισμός και η διάλυση της οπορτουνιστικής Αριστεράς θα αρχίσει να γίνεται ορατή δια γυμνού οφθαλμού, τα ερωτήματα "τί να κάνουμε;" και "από πού να αρχίσουμε;", που έθεσε ο Λένιν στην εποχή του θα αρχίσουν να αποκτούν νόημα και σημασία για τον καθένα μας. Μετά όμως από έναν αιώνα αλλαγών, τα ερωτήματα αυτά, ούτε θα ανακύψουν με την σημασία που ενέκυψαν για τον Λένιν, ούτε θα περιμένουν από εμάς τις ίδιες απαντήσεις που έδωσε ο Λένιν. Υπάρχει ασφαλώς μια βασική και απαράβατη ομοιότητα ανάμεσα στις δύο εποχές. Αυτή η ομοιότητα όμως είναι που ακριβώς δίνει νόημα στην σύγκρισή τους, που κι αυτή με την σειρά της έχει νόημα επειδή είναι ανάγκη να διακρίνουμε και να διευκρινίσουμε τις διαφορές.

Βρισκόμαστε λοιπόν και εμείς σήμερα στην δίνη μιας τρίτης μεγάλης όξυνσης της ίδιας κρίσης, της κρίσης του κοινωνικού συστήματος που επίσης μας φέρνει στα πρόθυρα μιας τρίτης μεγάλης παγκόσμιας σύγκρουσης και που επιτάσσει, όπως στην αρχή του 20ου αιώνα και ακόμα πιο πριν, την πλήρη, και άρα οριστική αυτή την φορά, απαλλαγή του συστήματος κοινωνικών σχέσεων από τον εντελώς παρωχημένο και απαξιωμένο εξουσιαστικό τους χαρακτήρα.

Η δεύτερη βασική ομοιότητα ανάμεσα στις δύο ιστορικές εποχές, όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, είναι πως στο τέλος του 19ου αιώνα και στην αρχή του 20ου αιώνα, σ' αυτές τις μεγαλειώδεις (για την φιλοσοφία και την επιστήμη) εποχές των Μαρξ και Ένγκελς και αργότερα του Λένιν, στο επίπεδο πολιτικής σκέψης κυριαρχούσαν οι βλακώδεις ιδέες του οπορτουνισμού. Στις μάχες που δόθηκαν στο έδαφος της επαναστατικής πολιτικής, στις αρχές του 20ο αιώνα αλλά και στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, οι οπορτουνιστές "νίκησαν" κατά κράτος όχι μόνο τον Λένιν αλλά και τον Μαρξ και τον Έγκελς. Αλλά και ο σημερινός οπορτουνισμός (ο γελοιωδέστερος οπορτουνισμός που υπήρξε ποτέ) "κυριαρχεί" χάρη στην λαμπρή "νίκη του" ενάντια στις ιδέες του Στάλιν και του Μάο.

Οι δύο προηγούμενες ομοιότητες όμως μας φέρνουν μπροστά σε μια τρίτη ομοιότητα με τεράστια πρακτική σημασία: Και σήμερα, όπως και τότε, οι οπορτουνιστικές πολιτικές νίκες, είναι νίκες "πύρρειες". Και σήμερα, όπως και τότε, οι επιτελείς του οπορτουνισμού κερδίζουν τις πολιτικές μάχες στον χώρο της Αριστεράς και συγκρούονται με τον φασισμό όχι για να τον αναχαιτίσουν αλλά για να μην τους εκτοπίσει από τον χώρο της εξουσίας. Οι νίκες τους μέσα στην Αριστερά όμως εξαφανίζουν και τα τελευταία ίχνη επαναστατικότητας από τα επιτελεία της οπορτουνιστικής Αριστεράς και δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για να χάσουν τον πόλεμο.

Τα συμπτώματα της κρίσης και η ίδια η κρίση

Οι οξύνσεις της κρίσης του κοινωνικού συστήματος εκφράζονται με έντονα συμπτώματα στο πολιτικό σύστημα. Οι επιτελείς του οπορτουνισμού και του φασισμού στήνουν έναν πόλεμο μεταξύ τους προσπαθώντας από κοινού να βρουν "διέξοδο" από την κρίση  που τους απαξιώνει. Η κρίση δεν είναι κρίση ούτε του πολιτικού συστήματος ούτε του παραγωγικού συστήματος αλλά ολόκληρου του κοινωνικού συστήματος. Η κρίση είναι η εκδήλωση της αθεράπευτης αντίφασης ανάμεσα στο πραγματικό κοινωνικό σύστημα και θεσμικό κοινωνικό σύστημα και δεν έχει "διέξοδο" στο πολιτικό επίπεδο αλλά έκβαση στο κοινωνικό επίπεδο.

Η κρίση δεν είναι μια "βλάβη" του θεσμικού κοινωνικού συστήματος που μπορεί να επιδιορθωθεί. Η κρίση είναι η εκδήλωση της αχρήστευσης του θεσμικού κοινωνικού συστήματος. Ο μοναδικός θεσμός που έχει σήμερα νόημα είναι η κατεδάφιση του θεσμικού συστήματος. Την κατεδάφιση την άρχισαν, με το τείχος του Βερολίνου, οι ίδιοι οι χειριστές του θεσμικού συστήματος.

