Πολιτική | ΣΕΛΙΔΕΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ | hits: 1935
Η Εξάρθρωση του "νεοναζισμού" ως αναδιοργάνωση του φασισμού: Μέρος Δεύτερο: Ο Φασισμός
άρθρο του Κωστή Παπαϊωάννου
Κυρ, 22 Δεκ 2013

Το παρόν κείμενο άρχισε να γράφεται με αφορμή την επιχείρηση εξάρθρωσης της Χρυσής Αυγής. Στο πρώτο μέρος του προσπάθησα να εξηγήσω πώς αυτό που εμφανίστηκε σαν εξάρθρωση του "νεοναζισμού" δεν είναι παρά μια προσπάθεια να ξεπλυθεί  ο φασισμός από το έγκλημα κατά της ανθρωπότητας που διαπράχθηκε στην διάρκεια της δεκαετίας 1940-50 και να στοιχειοθετηθεί μια νέα σύγχρονη φασιστική λογική. Στην διάρκεια της διατύπωσης αυτών των γενικών σκέψεων προέκυψε η ανάγκη να διευκρινιστεί η έννοια του φασισμού. Στο παρόν δεύτερο μέρος του κειμένου θα προσπαθήσω να διευκρινίσω, όσο μπορώ καλύτερα, το ιστορικό νόημα του φασισμού και την πολιτική του σημασία, αφήνοντας για ένα τρίτο μέρος το "δια ταύτα", μιας συνοπτική εκτίμηση της ιστορικής σημασίας της σύγκρουσης της δεκαετίας 1940-50 και μια πρόβλεψη της σύγχρονης επαναστατικής πολιτικής που κατά την γνώμη μου δεν μπορεί παρά να αναπτυχθεί μέσα από την καταστροφή στην οποία οδηγεί ο φασισμός.

Ο ορισμός του φασισμού

Κάθε μέρα που περνάει, η ανάπτυξη του φασισμού αποβαίνει θανάσιμος κίνδυνος για την κοινωνία. Παρακολουθούμε ήδη να εξελίσσεται μια νέα παγκόσμια επιχείρηση εκφασισμού της πολιτικής και πολιτιστικής ζωής. Ωστόσο, η φασιστική ιδεολογία, σαν περιεχόμενο της συντηρητικής πλευράς της κοινωνίας αποτελεί ιστορική αναγκαιότητα και επομένως ο φασισμός από ιδεολογική άποψη, καθ' εαυτόν, δεν είναι επικίνδυνός και μάλιστα θα μπορούσε κανείς να πει πως είναι απαραίτητος, με την λογική ότι το κακό είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την ύπαρξη του καλού.

Ο εκφασισμός της κοινωνίας εξ άλλου, είναι η συντηρητική "διέξοδος" από την κρίση των κοινωνικών σχέσεων, είναι δηλαδή η μοναδική η διέξοδος από την κρίση που θα μπορούσε να επινοήσει η συντηρητική σκέψη, δεσμευμένη καθώς είναι στην λογική της συντήρησης του εξουσιαστικού θεσμικού συστήματος. Η λογική που δεν είναι βλαβερή στον βαθμό που η επαναστατική πλευρά της κοινωνίας είναι σε θέση να εξασφαλίζει την δυνατότητα να υπάρχει και να παρεμβαίνει στην πολιτική διαδικασία ο επαναστατικός λόγος.

Η επικράτηση του φασισμού γίνεται δυνατή από την στιγμή και μόνο που στην "Αριστερά" επικρατεί ο οπορτουνισμός και υιοθετείται ή έστω γίνεται ανεκτή από τον κόσμο της Αριστεράς η βασική αρχή του φασισμού που είναι η λογοκρισία, δηλαδή η άμεση ή έμμεση απαγόρευση του επαναστατικού λόγου, πράγμα που καθιστά την κοινωνία ιδιαιτέρως ευάλωτη στην φασιστική λογική.

Τελικά, η καταπολέμηση του φασισμού είναι απαραίτητη για την επιβίωση της κοινωνίας. Ακριβώς όμως επειδή η επιβίωση της κοινωνίας είναι η κοινή βάση κάθε ρεύματος πολιτικής σκέψης, θα πρέπει να θεωρήσουμε πως η καταπολέμηση του φασισμού είναι μια διαδικασία αναγκαία, είναι δηλαδή μια μάχη που δεν μπορεί παρά να δοθεί από την κοινωνία. Μια μάχη που θα δοθεί μόλις η κοινωνία καταστεί ικανή, σε πείσμα και του φασισμού και του οπορτουνισμού, να κατανοήσει την σημασία αυτού του πολιτικού ζεύγους. Σε ό,τι αφορά λοιπόν τον φασισμό, όποιος θέλει να συμβάλει στην σωτηρία της κοινωνίας από την καταστροφή δεν έχει άλλο τρόπο για να το κάνει παρά με την κατανόηση της ιστορικής σημασίας του φασισμού και την μετάδοση αυτής της κατανόησης στον κοινωνικό του περίγυρο.

Ο ορισμός του φασισμού και η κατανόηση της πολιτικής του λειτουργίας δεν είναι εύκολη υπόθεση. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός πως ο πανεπιστημιακός χώρος έχει ουσιαστικά παραιτηθεί από την υποχρέωσή του να ορίσει τον φασισμό. Οι λόγοι της δυσκολίας να οριστεί ο φασισμός είναι τρείς:

1) Ο φασισμός παρότι σαν πολιτική εκφράζει τα παρηκμασμένα στοιχεία της συντηρητικής πλευράς της κοινωνίας στηρίζεται σε μια αξιόλογη φιλοσοφική σκέψη (όπως του Νίτσε), βαθειά επεξεργασμένη, η οποία ενσωματώνει τις παγιωμένες πνευματικές επιτεύξεις των αιώνων του ανθρώπινου πολιτισμού.

2) Ο φασισμός μαζί με τα στοιχεία ενός ακραίου συντηρητισμού, περιέχει στοιχεία ακραίας επαναστατικότητας καθώς, προκειμένου να συντηρηθεί ο εξουσιαστικός χαρακτήρας των κοινωνικών σχέσεων, είναι πρόθυμος να καταστρέψει όλους τους θεσμούς αρχίζοντας από τους δημοκρατικούς.

3) Ο φασισμός έχει σαν βασικό όπλο του, την λογοκρισία, τον έμπρακτο και μέχρις εξόντωσης αποκλεισμό των αντιπάλων του από την δυνατότητα του δημόσιου λόγου, όπλο που σε εποχές κρίσης όπως η σημερινή, πολύ εύκολα γίνεται αποδεκτό από όλους τους ανταγωνιστές του.