Η κατεδάφιση του θεσμικού συστήματος είναι μια αναπόφευκτη ιστορική διαδικασία. Την άρχισαν οι χειριστές του προσπαθώντας συγχρόνως να διατηρήσουν τα "προνόμιά" τους ενσωματώνοντας τις εξουσιαστικές τους σχέσεις στο πραγματικό κοινωνικό σύστημα. Πίσω όμως από τα συμφέροντα των "συντονιστών" υπάρχει ένας απαραίτητος ιστορικός μηχανισμός τον οποίο οι αριστεροί της κοινωνικής βάσης θα πρέπει να κατανοήσουν. Το ζήτημα για αυτούς δεν είναι να μην κατεδαφιστεί το θεσμικό σύστημα αλλά με όρους θα λειτουργήσει ο μηχανισμός της κατεδάφισης, και συγκεκριμένα, αν η κατεδάφιση θα γίνει με όρους της φασιστικής πολιτικής ή με τους όρους της επαναστατικής πολιτικής.

Η κρίση έχει "διέξοδο" στην καταστροφή της κοινωνίας

Στην σημερινή όξυνση της κρίσης, στην κοινωνική βάση αναζωπυρώνονται και πάλι συγκρούσεις κάθε είδους και η έκβασή αυτών των συγκρούσεων θα αποτελέσει την έκβαση της κρίσης. Η έκβαση όμως δεν είναι το άθροισμα ούτε καν το ολοκλήρωμα των επί μέρους εκβάσεων. Η έκβαση της κρίσης θα είναι ένα διαλεκτικό αποτέλεσμα που δεν θα θυμίζει σε τίποτα τα μέρη που συγκρούστηκαν.

Στις κοινωνικές συγκρούσεις αντιστοιχούν σήμερα οι πολιτικές συγκρούσεις ανάμεσα στους επιτελείς του οπορτουνισμού και στους επιτελείς του φασισμού με διακύβευμα την "εξουσία". Κατά την λογική των αντιπάλων οι επιτελείς του μετώπου που θα "πάρει την εξουσία", θα διευθετήσουν "αισίως" τις συγκρούσεις στην κοινωνική βάση διατηρώντας, μετά από την κατεδάφιση του εξουσιαστικού θεσμικού συστήματος, τις εξουσιαστικές σχέσεις ενσωματωμένες στο πραγματικό κοινωνικό σύστημα.

Από την στιγμή όμως που το εξουσιαστικό θεσμικό σύστημα κατεδαφίζεται από τους ίδιους τους διαχειριστές του και η σύγκρουση για την "εξουσία" μεταφέρεται αναγκαστικά μέσα στο σώμα του πραγματικού κοινωνικού συστήματος, το οποίο όμως μπορεί να επιβιώσει μόνο αν αποβάλει τις εξουσιαστικές σχέσεις, η σύγκρουση για την εξουσία σημαίνει στην πραγματικότητα την καταστροφή της κοινωνίας. Τελικά η σύγκρουση για την εξουσία, δεν είναι παρά μια σύγκρουση για την "αμοιβή" της "διαχείρισης" της "κοινωνικής καταστροφής": δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο πως η κάθε πλευρά του διμετωπισμού κατηγορεί την άλλη πλευρά πως θα καταστρέψει την κοινωνία.

Η ύποπτη συζήτηση περί καταστροφής της κοινωνίας

Για τους αριστερούς το ζήτημα της κοινωνικής καταστροφής είναι ανύπαρκτο. Οι υποθέσεις "εργασίας" (ποιας "εργασίας" άραγε) δεν έχουν κανένα νόημα σε οποιαδήποτε πολιτική συζήτηση. Από πολιτική άποψη, η επιμονή στην συζήτηση περί κοινωνικής καταστροφής είναι ένας τρόπος ύπαρξης της εξουσιαστικής σκέψης. Στον οπορτουνιστικό ρητορικό λόγο, η επισήμανση μιας ενδεχόμενης κοινωνικής καταστροφής (αγαπημένο επιχείρημα στην μπουρδολογία του Ρινάλντι) δεν είναι παρά μια συγκαλυμμένη υμνολογία της "οικτρής ήττας της επανάστασης". Σε κοινωνικό επίπεδο τέλος οι Κασσανδρικές προβλέψεις κάποιας κοινωνικής καταστροφής -- που είναι σήμερα της μόδας -- είναι μια σύγκρουση αρμαγεδωνικών θεωριών που σκοπό έχουν να τρομοκρατήσουν τους ανθρώπους της κοινωνικής βάσης και να επιβάλλουν την ολέθρια φασιστοπορτουνιστική διαμεσολάβηση στην διευθέτηση της κοινωνικής σύγκρουσης.

Η μόνη "υπόθεση εργασίας" που έχει νόημα, σχετικά με μια ενδεχόμενη καταστροφή, είναι πως η κοινωνία, ακόμα και στο χείλος της καταστροφής, θα αποτύχει να τροποποιήσει τις σχέσεις της πριν οι παράγοντες που απειλούν να την καταστρέψουν γίνουν ανεξέλεγκτοι. Αλλά αυτή την φορά, στην τρίτη μεγάλη κοινωνική σύγκρουση που πλησιάζει οι κοινωνικές συγκρούσεις που έχουν προκύψει κατ' αναγκαιότητα στον δρόμο της ιστορικής δυναμικής δεν μπορούν να λυθούν παρά αποκλειστικά και μόνο στο επίπεδο της αδιαμεσολάβητης κοινωνικής αντιπαράθεσης, ανάμεσα στην συντηρητική και στην επαναστατική πλευρά της κοινωνίας. Αυτή την φορά είναι επίσης ιστορικά αναπόφευκτο ότι, όπως κι αν αρχίσει η κοινωνική σύγκρουση, δεν μπορεί παρά να μετατραπεί σε μια σύγκρουση σε επίπεδο λόγου που θα οδηγήσει στην απαλλαγή της κοινωνίας από τον ζουρλομανδύα της διαμεσολάβησης των κοινωνικών σχέσεων από το εξουσιαστικό θεσμικό σύστημα, πράγμα που αποτελεί την ουσία της επανάστασης.

Για τους αριστερούς της κοινωνικής βάσης το ζήτημα δεν ήταν ποτέ και, πολύ περισσότερο, δεν είναι σήμερα αν θα "νικήσει" ή αν θα "ηττηθεί" η  "η επανάσταση". Η επανάσταση, η επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας, συμβαίνει και θα συμβαίνει πάντα και ανα πάσα στιγμή όσο η κοινωνία είναι ζωντανή. Για τους αριστερούς της κοινωνικής βάσης το ζήτημα είναι ένα και μοναδικό: με ποιους πολιτικούς όρους διεξάγεται η σύγκρουση που θα καταλήξει αργότερα ή γρηγορότερα στην αναγκαία επαναστατική κοινωνική αλλαγή.

Στην δεκαετία του '40  που γέννησε την εποχή μας, τέθηκε το ζήτημα της μετατροπής της διακρατικής-διεθνικής εξουσιαστικής σύγκρουσης σε εμφύλια σύγκρουση. Οι αριστεροί της κοινωνικής βάσης απέκτησαν τεράστια πικρή πείρα από την εγκληματική ανικανότητα ή την παράβλεψη της αντικειμενικής αδυναμίας των επιτελών της Αριστεράς, να συμπορευτούν μ' αυτήν την αναγκαστική ιστορική μετατροπή.

Το ίδιο πρόβλημα καλούνται να το αντιμετωπίσουν σήμερα, όχι πια οι χρεοκοπημένοι επιτελείς της οπορτουνιστικής Αριστεράς αλλά οι ίδιοι οι αριστεροί της κοινωνικής βάσης. Στην πορεία αυτής της απαράβατης αναγκαίας ιστορικής μετατροπής οι τελευταίοι θα αναγκαστούν να οργανωθούν σε μια νέας μορφής, επαναστατική Αριστερά της Κοινωνικής Βάσης. Και αυτή είναι η απάντηση στην συζήτηση περί καταστροφής.

Το κόστος της επαναστατικής αλλαγής

Από το πόσο γοργά θα γίνει η επαναστατική αλλαγή στην συνείδηση του κάθε αριστερού της κοινωνικής βάσης και επομένως από το πόσο γοργά θα σχηματιστεί η Αριστερά της Κοινωνικής Βάσης θα εξαρτηθεί το κόστος της κοινωνικής αλλαγής. Και από την άλλη μεριά, η πραγματική (και όχι η επιφανειακή) ταχύτητα της αλλαγής θα εξαρτηθεί από την ωριμότητα της αλλαγής, και τελικά από την αποτελεσματικότητα της καταπολέμησης του οπορτουνισμού.

Το κόστος της αλλαγής και τελικά το κόστος της εγκατάλειψης της προϊστορίας και της εισόδου στην ιστορία της ανθρωπότητας θα εξαρτηθεί από την αναίρεση της οπορτουνιστικής απάτης για την δήθεν "οικτρή ήττα της επανάστασης" και το "ανέφικτο της επαναστατικής αλλαγής" που αποτελούν την οπορτουνιστική εκδοχή της φασιστικής θεωρίας του "τέλους της ιστορίας". Για να καταπιαστεί όμως όποιος και όταν αναγκαστεί να καταπιαστεί μ' αυτό το ζήτημα, θα πρέπει όταν αποφασίσει να ξεκόψει από κάθε ελπίδα αποτελεσματικής δράσης στο πλαίσιο της οπορτουνιστικής Αριστεράς να ξεκαθαρίσει μόνος χωρίς καμιά συνεννόηση με κάποιους άλλους, χωρίς υπογραφές και συλλογικές πρωτοβουλίες, μέσα στα βάθη της λογικής και πολιτιστικής του συνείδησης από πού θα αρχίσει, σήμερα.

Οι σκοτούρες του Λένιν

Από ποια ιστορική θέση, σήμερα έναν αιώνα και μια δεκαετία μετά από το 1901, αναζητούμε από πού να αρχίσουμε; Τί το ίδιο και τί διαφορετικό έχει, για το επαναστατικό κίνημα, η εποχή μας σε σχέση με την εποχή που ο Λένιν άρχιζε το άρθρο του αυτό με τα παρακάτω λόγια;

«Το ερώτημα: "τι να κάνουμε;" ορθώνεται τα τελευταία χρόνια με εξαιρετική δύναμη μπροστά στους ρώσους σοσιαλδημοκράτες. Δεν πρόκειται για εκλογή του δρόμου (όπως στα τέλη της ενάτης και στις αρχές της τελευταίας δεκαετίας του περασμένου αιώνα), αλλά για το ποια πρακτικά βήματα πρέπει να κάνουμε και πώς ακριβώς πρέπει να τα κάνουμε σ' ένα γνωστό δρόμο.»

Ο "γνωστός δρόμος" στον οποίο αναφέρεται ο Λένιν είναι η διαδικασία της επαναστατικής κοινωνικής αλλαγής, η διαδικασία της "ριζικής" αλλαγής του πραγματικού κοινωνικού συστήματος. Τον θεωρεί "γνωστό" στον βαθμό που κανένας από τους επιτελείς της σοσιαλδημοκρατίας δεν τολμούσε ακόμα να τον αρνηθεί ανοιχτά στο επίπεδο της θεωρίας αν και τον αρνούνταν βεβαίως στην πράξη.