Με άλλα λόγια, ο ορισμός του φασισμού είναι αδύνατο να δοθεί από ανθρώπους που δεσμεύουν την πράξη τους και την σκέψη τους μέσα στα όρια του παρόντος εξουσιαστικού πολιτικού συστήματος, ενός  συστήματος που αποβαίνει όλο και πιο λογοκριτικό και άρα όλο και πιο φασιστικό. Είναι εντελώς φυσικό πως οι επιτελείς της κυριαρχημένης από τον οπορτουνισμό Αριστεράς, άνθρωποι που φυτοζωούν πνευματικά στον πολιτικό ή τον ακαδημαϊκό χώρο, δεν μπορούν ούτε καν να καταλάβουν τι σημαίνει φασισμός από την στιγμή που αυτός έχει σαν βασική επιδίωξη το σισύφειο έργο την αποτροπή της ιστορικής προοπτικής της κοινωνίας την οποία και οι ίδιοι έχουν απεμπολήσει.

Βεβαίως η κατανόηση του φασισμού χρειάζεται πολύ περισσότερα από έναν ορισμό. Χρειάζεται την ερμηνεία της θέσης του στην ιστορική δυναμική της κοινωνίας και την περιγραφή της πολιτικής του λειτουργίας. Μπορώ όμως μετά από όσα σημείωσα μέχρι εδώ να διατυπώσω έναν συνοπτικό ορισμό του φασισμού και να προσπαθήσω πιο κάτω να τον αναπτύξω.

Φασισμός είναι η ακραία δικτατορική συντηρητική πολιτική. Η πολιτική που εκδηλώνεται, με διαφορετικές μορφές, σε διαφορετικές τοπικά και χρονικά φάσεις όξυνσης της κρίσης του συστήματος κοινωνικών σχέσεων κατά τις οποίες επίκεινται ή και συμβαίνουν επαναστατικές αλλαγές στο κοινωνικό σύστημα, αλλαγές που απειλούν τον εξουσιαστικό χαρακτήρα του κοινωνικού συστήματος. Ο φασισμός σαν πολιτική ασκείται πάνω σε ολόκληρη την κοινωνία και μέσω αυτής επιδιώκεται η βίαια διευθέτηση των κοινωνικών αντιθέσεων με στόχο την αποτροπή μιας συνολικής επαναστατικής αλλαγής.

Αυτό που παρουσιάζεται στην πολιτική σαν φασισμός δεν γεννιέται βεβαίως μέσα στο πολιτικό πλαίσιο αλλά μέσα στο πλαίσιο της κοινωνικής ζωής, σαν συστατικό της κοινωνικής σκέψης. Με άλλα λόγια, οι ρίζες της φασιστικής πολιτικής βρίσκονται στην διαλεκτική διαδικασία μέσω της οποίας υπάρχει και εξελίσσεται η ζωντανή οντότητα της κοινωνίας.

Οι ρίζες του φασισμού

Η κοινωνία, σαν ζωντανή οντότητα, αναπαράγεται μέσω ενός αέναου κύκλου από την εμπειρία στην σκέψη και από την σκέψη στην πράξη, μέσα από την οποία αποκτώνται νέες εμπειρίες οι οποίες ανάγονται σε νέα σκέψη. Σ' αυτό τον κύκλο, η σκέψη ανεβαίνει μέχρι το ύψος της φιλοσοφικής αφαίρεσης και η εμπειρία καταβαίνει μέχρι το βάθος της ατομικής καθημερινής πρακτικής. Αυτή η απλή διαδικασία επαναλαμβάνεται με μια απείρως χαώδη πολυπλοκότητα, έχει την τάση να απλώνεται σε ολόκληρη την επιφάνεια του πλανήτη και να εμπλέκει όλους τους ανθρώπους του πλανήτη. Έτσι μπορούμε να μιλάμε σήμερα για μια παγκόσμια κοινωνία των ανθρώπων και για έναν οικουμενικό κοινωνικό άνθρωπο.

Μέσα σ' αυτό τον κύκλο της ζωής, ο κοινωνικός άνθρωπος έχει δύο υποστάσεις: στην πρώτη φάση του κύκλου, είναι ο άνθρωπος που μέσα από τις προσωπικές του εμπειρίες συμβάλει στον σχηματισμό της κοινής συνείδησης της κοινωνίας και ταυτόχρονα, στην δεύτερη φάση του κύκλου, είναι ο άνθρωπος που μέσα από την κοινή συνείδηση της κοινωνίας διαμορφώνει την συνείδηση για τον εαυτό του και οδηγείται σε συγκεκριμένες πράξεις.

Στην πραγματική ζωή, ούτε οι δύο φάσεις του κύκλου ξεχωρίζονται μεταξύ τους, ούτε οι δύο υποστάσεις ανθρώπου ξεχωρίζονται μεταξύ τους. Αν θέλουμε όμως να κατανοήσουμε τον τρόπο που λειτουργεί η κοινωνία είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε αυτό τον θεωρητικό διαχωρισμό, επειδή στην πρώτη φάση του κύκλου ο αφηρημένος κοινωνικός άνθρωπος συμβάλλοντας στην διαμόρφωση της κοινής κοινωνικής συνείδησης εκφράζει την επαναστατική τάση της κοινωνίας ενώ στην δεύτερη φάση του κύκλου ο αφηρημένος κοινωνικός άνθρωπος κάνοντας πράξη την διαμορφωμένη κοινή κοινωνική συνείδηση εκφράζει την συντηρητική τάση της κοινωνίας.

Είναι νομίζω φανερή η ανάγκη να βαθύνει η παραπάνω σκέψη και επίσης είναι φανερές οι προεκτάσεις που μπορεί να έχει αυτή η σκέψη που εδώ την επικαλούμαι αξιωματικά προκειμένου να δικαιολογήσω την άποψή μου για τις ρίζες του φασισμού. Μια από αυτές τις προεκτάσεις είναι η θέση πως η επαναστατική και η συντηρητική τάση της κοινωνίας δεν αποτελούν από μόνες τους πολιτικές τάσεις, ούτε και είναι απαραίτητες οι αντίστοιχες πολιτικές τάσεις για να υπάρξουν ως τάσεις της κοινωνίας και να συμμετάσχουν στην συγκρότηση του πραγματικού κοινωνικού συστήματος. Οι πολιτικές τάσεις λειτουργούν στο πλαίσιο ενός ιδιαίτερου κοινωνικού μηχανισμού, σ' αυτόν που ονομάζεται σήμερα -- χωρίς να διευκρινίζεται η σημασία του -- πολιτικό σύστημα. Αναδύεται ωστόσο πάντα, αργά ή γρήγορα μια πολιτική που αντιστοιχεί στην επαναστατική τάση της κοινωνίας χωρίς να είναι απαραιτήτως επαναστατική και το ίδιο συμβαίνει με την πολιτική που αντιστοιχεί στην συντηρητική τάση της κοινωνίας χωρίς να είναι απαραιτήτως συντηρητική.