Στους "δικούς" μας οπορτουνιστές ο δρόμος για τον οποίο μιλούσε ο Λένιν είναι άγνωστος. Αυτό το φωτεινό παράδειγμα οπορτουνιστικής "σκέψης", ο Ρινάλντι στην πραξικοπηματική του συγκέντρωση για το "ξέφωτο" ξεκαθάρισε ότι ο επαναστατικός δρόμος έχει κλείσει, ότι είναι μια «φαντασίωση - μυθολογία που δυστυχώς κουβαλάμε όλοι», και ότι έχει ανοίξει διάπλατα (υπό την διεύθυνση του ίδιου) ένας "Δρόμος" εκπόρνευσης "της Αριστεράς" που θα οδηγήσει την κοινωνία σε έναν τόπο "ανακούφισης": στο "αντιμνημονιακό ξέφωτο" μιας συριζικής "διακυβέρνησης"! Εκεί στο κατά Ρινάλντι "ξέφωτο" θα πάρουμε «την άγουσα προς μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση» την οποία όμως δεν την ξέρουμε αλλά θα πρέπει να «την ορίσουμε και να την εφεύρουμε», προφανώς περιμένοντας να μας φωτίσει περί αυτής ο ίδιος.

Και βέβαια αφού ο "δρόμος" τον οποίο θεωρούσε γνωστό ο Λένιν κηρύχτηκε σε άγνοια, για τους "δικούς" μας οπορτουνιστές τα πρακτικά βήματα σ' αυτό τον δρόμο, τους είναι παντελώς αδιάφορα. Στην συνέχεια του παραπάνω αποσπάσματος ο Λένιν εξηγούσε την δυσκολία που είχε η διευκρίνιση των βημάτων στην πρακτική δράση:

«Πρόκειται για το σύστημα και το σχέδιο της πρακτικής δράσης. Και πρέπει να ομολογήσουμε πως αυτό το πρόβλημα του χαρακτήρα και των μεθόδων της πάλης, πρόβλημα θεμελιακό για ένα κόμμα που δρα πρακτικά, εξακολουθεί να μένει άλυτο για μας, εξακολουθεί ακόμα να προκαλεί σοβαρές διαφωνίες που αποκαλύπτουν θλιβερή αστάθεια και ταλάντευση της σκέψης.»

Η πρακτική δράση για τους επιτελείς της σημερινής οπορτουνιστικής Αριστεράς είναι, για "όλους μαζί": ο "αγώνας" για ένα μεγαλύτερο κομμάτι της επαρχιακής εξουσιαστικής πίττας και για τον καθένα ξεχωριστά, ο "αγώνας" για κάθε ψίχουλο του κομματιού της αυτοκρατορικής πίττας που μοιράστηκε σε όλους μαζί.

Οι άνθρωποι της βάσης που είναι φανερά παρόντες σε κάθε επαναστατική σκέψη του Λένιν για τους σημερινούς υπάρχουν μόνο σαν φερέφωνα, σαν θαυμαστές, σαν οπαδοί και σαν ψηφοφόροι. Οι πηγαίες διαθέσεις και οι αυθόρμητες εκδηλώσεις των ανθρώπων της κοινωνικής βάσης, στον βαθμό που δεν μπορούν να μεταφραστούν στα παραπάνω οφέλη, τους είναι απολύτως αδιάφορες αν δεν τους είναι και ενοχλητικές, όπως τους ήταν η εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 και οι πλατείες.

Η διαφωνία με τον οπορτουνισμό

Στις αρχές του 20ου αιώνα, οι σοβαρές διαφωνίες, για τις οποίες μιλάει ο Λένιν, προέρχονταν από τους επιτελείς του οπορτουνισμού με τους οποίους αυτός και οι μετέπειτα μπολσεβίκοι "συνυπήρχαν" ακόμα στην σοσιαλδημοκρατία. Η βάση της οπορτουνιστικής πολιτικής ήταν βεβαίως και τότε όπως είναι και σήμερα ο υποκειμενισμός που κυρίως παρουσιάζεται σαν λατρεία της ταχτικής σαν τακτικισμός. Η βάση της οπορτουνιστικής πολιτικής είναι η σύγχυση της έννοιας της τακτικής με την έννοια της στρατηγικής που τελικά παρουσιάζει την τακτική σαν στρατηγική και υποκαθιστά την ιστορική κίνηση με τις πολιτικές εμπνεύσεις και πρωτοβουλίες.

Ο Λένιν ασκεί την συγκεκριμένη κριτική του, στις διάφορες εκδοχές του οπορτουνισμού και κυρίως στον δεξιό οικονομισμό και στον "αριστερό" πραξικοπηματισμό, συγκεντρώνει όμως την κριτική του στην βαθύτερη κοινή ουσία κάθε εκδοχής οπορτουνισμού που είναι ο τακτικισμός. Καταδικάζει τον συνδυασμό των δύο τάσεων που όπως λέει: «έχει χτίσει την φωλιά της στο "Ραμπότσεγε Ντιέλο"» με τα παρακάτω λόγια:

«Από το άλλο μέρος, σηκώνει, όπως και πριν, με έπαρση το κεφάλι η κατεύθυνση του χωρίς αρχές εκλεκτικισμού, που προσαρμόζεται σε κάθε νέο "φύσημα του ανέμου" και δεν είναι σε θέση να ξεχωρίσει τις απαιτήσεις της στιγμής από τα βασικά καθήκοντα και τις μόνιμες ανάγκες του κινήματος στο σύνολό του»

Σε κάθε φύσημα του ανέμου αλλάζει, και σήμερα όπως και τότε, ταχτική κάθε "συνεπής" οπορτουνιστής. Μέχρι χθες οι κηδεμόνες έβαζαν τον Τσίπρα να ικετεύει τους ψηφοφόρους για μια ψήφο πάνω από το 3%, "για να μη μείνει η φωνή τους έξω από την βουλή". Σήμερα τον σπρώχνουν στην θέση του μελλοντικού πρωθυπουργού της ελληνικής επαρχιακής κυβέρνησης στον οποίο, οι εκάστοτε αυτοκρατορικοί απεσταλμένοι, θα εγχειρίζουν το χαρτάκι με τις μνημονιακές παραγγελίες. Από την άλλη μεριά ο θεωρητικός του οπορτουνισμού, ο Ρινάλντι, παράτησε σύξυλη την «νέα μεταπολίτευση του λαού» και βάλθηκε να πλασάρει στο ταλαίπωρο ακροατήριό του το «μετατροϊκανό ξέφωτο».

Η κοινωνική αλλαγή και η αλλαγή των συνθηκών

Για να δικαιολογήσουν τον τακτικισμό τους, οι συντάκτες του "Ραμπότσεγε Ντιέλο" είχαν επικαλεστεί μια φράση του Λήμπκνεχτ: «Αν οι συνθήκες αλλάξουν μέσα σε 24 ώρες, πρέπει να αλλάξουμε τακτική μέσα σε 24 ώρες». Ο Λένιν αφού "μπαλώνει" (κατά την γνώμη μου συνειδητά) αυτή την επιπολαιότητα του Λήμπκνεχτ, τους ρίχνεται, όσο άγρια τους άξιζε, λέγοντας:

«Μέσα σε 24 ώρες μπορεί να αλλάξει κανείς την ταχτική της ζύμωσης σ' ένα οποιοδήποτε ειδικό ζήτημα, την ταχτική σε ό,τι αφορά μια λεπτομέρεια της οργάνωσης του κόμματος, ν' αλλάξει όμως, όχι μόνο σε 24 ώρες, μα έστω και σε 24 μήνες τις απόψεις του για το αν χρειάζεται, (...) μια μαχητική οργάνωση και πολιτική ζύμωση μέσα στις μάζες αυτό μπορεί να το κάνει μόνο ένας άνθρωπος χωρίς αρχές.»

Οι οπορτουνιστές της εποχής του Λένιν διατείνονταν πως έχουν αρχές. Οι "δικοί μας" αυτές τις πολυτέλειες τις έχουν ξεπεράσει. Έχουν φροντίσει να ντρέπονται αν τους καταλογιστεί η παραμικρή "εμμονή" σε κάποια θέση αρχής. Η μόνη αρχή για τον οπορτουνισμού τους είναι πως, αφού κατά την "αυθεντία" τους δεν "γίνεται επανάσταση", δεν χρειάζεται να έχουν επαναστατική πολιτική. Ισχύουν επομένως έτσι κι αλλιώς ισχύουν, και για τους "δικούς μας", τα λόγια του Λένιν:

«Είναι γελοίο να επικαλείται κανείς τη διαφορετική κατάσταση, την εναλλαγή των περιόδων: Η δουλειά για τη δημιουργία μιας μαχητικής οργάνωσης είναι υποχρεωτική σε οποιαδήποτε κατάσταση, όσον ασήμαντη και ειρηνική και αν είναι η κατάσταση αυτή, σε περίοδο οποιασδήποτε πτώσης" του επαναστατικού πνεύματος".»

Ο Λένιν κάνει τον διαχωρισμό ανάμεσα στην επαναστατική κατάσταση και στην επαναστατική πολιτική, διαχωρισμό που είναι πρωταρχικός για οποιαδήποτε επαναστατική σκέψη και δράση, προσθέτοντας μια παρατήρηση που είναι ιδιαιτέρως σημαντική για μας που ζούμε κάτω από την σημερινή κυριαρχία του οπορτουνισμού:

Και κάτι παραπάνω: Σε αυτήν ακριβώς την κατάσταση και σε τέτοιες ακριβώς περιόδους είναι εξαιρετικά αναγκαία η δουλειά που αναφέραμε, γιατί στις στιγμές των εκρήξεων και των ξεσπασμάτων είναι πια αργά να δημιουργηθεί οργάνωση· η οργάνωση πρέπει να είναι έτοιμη για να αναπτύξει αμέσως τη δράση της.»

Οι "δικοί μας" όχι μόνο δεν οργανώνουν τον κόσμο της βάσης για την στιγμή της έκρηξης που προφανώς πλησιάζει αλλά από την μια μεριά τον τρομοκρατούν παρουσιάζοντας το εξουσιαστικό σύστημα σαν παντοδύναμο και από την άλλη μεριά τον εφησυχάζουν πουλώντας κούφιες ελπίδες για την σωτηρία του από την "διακυβερνώσα" Αριστερά. Κι απ' την άλλη, οι ίδιοι δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς παρά να κρεμάσουν όλη τους την πολιτική προοπτική στην "δημοκρατική" κρατική λειτουργία και όλη τους την πολιτική δραστηριότητα στην χρηματοδότηση και τις επικοινωνιακές αβάντες του "σάπιου" πολιτικού συστήματος.

Τέλος ο Λένιν μπαίνει στην ουσία του οπορτουνιστικού τακτικισμού που είναι η έλλειψη οποιασδήποτε σκέψης για τον τρόπο που λειτουργεί το κοινωνικό σύστημα και οποιουδήποτε πολιτικού στόχου πέρα από την κατάληψη μιας θέσης στο εξουσιαστικό σύστημα.