Ο φασισμός λοιπόν είναι, κατ' αρχήν, μια πολιτική που οπωσδήποτε αντιστοιχεί στην συντηρητική τάση της κοινωνίας αλλά γεννιέται γι αυτόν το ερώτημα αν είναι συντηρητική πολιτική. Στον κύκλο αναπαραγωγής της κοινωνίας που ανέφερα πιο πάνω, πολιτική σκέψη είναι η σκέψη που αναγκαστικά μεσολαβεί ανάμεσα στην εμπειρία και στην θεωρητική σκέψη και ανάμεσα στην θεωρητική σκέψη και στην πράξη. Σύμφωνα με την λογική αυτού του κύκλου επαναστατική είναι η πολιτική σκέψη που μεσολαβεί ανάμεσα στην εμπειρία και στην θεωρητική σκέψη ενώ αντίθετα συντηρητική είναι η πολιτική σκέψη που μεσολαβεί ανάμεσα στην θεωρητική σκέψη και στην πράξη.

Τελικά, και αυτό δεν μπορούμε να το παραβλέπουμε, ο φασισμός σαν πολιτική σκέψη έχει τις ρίζες του στην φιλοσοφική σκέψη της κοινωνίας και στο μέρος της φιλοσοφικής σκέψης που αφορά την συντηρητική πλευρά της κοινωνίας, ότι κι αν σημαίνουν αυτές οι διακρίσεις, για τις οποίες που δεν μπορούσαν να γίνουν στο παρελθόν παρόλο που η σκέψη των ανθρώπων του παρελθόντος έφτανε σε αξιοθαύμαστα ύψη ποιότητας.

Υπάρχει, για παράδειγμα, ένα σύντομο σημείωμα του Νίκου Καζαντζάκη, για μια εφημερίδα του 1927, τον "Ελεύθερο Τύπο", ένα είδος ανταπόκρισης, αν δεν κάνω λάθος, από ένα ταξίδι του στην Ιταλία στο οποίο συνάντησε τον Μουσολίνι και στο οποίο μιλάει για τον φασισμό. Το παραθέτω ολόκληρο γιατί το θεωρώ κλειδί για την κατανόηση της αρχικής αντιμετώπισης του φαινομένου του φασισμού.

Φασισμός

Τι είναι το μεγάλο αυτό σύγχρονο φαινόμενο που ονομάζουμε "φασισμός"; Έχει ιδεολογία δίκη του, απάντηση δική του στα πολύπλοκα πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά προβλήματα της εποχής μας ή είναι μονάχα καθεστώς βίας και επιβολή ολίγων ανθρώπων;

Πως ο φασισμός αντικρίζει τον σοσιαλισμό, τον καπιταλισμό, τη δημοκρατία, τη μοναρχία, τη θρησκεία, την πατρίδα, την ελευθερία του ατόμου;

Και τέλος, είναι όλη τούτη η κίνηση μονάχα Ιταλική; Γέννημα ενός ανθρώπου εξαιρετικού, ή ανταποκρίνεται σε γενικότερες μεταπολεμικές ανάγκες και αξιοί - όπως ο Μπολσεβισμός - να κυριέψει όλη την γης;

Η Μόσχα άνοιξε ένα δρόμο. Δύσκολο, ανηφορικό, αιματηρότατο.

Η Ρώμη, τώρα, ανοίγει έναν άλλο αντίθετο. Ανάμεσα στους δύο τούτους δρόμους στέκεται με τρόμο η ανθρωπότητα.

Στις κρίσιμες εποχές - όπως η εποχή που ζούμε - η αγωνία του ανθρώπου είναι οδυνηρότατη. Μια μεγάλη ελπίδα και ένας μεγάλος φόβος ταράζει σήμερα όλο τον κόσμο. Περνά τα γεωγραφικά σύνορα αδερφώνει, είτε το ξέρει είτε μη, όλους τους λαούς. Ένας λαός σήμερα δεν μπορεί να χαθεί ή να σωθεί μοναχός του. Η καταστροφή του ενός ή η σωτηρία είναι συνάμα καταστροφή ή σωτηρία του άλλου.

Όλοι είμαστε ένα.

Γι' αυτό είναι απαραίτητο και συμφέρει, να μελετήσομε με σεβασμό κι αμεροληψία τις δύο ανώτατες σημερινές προσπάθειες του ανθρώπου να σωθεί:

Τον μπολσεβισμό και τον φασισμό.

* * *

Ο Καζαντζάκης, σε όλα τα έργα του, μιλάει, ακόμα και για τις πιο πεζές πράξεις των ανθρώπων, σε ένα ποιητικό φιλοσοφικό επίπεδο. Το ίδιο κάνει και στο κείμενο για τον φασισμό. Αναφέρεται στην μπολσεβίκικη και στην φασιστική πολιτική σαν τις δύο προσπάθειες του ανθρώπου να σωθεί. Θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν μπορούσε το 1927, να κάνει ο Καζαντζάκης την θεωρητική διάκριση ανάμεσα στην συντηρητική πλευρά της κοινωνίας και στην επαναστατική της πλευρά; Νομίζω ότι με την συντηρητική του σκέψη, καθόλου χαμηλού επιπέδου ωστόσο, ούτε αυτή την διάκριση μπορούσε να κάνει ούτε την διάκριση ανάμεσα στην θεωρητική και στην πολιτική σκέψη για τον φασισμό ούτε αντίστοιχα για τον μπολσεβισμό. Παρατηρούμε ότι προσπερνάει την βία και την επιβολή που συνδέεται με την πολιτική, και των δύο, και μιλάει και για τα δύο πολιτικά ρεύματα ανάγοντάς τα στο επίπεδο της φιλοσοφίας. Σε μια εποχή που η κρίση όδευε προς το κραχ του 1929, η αδυναμία του Καζαντζάκη που άλλωστε εκφράζεται με τον ηρωικό μηδενισμό του δικαιολογείται.