«"Να αλλάξεις σε είκοσι τέσσερις ώρες τακτική"! Για να αλλάξεις όμως τακτική, πρέπει να έχεις προηγούμενα τακτική, και αν δεν έχεις μια ισχυρή οργάνωση, δοκιμασμένη στον πολιτικό αγώνα σε κάθε κατάσταση και σε κάθε περίοδο, ούτε λόγος μπορεί να γίνει για συστηματικό, φωτισμένο από σταθερές αρχές και αυστηρά εφαρμοζόμενο σχέδιο δράσης, που μόνο αυτό αξίζει να ονομάζεται τακτική

Αυτά τα λόγια του Λένιν, είναι ένας επαρκής κόλαφος για κάτι μάγους της τακτικής σαν τον Ρινάλντι που σαν πραγματικός μάγος των πανηγύρεων βγάζει από το καπέλο του όποια σημασία των πραγματικών γεγονότων και των πραγματικών καταστάσεων γουστάρει ανάλογα με την ανάγκη της τακτικής που κάθε φορά σκαρφίζεται η μεγαλομανιακή φιλοδοξία του. Αλλά οι αριστεροί της κοινωνικής βάσης θα χρειαστεί να ενσκήψουν σοβαρά στην ανάλυση όχι τόσο της ίδιας της πολιτικής κατάστασης, που είναι πια σχεδόν προφανής, αλλά στο ξεκαθάρισμα της συνείδησης των ανθρώπων της επαναστατικής πλευράς της κοινωνίας από την κόπρο του Αυγείου που έχει συσσωρεύσει ο οπορτουνισμός.

Η δουλειά που περιμένει τους αριστερούς σήμερα

Παρά την αποφασιστική-καταλυτική σημασία της, η κριτική του οπορτουνισμού, δεν έχει από μόνη της το νόημα ενός θετικού πολιτικού έργου. Αντίθετα το νόημα της κριτικής είναι ότι αποτελεί την πρώτη και απαραίτητη προϋπόθεση του θετικού έργου που έχουν μπροστά τους οι αριστεροί της κοινωνικής βάσης. Οι πραγματική δουλειά τους είναι η συνειδητή παρουσία τους και η παρέμβασή τους στις πολιτικές εξελίξεις. Και άλλωστε η αναγκαία προοπτική της συγκρότησης μιας νέας επαναστατικής Αριστεράς δεν μπορεί να νοηθεί παρά μέσα από την πρακτική δράση των αριστερών της κοινωνικής βάσης.

Να από πού θεωρούσε ο Λένιν πως έπρεπε να γίνει η αρχή για την συγκρότηση αυτής της Αριστεράς:

«Κατά τη γνώμη μας, η αφετηρία της δράσης, το πρώτο πρακτικό βήμα για τη δημιουργία της οργάνωσης που θέλουμε, τέλος, το κυριότερο νήμα, που όταν το κρατάμε στα χέρια μας, θα μπορέσουμε ν'  αναπτύσσουμε, να βαθαίνουμε και να πλαταίνουμε σταθερά αυτή την οργάνωση, πρέπει να είναι η ίδρυση μιας πανρωσικής πολιτικής εφημερίδας

Σήμερα η συγκρότηση, το βάθεμα και το πλάτεμα μιας σύγχρονης επαναστατικής πολιτικής οργάνωσης είναι ακόμα πιο απαραίτητο, παρά στην εποχή του Λένιν, η αρχή όμως για την συγκρότηση αυτής της νέας μαχητικής πολιτικής οργάνωσης είναι αδύνατον να γίνει από την ίδρυση μιας πανελλήνιας αριστερής πολιτικής εφημερίδας.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως οι δύο τέτοιες εφημερίδες που υπάρχουν, η "Αυγή" και ο "Ριζοσπάστης", καθώς και άλλες εφημερίδες μικρότερης εμβέλειας, είναι όργανα των οπορτουνιστικών επιτελείων και λειτουργούν σαν κάστρα λογοκρισίας. Δεν είναι δε καθόλου τυχαίο πως ο "Δρόμος της Αριστεράς" που ξεκίνησε στο πλαίσιο του "Μετώπου Αλληλεγγύης και Ανατροπής"  σαν εφημερίδα "από όλη την Αριστερά για όλη την Αριστερά" (μια μπούρδα ήταν και τότε αυτή η υπόσχεση αλλά έδειχνε την στάθμη των απαιτήσεων) κατέληξε να αποτελεί "κόλπο γκρόσο" με το οποίο ο Ρινάλντι, απέκτησε προσωπικό δημοσιογραφικό όργανο το οποίο εξυπηρετεί την αρπακτική του διάθεση στο πλαίσιο της οπορτουνιστικής Αριστεράς και προς το παρόν του ΣΥΡΙΖΑ.

Αλλά και χωρίς το βάρος της οπορτουνιστικής εμπειρίας είναι συζητήσιμο αν στις σημερινές συνθήκες μπορεί μια εφημερίδα να παίξει τον πολιτικό ρόλο και να επιτελέσει το πολιτικό έργο, που σωστά, για την εποχή του, ο Λένιν περίμενε από την εφημερίδα και το περιγράφει με τα παρακάτω λόγια:

«Μας χρειάζεται κατά πρώτο λόγο μια εφημερίδα· χωρίς αυτή είναι αδύνατον να διεξάγεται συστηματική, βασισμένη σε αρχές και ολόπλευρη προπαγάνδα και ζύμωση, πράγμα που αποτελεί μόνιμο και κύριο καθήκον της σοσιαλδημοκρατίας γενικά και ένα εξαιρετικά επιτακτικό καθήκον της σημερινής στιγμής, τώρα που μέσα στα πιο πλατιά στρώματα του πληθυσμού έχει ξυπνήσει το ενδιαφέρον για την πολιτική, για τα ζητήματα του σοσιαλισμού.»

Παρά την σύγχυση που συνοδεύει την κρίση και σίγουρα χάρη στην κρίση, σήμερα όχι μόνο απλά έχει ξυπνήσει αλλά έχει γίνει μόνιμο χαρακτηριστικό το ενδιαφέρον της κοινωνικής βάσης για την πολιτική. Οι εφημερίδες της οπορτουνιστικής Αριστεράς ωστόσο δεν παίζουν κανέναν σπουδαίο ιδεολογικό ρόλο ούτε καν στην διαστρέβλωση της πολιτικής σκέψης που επιδιώκουν. Οι επιτελείς των κεντρικών επιτελείων βασίζουν περισσότερο την πολιτική τους στην σύγχυση που σκορπίζουν οι επιτελείς της περιφέρειας καθώς και οι διάφοροι "εγκεκριμένοι" ή "αυτόκλητοι" αστέρες της μπλογκόσφαιρας, τους οποίους τα κεντρικά όργανα απλά "διευκολύνουν" με την "αίγλη" μιας "κεντρικής" καθημερινής ή βδομαδιάτικής εφημερίδας.

Για τον Λένιν του 1901 η εφημερίδα ήταν ένα μέσο σύνδεσης των αριστερών της εποχής του, ένα μέσο προπαγάνδας και ζύμωσης και τελικά ένα μέσο κριτικής των οπορτουνιστικών ιδεών τις οποίες ίσως τότε ο Λένιν τις θεωρούσε ακόμα επανορθώσιμες. Σήμερα όμως, όπως το "λενινιστικό" συγκεντρωτικό κόμμα έχει καταστεί πεδίο σφαγής της επαναστατικής πολιτικής έτσι και μια συγκεντρωτική εφημερίδα θα γίνει αργά ή γρήγορα ο κριός για την διάλυση της κοινωνικής ενότητας. Σήμερα επομένως το ερώτημα "από πού ν'' αρχίσουμε" αφορά την οργάνωση της σημερινής επαναστατικής πολιτικής όπως και στην αρχή του 20ου αιώνα αλλά το μέσο που θα βοηθήσει αυτή την οργάνωση δεν μπορεί να είναι ένα κεντρικό μέσο όπως τότε.

Είναι σχεδόν προφανές ότι η θεωρητική υποστήριξη μιας σύγχρονης επαναστατικής οργάνωσης δεν μπορεί να περάσει από αλλού παρά από το internet. Η λογική του internet -- όπως άλλωστε για τον Λένιν η λογική του βιομηχανικού εργοστασίου -- θα καθορίσει την δομή αυτής της οργάνωσης. Αλλά και στο internet δεν μπορούμε να προσαρμοστούμε στους τύπους μέσων που παρέχει αυτή την στιγμή το internet. Αντίθετα, όπως φαίνεται από τις δυνατότητες που δίνει το internet και στην ανάπτυξη του οπορτουνισμού, θα πρέπει να αναχθεί και στην μεταχείριση του διαδικτύου η πείρα από τα εμπόδια που βρήκε ο Λένιν στην προσπάθειά του να σχεδιάσει την επαναστατική οργάνωση στις αρχές του 20ου αιώνα.

Ο οπορτουνισμός σαν εμπόδιο

Στον πρόλογο της μπροσούρας "Τι να κάνουμε;" ο Λένιν "ζητάει συγνώμη" από τον "αναγνώστη" γιατί "άργησε να εκπληρώσει" την υπόσχεση που έδωσε σε "εκείνο το άρθρο" ("Από πού ν' αρχίσουμε;"), λέγοντας ότι «μια από τις αιτίες της καθυστέρησης» ήταν η αναμονή της προσπάθειας να «ενωθούν όλες οι σοσιαλδημοκρατικές οργανώσεις του εξωτερικού». Έχει τεράστιο ενδιαφέρον να δει κανείς τις λεπτομέρειες της προσπάθειας και της αποτυχίας, ας δούμε όμως συνοπτικά, πως αναφέρεται ο Λένιν αναφέρεται σ' αυτήν:

«Όπως ξέρει ο αναγνώστης, η προσπάθεια τελείωσε με αποτυχία και, όπως θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε παρακάτω, δεν μπορούσε να τελειώσει διαφορετικά ύστερα από τη νέα στροφή που έκανε το "Ραμπότσεγε Ντιέλο" στο τεύχος 10 προς τον "οικονομισμό". Αποδείχτηκε ότι ήταν απόλυτα αναγκαίο ν' αρχίσουμε αποφασιστικό αγώνα ενάντια σ' αυτή τη συγκεχυμένη και αρκετά ασαφή, μα ωστόσο πολύ επίμονη κατεύθυνση, ικανή να ξαναγεννιέται με διάφορες μορφές. Σύμφωνα μ' όλα αυτά άλλαξε και επεκτάθηκε σε πολύ σημαντικό βαθμό και το αρχικό σχέδιο της μπροσούρας.»

Και αφού εξηγεί την αιτία της καθυστέρησης ο Λένιν συνοψίζει σε τρία ζητήματα το περιεχόμενο της μπροσούρας όπως την είχε "υποσχεθεί" στο "Από πού ν' αρχίσουμε;", για να εξηγήσει σε τί αναγκάστηκε να την αλλάξει και να την επεκτείνει μετά από την αποτυχία της προσπάθειας συνύπαρξης με τον οπορτουνισμό:

«Κύριό της θέμα έπρεπε να είναι τα τρία ζητήματα που είχαν μπει στο άρθρο "Από πού ν' αρχίσουμε;". Και συγκεκριμένα: Το ζήτημα του χαρακτήρα και του βασικού περιεχομένου της πολιτικής μας ζύμωσης, το ζήτημα των οργανωτικών μας καθηκόντων, το ζήτημα του σχεδίου για την ταυτόχρονη και από διάφορες πλευρές συγκρότηση μιας μαχητικής πανρωσικής οργάνωσης.»

Ο Λένιν σ' αυτή την φράση περιγράφει τα τρία χαρακτηριστικά της πολιτικής σκέψης και δράσης που δίνουν νόημα στην συγκρότηση μιας επαναστατικής οργάνωσης. Και καθόλου τυχαία αυτά τα τρία χαρακτηριστικά είναι που έχει γελοιοποιήσει ο σημερινός οπορτουνισμός σε όλες τις εκδοχές του. Τελικά μπροσούρας αποδεικνύει ότι η συγκρότηση μιας επαναστατικής οργάνωσης δεν είναι παρά μια συνεχής πάλη ενάντια στον οπορτουνισμό.