Και άλλωστε εν όψει της απύθμενης σημερινής σύγχυσης αμφιβάλω αν είναι σωστό να μιλάμε για σύγχυση σ' εκείνη την εποχή και επιτέλους οι αναφορές του Καζαντζάκη στην οικουμενικότητα, στην σύνδεση της μοίρας των λαών (αναφορές που έχουν πνιγεί στο "εδώ και τώρα" της σημερινής κοινωνίας) είναι αξιοθαύμαστες.

Η σκέψη του Καζαντζάκη μας δείχνει τα όρια της συντηρητικής σκέψης εκείνης της εποχής, δείχνει όμως και την εξαιρετική χρησιμότητα της συντηρητικής σκέψης μέσα στα όριά της. Η αναδρομή στα συμφραζόμενα εκείνης της εποχής από τους ανθρώπους του πνεύματος που είχαν αναγνωρίσει την κρισιμότητά της, μας δίνει σήμερα την ευκαιρία να κάνουμε αναδρομικά την διάκριση ανάμεσα στην επαναστατική πλευρά και την συντηρητική πλευρά της εκείνης της κοινωνίας, διάκριση που δεν ήταν ώριμοι να την κάνουν οι άνθρωποι που αποτέλεσαν την κοινωνία εκείνης της εποχής.

Σύμφωνα με την λογική που εκτίθεται εδώ, οι ρίζες της φασιστικής ιδεολογίας ανάγονται στην συντηρητική πλευρά της φιλοσοφίας (βεβαίως το τί μπορεί να σημαίνει πλευρές της φιλοσοφίας, επαναστατική και συντηρητική φιλοσοφία, είναι ένα άλλο μεγάλο ζήτημα) και αυτό πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπ' όψη. Αλλιώς δεν είναι δυνατόν να γίνει η διάκριση ανάμεσα στην φασιστική ιδεολογία και στην φασιστική πολιτική και χωρίς αυτήν την διάκριση δεν μπορεί να γίνει κατανοητή η δυνατότητα της φασιστικής πολιτικής να αποβαίνει τόσο καταστροφική. Εν κατακλείδι χωρίς αυτές τις διακρίσεις δεν είναι δυνατόν να αναπτυχθεί μια πολιτική αντιμετώπισης της καταστροφική φασιστικής πολιτικής.

Ο φασισμός σαν πολιτική

Θα μπορούσαμε να παραφράσουμε την εννοιολογική προσέγγιση του ιμπεριαλισμού από τον Λένιν, βάζοντας -- όχι και τόσο αυθαίρετα -- τον φασισμό στην θέση του ιμπεριαλισμού, και να πούμε πως ο φασισμός είναι το ανώτατο στάδιο ανάπτυξης του συντηρητισμού και συγχρόνως είναι συντηρητισμός που σαπίζει.

Την βαθύτερη θεωρητική ανάλυση του ζητήματος της ενότητας, της συνέχειας και της διπλότητας των κοινωνικών πραγμάτων και επομένως και του φασισμού, θα την αφήσω για "το τέλος της εξουσίας". Σύμφωνα όμως με ό,τι σημείωσα πιο πάνω ο φασισμός, από την άποψη της ιστορικής συνέχειας, θα μπορούσε να οριστεί σαν συνέχεια της αστικής επαναστατικής πολιτικής. Ο φασισμός δηλαδή διατηρεί μεν ως πολιτική τον επαναστατικό του χαρακτήρα και άρα την τάση να ευνοεί και να επιδιώκει σημαντικές επιμέρους ριζικές αλλαγές στο κοινωνικό σύστημα, αποτυγχάνει όμως να συνδέσει την επιδίωξη των επιμέρους επαναστατικών αλλαγών μεταξύ τους και να αναπτύξει μια ολοκληρωμένη επαναστατική πολιτική. Με βάση αυτή την αδυναμία, η φασιστική πολιτική σκέψη αδυνατεί να περάσει στο επόμενο στάδιο επαναστατικής κοινωνικής λειτουργίας και ο φασισμός μεταπίπτει σε έναν τεχνικά αναπτυγμένο αλλά απελπισμένο, αβάσιμο και επομένως σάπιο συντηρητισμό.

Τελικά μπορούμε να πούμε πως αν το 1920 ο Λένιν είχε δίκιο στην άποψη πως ο αριστερισμός ήταν η παιδική αρρώστια του κομμουνισμού, δηλαδή η παιδική αρρώστια της επαναστατικής κομμουνιστικής πολιτικής σκέψης, τότε και εμείς θα έχουμε δίκιο να θεωρούμε σήμερα πως ο φασισμός είναι η γεροντική αρρώστια της συντηρητικής αστικής πολιτικής σκέψης. Και αν προσφύγουμε σε μια σύγχρονη λογική διαλεκτικής κοινωνικής ενότητας μπορούμε να πούμε πως αν ο αριστερισμός ήταν η παιδική αρρώστια της κομμουνιστικής κοινωνίας που γεννιέται, τότε ο φασισμός είναι η γεροντική αρρώστια της αστικής κοινωνίας που πεθαίνει.

Οι ιδέες του Λένιν για τον καπιταλισμό που σαπίζει με την μορφή του ιμπεριαλισμού, οι ιδέες του για την περιγραφή της εποχής μας σαν εποχής του ιμπεριαλισμού και της προλεταριακής επανάστασης και τέλος οι ιδέες του για το "σκαλοπατάκι" που χωρίζει την αστική κοινωνία από την κομμουνιστική κοινωνία έχουν γίνει αντικείμενο πολλών σοβαρών και μη σοβαρών συζητήσεων. Ωστόσο όπως κι αν περιέγραψε ο Λένιν αυτή την φάση της ιστορικής διαδικασίας, ακόμα κι αν την περιέγραψε λαθεμένα, η διαδικασία υπάρχει και επομένως υπάρχει το ερώτημα: μέχρι πότε εκτείνεται αυτή η φάση; μέχρι πότε μπορεί να σαπίζει ο καπιταλισμός (ή να του συμβαίνει ό,τι άλλο του συμβαίνει τέλος πάντων) χωρίς να πεθάνει; Και αν ισχύει αυτό το ερώτημα, τότε δεν μπορεί παρά να ισχύει και το αντίστοιχο ερώτημα στο επίπεδο της πολιτικής: Μέχρι πότε μπορεί να σαπίζει (ως φασισμός) η αστική πολιτική σκέψη χωρίς να πεθαίνει;

Κατά την γνώμη μου, ο τερματικός σταθμός για το αστικό κοινωνικό σύστημα, για την φιλοσοφία του, για τον πολιτισμό του, για την πολιτική του, ήταν η δεκαετία του 1940. Βεβαίως αυτή είναι μεγάλη κουβέντα αλλά πιστεύω πως μετά το 1950, ουσιαστικά, τίποτα αστικό δεν υπάρχει στο πραγματικό κοινωνικό σύστημα. Η συνέχεια του καπιταλισμού δεν είναι καπιταλισμός ή συνέχεια του ιμπεριαλισμού δεν είναι ιμπεριαλισμός η συνέχεια του ρομαντισμού δεν είναι ρομαντισμός και, για να έρθω σ' αυτό που συζητάω εδώ, η συνέχεια του φασισμού δεν είναι φασισμός, με το σχήμα που τον εννοούμε πριν από την σύγκρουση της δεκαετίας 1940-50. Κατά την άποψή μου, μετά την σύγκρουση της δεκαετίας 1940-50, ο φασισμός δεν επιδιώκει την άλωση του κράτους αλλά στρέφεται εναντίον του όπως άλλωστε έκανε και ο μετά την σύγκρουση επαναστατικός κομμουνισμός όπως εκδηλώθηκε (ατελώς ίσως αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα) με την πολιτιστική επανάσταση.

Στον παραπάνω ισχυρισμό θα επανέλθω στο τρίτο μέρος αυτού του κειμένου όπου θα εξετάσω την συνέχεια του φασισμού μετά την σύγκρουση και μέχρι σήμερα, πράγμα που το θεωρώ απαραίτητο για αναπτυχθεί η πολιτική λογική με την οποία μπορεί να αντιμετωπιστεί ο σημερινός φασισμός. Οι σκέψεις που θα ακολουθήσουν αφορούν τον φασισμό σαν πολιτική, την φασιστική πολιτική, από την στιγμή που ιδρύθηκε ένας φορέας φασιστικής πολιτικής, το 1918 στην Ιταλία, μέχρι την καταδίκη της φασιστικής πολιτικής στην δίκη της Νυρεμβέργης, το 1946. Πριν και μετά από αυτή την περίοδο, μπορούμε και πρέπει να μιλάμε για φασισμό με την έννοια πως το φαινόμενο είναι το ίδιο, έχοντας όμως συνείδηση των καθοριστικών διαφορών που υπάρχουν στην πολιτική εκδήλωση του φασιστικού φαινομένου πριν και μετά από το διάστημα αυτών των περίπου τριάντα χρόνων. Κι άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε πως μέσα στα ίδια τριάντα χρόνια ολοκληρώθηκε και το φαινόμενο του επαναστατικού φαινομένου που εκδηλώθηκε πολιτικά σαν δικτατορία του προλεταριάτου.

Ο φασισμός σαν αστικός ριζοσπαστισμός

Από τότε που ο Καζαντζάκης μιλούσε για τον φασισμό, στο σημείωμα του 1927 που παρέθεσα, μέχρι την αρχή της δεκαετίας του 1940, τα πράγματα εξελίχτηκαν όπως εξελίχθηκαν και ο φασισμός στην πολιτική,  αντί για προσπάθεια του ανθρώπου να σωθεί έγινε σχεδόν μια απόπειρα του ανθρώπου να χαθεί. Ο φασισμός έγινε η αιτία για μια δεύτερη παγκόσμια αλληλοσφαγή και συντρίφτηκε όταν συγκρούστηκε με τον μπολσεβισμό, αφού κόστισε ποτάμια αίματος και βουνά καταστροφών. Ωστόσο αυτή η φρικτά συγκλονιστική αλλαγή δεν έγινε μέσα στην γυάλα μιας χώρας όπως π.χ. η Γερμανία που υποτίθεται πως είχε ταπεινωθεί από την ήττα του Α' Παγκ. Πολέμου. Υπάρχει μια βαθύτερη αιτία της καταστροφής που πρέπει να αναζητηθεί στο όλο κοινωνικό σύστημα και στην ιστορική του δυναμική. Μια αιτία που ανάγεται σε παράγοντες που ευνόησαν την ανάπτυξη του φασισμού, παράγοντες που ενεργοποιήθηκαν σε συνθήκες πολιτικής αδυναμίας της κοινωνίας να αναγνωρίσει τις τεράστιες δυνάμεις που οδηγούσαν στην καταστροφή και να τις στρέψει σε μια δημιουργική κατεύθυνση.

Το σίγουρο είναι πως στην δεκαετία του 1940 σαν αντικείμενο της πολιτικής σύγκρουσης παρουσιαζόταν το ερώτημα αν είναι ο φασιστικός δρόμος ή ο κομμουνιστικός δρόμος που οδηγεί στην τάξη και την αρμονία της κοινωνίας του μέλλοντος, σε μια κατάσταση ειρηνική και δημιουργική που όλος ο κόσμος την ήθελε αλλά και την θεωρούσε εφικτή. Οι άνθρωποι που εξέφραζαν είτε την κομμουνιστική είτε την φασιστική πλευρά, μιλούσαν για την παγκοσμιότητα του δρόμου που πρόκριναν και συνέπιπταν στην αντίληψη πως το τέρμα του δρόμου ήταν η "ευτυχία" των ανθρώπων της κοινωνίας.

Αποδείχτηκε όμως πως η διαφορά που έκανε καταστροφική την αντιπαράθεση ήταν ποιοι θεωρούνταν άνθρωποι κατά την φασιστική πολιτική και ποιοι θεωρούνταν άνθρωποι κατά την κομμουνιστική πολιτική. Αν δηλαδή άνθρωποι είναι μόνο αυτοί που περιλαμβάνονται στην φασιστική κατασκευή της "κοινωνίας των πολιτών" ή αν κοινωνία δεν μπορεί να νοείται τίποτα άλλο από την "κοινωνία των ανθρώπων". Στην κοινωνική πραγματικότητα της μεσοπολεμικής εποχής οι δύο αντίθετες θεωρίες συνθέτονταν με διαλεκτικό τρόπο στην κοινωνική συνείδηση και σχηματιζόταν έτσι ένα συγκεχυμένο όνειρο (ακριβώς σαν όνειρο) για το κοινωνικό μέλλον. Αν οι διαφορετικές απόψεις, για το ποιος είναι άνθρωπος και ποιος όχι, οδηγούνταν σε μια αδιαμεσολάβητη σύγκρουση ανάμεσα στην επαναστατική και στην συντηρητική πλευρά της κοινωνίας, τα πράγματα ίσως και να αγρίευαν λίγο αλλά αργά η γρήγορα το όνειρο θα διευκρινιζόταν και η σύγκρουση θα κατέληγε στην πραγματοποίησή του.