Ολόκληρο το περίφημο έργο του Λένιν με τον πρωτοφανή για την εποχή τίτλο "τι να κάνουμε;" είναι αφιερωμένο στην οργάνωση. Δεν είναι αφιερωμένο όμως, απ' ευθείας, στην κατασκευή ενός "ενιαίου φορέα" που θα "βόλευε" τους μπολσεβίκους για να πάρουν μια θέση στην τσαρική "διακυβέρνηση"! Είναι αφιερωμένο στην κατανόηση της πραγματικής κοινωνικής οργάνωσης μέσα από την οποία προέκυπτε η κατανόηση της επαναστατικής οργάνωσης που τελικά αντιστοιχούσε στην κοινωνική οργάνωση της εποχής. Η μπροσούρα τελειώνει ξεκαθαρίζοντας ότι η απαραίτητη προϋπόθεση γι αυτή την επίπονη διαδικασία κατανόησης της πραγματικής κοινωνίας είναι η συνειδητή βαθειά ρήξη με τον οπορτουνισμό:

«Τώρα κανένας Ρώσος σοσιαλδημοκράτης δεν μπορεί ν' αμφιβάλλει πια ότι η οριστική ρήξη ανάμεσα στην επαναστατική και στην οπορτουνιστική κατεύθυνση έχει προκληθεί όχι από οποιεσδήποτε "οργανωτικές" αιτίες, αλλ' από την επιθυμία των οπορτουνιστών να στεριώσουν την ανεξάρτητη φυσιογνωμία του οπορτουνισμού να και να εξακολουθήσουν να δημιουργούν σύγχυση στα μυαλά των ανθρώπων με τους συλλογισμούς των διαφόρων Κριτσέφσκι και Μαρτίνοφ

Συμπέρασμα:  η συλλογικότητα αρχίζει από τα άτομα

Αυτό το κείμενο το ξεκίνησα με την πρόθεση να καταλάβω από πού "μπορούν" ή "πρέπει" ν' αρχίσουν σήμερα, οι αριστεροί της κοινωνικής βάσης, έστω και σαν μια άτυπη-θεωρητική συλλογικότητα, προκειμένου να αναβαθμιστούν στο οργανωμένο πολιτικό σύνολο  που εκφράζει την επαναστατική πλευρά της κοινωνίας. Η σύγκριση της σημερινής κατάστασης με την κατάσταση της εποχής του Λένιν, τον καιρό που προσπαθούσε να σχεδιάσει την οργάνωση των μπολσεβίκων, με οδήγησε σε ένα ενδιαφέρον συμπέρασμα με το οποίο θα τελειώσω αυτό το κείμενο.

Η οργάνωση που πρόκυψε τότε και η οργάνωση που θα προκύψει σήμερα είχε και έχει σαν αφετηρία αλλά και σαν προϋπόθεση την ρήξη με τον οπορτουνισμό. Ο οπορτουνισμός τόσο τότε όσο και σήμερα είχε και έχει τα ίδια άθλια χαρακτηριστικά που πηγάζουν από την "λιποταξία" των οπορτουνιστών από την επαναστατική πλευρά της κοινωνίας. Υπάρχει όμως μια ουσιώδης διαφορά που είναι πως η επαναστατική πλευρά της κοινωνίας δεν αντιπροσωπεύεται πια στα επιτελεία της σύγχρονης οπορτουνιστικής Αριστεράς.

Αυτό, εκ πρώτης όψεως, είναι μειονέκτημα για την κοινωνία, εφόσον η ζωή των ανθρώπων της κοινωνικής βάσης εξαρτάται στην ουσία από τους εχθρούς της. Στην πραγματικότητα όμως, από την στιγμή που οι επιτελείς του οπορτουνισμού έχουν επικρατήσει πλήρως στον χώρο των εξουσιαστικών επιτελείων είναι αυτοί και οι χειριστές του εξουσιαστικού συστήματος τους οποίους υπηρετούν που έχουν χάσει κάθε έρεισμα στην πραγματική κοινωνία. Μπορεί σήμερα ο κάθε αριστερός της κοινωνικής βάσης να τελεί σε σύγχυση, από την στιγμή που η κοινωνική αντίθεση και η σχετική αντιπαράθεση εκδηλώνεται πια μέσα στον χώρο που ζει, αλλά στην αντιπαράθεση αυτή θα υποχρεωθεί να ξεκαθαρίσει την πολιτική και την πολιτιστική του θέση, ολομόναχος μεν αλλά και απερίσπαστος από κάθε ηθική και υλική υποχρέωση απέναντι στην εξαθλιωμένη Αριστερά των επιτελείων.

Καλά θα κάνουμε, αν θέλουμε να τιμήσουμε την μεγαλοφυΐα του Λένιν να συνεχίσουμε διατυπώνουμε τα ερωτήματα με την ίδια μορφή που τα διατύπωσε αυτός: να λέμε "από πού να αρχίσουμε" και "τί να κάνουμε". Στην πραγματικότητα όμως τα ερωτήματα έχουν πλέον αντιστραφεί. Το ζήτημα για μας είναι πλέον να φανταστούμε από ποιόν θα αρχίσει και τι θα κάνει τον καθένα από εμάς, η επαναστατική οργάνωση που είναι απαραίτητο αλλά και αναπόφευκτο να υπάρξει.

Το ζήτημα για μας δεν είναι πια πώς θα αλλάξουμε τον κόσμο αλλά πως θα πάψουμε να αντιστεκόμαστε στον κόσμο να μας αλλάξει.

 

κείμενο pdf
Δεν υπάρχει !
αναφορές