Ωστόσο για την εποχή που μιλάμε οι δύο φιλοσοφικές απόψεις για την κοινωνική προοπτική δεν ήταν δυνατόν να συγκρουστούν αδιαμεσολάβητα. Η ρήση του Λένιν πως χωρίς επαναστατικό κόμμα δεν γίνεται επανάσταση ίσχυε και για τις δύο πλευρές της κοινωνίας. Οι δύο πλευρές της κοινωνίας, συγκροτούσαν, ακριβώς μέσα από την αναπόφευκτη πολιτική τους σύγκρουση, τον μηχανισμό της επαναστατικής αλλαγής. Ο μηχανισμός όμως αυτός δεν ήταν παρά η συγκρότηση, σε κάθε επιμέρους κοινωνία ανάλογα με την φυσιογνωμία της, δύο αντίθετων πολιτικών αποσπασμάτων που καθοδήγησαν τις δύο πλευρές της κοινωνίας στην σύγκρουση.

Ο φασισμός ως φιλοσοφία, δεν μεταφράστηκε σε όλες τις κοινωνίες του κόσμου σε πολιτική ιδεολογία με τον ίδιο τρόπο, ούτε η πολιτική ιδεολογία εφαρμόστηκε με τον ίδιο τρόπο σε πολιτικό λόγο και πολιτική πράξη, στο πολιτικό σύστημα που αντιπροσώπευε την κάθε κοινωνία. Μέσα στην δυναμική της σύγκρουσης στις διάφορες εκδοχές της στην παγκόσμια κοινωνία του μεσοπολέμου το αρτιότερα κόμμα φασιστικού τύπου είναι το Ναζιστικό (στην Γερμανία (από όπου, ας μην ξεχνάμε, αναμενόταν η επαναστατική αλλαγή) και το αρτιότερο κόμμα κομμουνιστικού τύπου είναι το Μπολσεβίκικο στην Ρωσία. Και επίσης οι κοινωνικές οργανώσεις (οι δικτατορίες) τις οποίες συγκρότησαν αυτά τα κόμματα είναι οι αρτιότερες για το είδος της η καθεμία. Αυτά είναι άλλωστε και τα μόνα κόμματα που είχαν τα ίδια μια αξιόλογη ανταπόκριση στις απαιτήσεις της κρίσης και έδωσαν μια πραγματική απάντηση στα ερωτήματα που αυτή έθετε. Έξω από αυτά τα πρότυπα κόμματος και κράτους, μετά από μια πλήρη δεκαετία όξυνσης της κρίσης του κοινωνικού συστήματος (1929-1939) και στις παραμονές της φανερά επερχόμενης παγκόσμιας σύγκρουσης επικρατεί το χάος, τόσο ως προς την πολιτική όσο και ως προς την πολιτειακή οργάνωση της κοινωνίας, ένα χάος ωστόσο που "περιστρέφεται" γύρω από αυτά τα δύο παραδείγματα.

Ο φασισμός από την φιλοσοφία στην πολιτική

Μερικές σκέψεις για την εξέλιξη της Σοβιετικής Δημοκρατίας ή της Προλεταριακής δικτατορίας που μπορούν να γίνουν θα τις αφήσω για το τρίτο μέρος αυτού του κειμένου. Θα προσπαθήσω εδώ, να δώσω μια απάντηση στο επείγον ερώτημα που είναι: Πώς η φιλοσοφική κοσμοθεωρία, που δεν έχουμε τίποτα να της κατηγορήσουμε, μεταφράστηκε στην φασιστική ιδεολογία και εφαρμόστηκε στην φασιστική πολιτική, που την είδαμε στην δεκαετία του 1940 και την βλέπουμε και σήμερα να επιδιώκει, σχεδόν συνειδητά και ηθελημένα, την πλήρη καταστροφή της κοινωνίας;

Μήπως θα πρέπει να κατηγορήσουμε τον φιλόσοφο Νίτσε σαν υπεύθυνο για τον φασίστα πολιτικό Χίτλερ; Ασφαλώς όχι. Υπάρχει ένα απόφθεγμα του Νίτσε που δείχνει την απέχθειά του προς τους πολιτικούς γενικά και τον θέτει υπεράνω πάσης υποψίας: «Πολιτικός» λέει «είναι κάποιος που διαιρεί τους ανθρώπους σε δυο τάξεις: σε υποχείρια και σε εχθρούς». Ο Χίτλερ στην συγκεκριμένη πολιτική έκφραση του φασισμού που ήταν ο Ναζισμός, ξεκίνησε να αποκαταστήσει την αρμονία στον κόσμο βάζοντας μια "Νέα Τάξη" στο εξουσιαστικό σύστημα. Στο τέλος δεν έκανε τίποτα άλλο παρά ακριβώς αυτό που λέει ο Νίτσε, ξεχώρισε τους ανθρώπους σε "υποχείρια" (ας πάρουμε για παράδειγμα τους έλληνες "συνεργάτες" στην κατοχή) και σε "εχθρούς". Αλλά δεν έμεινε καν εκεί, γιατί στην αστική σκέψη ο "εχθρός" είναι επίσης ένας "άνθρωπος" που έχει "δικαίωμα" λόγου ακόμα και όταν είναι στυγνός εγκληματίας. Ο Χίτλερ στην αρχή θεωρούσε τους εχθρούς (και μάλιστα τους Αρίους εχθρούς) σαν "ανθρώπους" αργότερα όμως έγινε "αντιρατσιστής" και θεώρησε πως όλοι οι λαοί έχουν "δικαίωμα" στην απαγόρευση του λόγου και στην εξόντωση.

Στο απόφθεγμα του Νίτσε που ανέφερα ο πολιτικός ξεχωρίζει από τον "άνθρωπο" αφού πολιτικός είναι αυτός που (μπορεί να) "διακρίνει" τους "ανθρώπους". Ο πολιτικός λοιπόν στην φιλοσοφική σκέψη του Νίτσε είναι κάτι άλλο από τον (από βιολογική άποψη) "άνθρωπο". Και πάλι σύμφωνα με ένα δεύτερο απόφθεγμα του Νίτσε «Ο άνθρωπος είναι σαν ένα σκοινί τεντωμένο μεταξύ κτήνους και υπερανθρώπου - ένα σκοινί πάνω από την άβυσσο». Μια "μετάφραση" αυτού του αποφθέγματος θα ήταν: ο πνευματικός αγώνας του "βιολογικού ανθρώπου" είναι μια εσωτερική διελκυστίνδα ανάμεσα στην υπόσταση του "κτήνους", δηλαδή του ζώου που "κατέχεται" (κτήνος από το ρήμα κτώμαι), και στην υπόσταση του υπερανθρώπου δηλαδή του ανθρώπου που ξεπερνάει πνευματικά την ανθρώπινη βιολογική του υπόσταση.

Ο Χίτλερ λοιπόν, ο άνθρωπος που "πραγματοποίησε" τον Ναζισμό, την πιο γνήσια εκδοχή του φασιστικού πολιτικού φαινομένου (ή την πιο γνήσια εκδοχή της φασιστικής αρρώστιας του συντηρητισμού) δεν έκανε τίποτα άλλο από το να αντιληφθεί και να βιώσει με τον πιο διεστραμμένο τρόπο την πιο υψηλή αντίληψη για την πνευματική υπόσταση του ανθρώπου: την αντίληψη γι αυτό που ονομάζεται "βολονταρισμός". Την εσωτερική τάση του ανθρώπου να επιδιώκει πράγματα που υπάρχουν πέρα από τα λογικά μελλοντικά ενδεχόμενα και  βρίσκονται πάνω από τις λογικά διαθέσιμες δυνάμεις του. Σαν πολιτική ιδεολογία, λοιπόν ο φασισμός είναι μια ριζοσπαστική ιδεολογία, είναι μια ιδεολογία που απέρριπτε τις αξίες του αστικού του παρόντος, προκειμένου να κρατήσει τις διαχρονικές αξίες της αστικής κοινωνίας, την πνευματική ηγεμονία του κοινωνικού ανθρώπου πάνω στην κοινωνία των ανθρώπων.

Στην γραμμή του Νίτσε, ο Νίκος Καζαντζάκης λέει κάπου: «αγωνιζόμαστε για τα άφθαστα, και γι αυτό ο άνθρωπος έπαψε να είναι ζώο» και επίσης, κάπου αλλού, σε μια κατ' ευθείαν παράφραση του "τεντωμένου σχοινιού" του Νίτσε, λέει: «πυραμίδα ο άνθρωπος. Στη βάση του το κτήνος, στην κορφή ο Θεός. Χρέος μας η ανηφόρα». Από την άλλη μεριά ανηφόρα είναι "να λες εγώ θα σώσω τον κόσμο": σ' αυτό συνοψίζεται η "παραίνεση" του Νίκου Καζαντζάκη προς τον "βιολογικό άνθρωπο", παραίνεση που επαναλαμβάνεται σε όλα του τα έργα. Δεν θέλω να μιλήσω εδώ για τον τρόπο που εκφράζεται ο βολονταρισμός στον Μαρξ και στους διανοούμενους που ακολούθησαν την δική του γραμμή. Στην σημερινή χαμοζωή που έχουμε καταντήσει οι άνθρωποι της αριστεράς, αυτό είναι ένα τεράστιο πολιτικό πρόβλημα. Θα πω μόνο πως το θέμα υπάρχει και θα επιστρέψω στην προσπάθεια να εξηγήσω την φασιστική διαστρέβλωση της συντηρητικής φιλοσοφίας.

Ο φασιστικός "εαυτός" σαν "υπεράνθρωπος" και ο "άλλος" ως κτήνος

Το κλειδί για την ερμηνεία του διαστρεβλωτικού μετασχηματισμού της φιλοσοφικής σκέψης στην πολιτική της εφαρμογή είναι ο χειρισμός σε πολιτικό επίπεδο της φιλοσοφικής έννοιας του "υπερανθρώπου". Χειρισμός που δεν γίνεται μόνο από τους θιασώτες του φασισμού αλλά, με διαφορετικό τρόπο, και από αυτούς του κομμουνισμού. Βεβαίως στην πραγματική κοινωνία ο "υπεράνθρωπος" δεν υπάρχει. Στην κοινωνία όμως των συμβολικών ανθρώπων όπως τους περιγράφουν τα διάφορα φιλοσοφικά ρεύματα ο "υπεράνθρωπος" είναι ένας απολύτως νόμιμος τύπος ανθρώπου. Δεν είναι μόνο νόμιμος, είναι και απαραίτητος, γιατί στο αμάλγαμα πρότυπων ανθρώπων που έτσι κι αλλιώς είναι ο άνθρωπος, ο συμβολικός "υπεράνθρωπος" είναι το συστατικό που οδηγεί τον άνθρωπο, και μάλιστα τον άνθρωπο ως πολιτική οντότητα, στην επαναστατική πολιτική, εκτός αν τον οδηγήσει στην φασιστική πολιτική. Κάτω από ποιούς όρους θα γίνει το ένα ή το άλλο, αυτό είναι ένα άλλο σοβαρό ζήτημα αλλά πάντως θα πρέπει να ξαναπώ πως το πρότυπο του "υπερανθρώπου", μέχρι την δεκαετία του 1940 υπάρχει με διαφορετική μορφή τόσο στην φασιστική όσο και στην μπολσεβίκικη πολιτιστική και πολιτική ιδιοσυγκρασία (σοβαρό παράδειγμα ο Μαγιακόφσκι).

Είπα ήδη πως το κλειδί για την κατανόηση  της διαδικασίας μέσω της οποίας διαστρεβλώνεται η φιλοσοφία -- κυρίως η Νιτσεϊκή -- κατά την εφαρμογή της στην πολιτική από τον φασιστικό συντηρητισμό, είναι ο χειρισμός της έννοιας του "υπερανθρώπου". Πρέπει τώρα να πω πως το πεδίο επί του οποίου συμβαίνει η διαστρέβλωση είναι η αντίληψη, στην διάρκεια της κοινωνικής αλλαγής για τον "άλλο".

Είπα από την αρχή, στον ορισμό του φασισμού, πως αυτός αναπτύσσεται στις φάσεις της κρίσης, δηλαδή στις φάσεις της ιστορίας όπου η αναγκαιότητα για την ριζική αλλαγή του κοινωνικού συστήματος γίνεται πιεστική. Στις συνθήκες της κρίσης οι αντιθέσεις κάθε είδους οξύνονται πράγμα που με την διαλεκτική λογική είναι απολύτως λογικό, αφού είναι δεδομένο πως στην βάση όλων των κοινωνικών αντιθέσεων είναι η εγγενής, εσωτερική, κοινωνική αντίθεση ανάμεσα στην τάση για επαναστατική αλλαγή και στην τάση για την διατήρηση των υπαρχόντων κοινωνικών σχημάτων.

Το πώς εκφράζεται στην προσωπική δράση των ανθρώπων η θεμελιώδης κοινωνική αντίθεση ανάμεσα στο συντηρητισμό και στην επαναστατικότητα είναι ένα ιδιαιτέρως πολύπλοκο ζήτημα. Σε κάθε περίπτωση όμως συγκροτείται με βάση αυτή την αντίθεση ένα δίπολο από δύο ανθρώπους που αντιπαρατίθενται, εκ των οποίων ο καθένας έχει μια ορισμένη αντίληψη-συνείδηση για τον "εαυτό" και μια ορισμένη αντίληψη-συνείδηση για τον "άλλο". Από την θεωρητική θέση, ωστόσο, ενός "εξωτερικού παρατηρητή", το θεμελιώδες τυπικό δίπολο συγκροτείται από έναν τυπικό εκπρόσωπο της συντηρητικής πλευράς της κοινωνίας και από τον αντίστοιχο εκπρόσωπο της επαναστατικής πλευράς της κοινωνίας.

Αν αυτό το θεμελιώδες τυπικό δίπολο λειτουργούσε με έναν ιδανικά διαλεκτικό τρόπο, τότε η αντίθεση που συγκροτεί το δίπολο θα λυνόταν με την επαναστατική αλλαγή τόσο (α) του αντικειμένου της αντίθεσης όσο και (β) του κοινωνικού δίπολου, αλλά επίσης και (γ) με την επαναστατική αλλαγή της κάθε μιας από τις δύο πλευρές της αντίθεσης. Στην θέση τότε του αρχικού δίπολου θα αναδυόταν ένα άλλο δίπολο που δεν θα είχε καμιά ορατή ομοιότητα με το προηγούμενό του αλλά θα εξέφραζε επίσης την αντίθεση ανάμεσα στον συντηρητισμό και στην επαναστατικότητα της κοινωνίας με βάση ένα νέο αντικείμενο αντίθεσης. Σε μια τέτοια ιδανική λειτουργία της αντίθεσης, ο φασισμός δεν θα υπήρχε και επίσης δεν θα υπήρχε ο οπορτουνισμός.

Ο φασισμός σαν ιστορική αναγκαιότητα

Η παρουσία τόσο του φασισμού όσο και του οπορτουνισμού στην διαδικασία της διαλεκτικής αντίθεσης μεταξύ συντηρητισμού και επαναστατικότητας όχι μόνο είναι αναπόφευκτη αλλά γίνεται μια όλο και πιο ισχυρή, αν και δευτερεύουσα, αναγκαιότητα όσο η αναγκαιότητα της επαναστατικής αλλαγής γίνεται πιο επιτακτική. Ο λόγος αυτής της επιμέρους ιστορικής αναγκαιότητας είναι η διαλεκτική ενότητα των αντιθέτων πλευρών που συγκροτούν την κοινωνία. Για να το πω απλά, ο φασισμός είναι η συνέπεια της ατελούς επίδρασης της επαναστατικής πλευράς της κοινωνίας πάνω στην συντηρητική πλευρά, και ο οπορτουνισμός είναι το αποτέλεσμα της ατελούς επίδρασης της συντηρητικής πλευράς πάνω στην επαναστατική πλευρά. Κι από την άλλη μεριά ο λόγος της ατελούς επίδρασης της επαναστατικής πλευράς πάνω στην συντηρητική πλευρά της κοινωνίας, είναι η παρουσία στην επαναστατική πλευρά της κοινωνίας του οπορτουνισμού.

Δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες και σε παραδείγματα για την τεκμηρίωση των ισχυρισμών μου. Νομίζω πως ο καθένας μας μπορεί να βρει πολλά εμπειρικά επιχειρήματα υπέρ αυτών των θεωρητικών ισχυρισμών, τόσο στην προπολεμική ιστορία όσο και στην μεταπολεμική, καθώς και στις μέρες μας. Θέλω να τελειώσω αυτό το δεύτερο μέρος αυτού του κειμένου με μια αναφορά στην κοινωνική ουσία της γεροντικής ασθένειας του συντηρητισμού, που είναι ο φασισμός.

Όπως είπα ήδη, η "ψευδαίσθηση" παντοδυναμίας (ή μάλλον μια αίσθηση που απλώς είναι ψευδής με τα ισχύοντα κριτήρια της αλήθειας) η επένδυση του "εαυτού" κάθε πλευράς με τον μανδύα του "υπερανθρώπου", η επιδίωξη του ανέφικτου, είναι γενικά μια κατάσταση, αναμενόμενη, αναγκαία και επιθυμητή. Ειδικά σε εποχές επαναστατικής αλλαγής, όπου ολόκληρο το μέλλον, με την απελευθέρωση του ανθρώπου και την προοπτική μιας κοινωνίας απαλλαγμένης από το άγος και τον ζουρλομανδύα της εξουσίας, μοιάζει απολύτως ανέφικτη. Τέτοια εποχή ήταν αυτή που οδήγησε στην κρίση του 1929 και τελικά στην σύγκρουση της Δεκαετίας του 1940. Οι τεράστιες αλλαγές στο πραγματικό σύστημα, οι τεράστιες δυνατότητες της τεχνολογίας, από την μια μεριά πίεζαν για σημαντικές αλλαγές στο θεσμικό σύστημα, και από την άλλη μεριά δημιουργούσαν μια αίσθηση παντοδυναμίας τόσο στην επαναστατική πλευρά της κοινωνίας όσο και στην συντηρητική πλευρά της κοινωνίας. Η παντοδυναμία της πρώτης εμπνεόταν από το απτό παράδειγμα μιας πραγματοποιημένης επανάστασης και η παντοδυναμία της δεύτερης από την φαντασία πως με τα τεχνικά μέσα που αναπτύσσονταν μια νέα εξουσιαστική τάξη, θα μπορούσε να λύσει τα οικονομικά προβλήματα της κοινωνίας.

Η κρίση του 1929 ήταν αποτέλεσμα της συσσώρευσης στο παραγωγικό σύστημα ενός πλήθους κοινωνικών αντιθέσεων, πολιτικών και πολιτιστικών, που δεν είχαν διευθετηθεί στην επιμέρους υπόστασή τους και είχαν συσσωματωθεί σε μια γενική ανειρήνευτη αντίφαση. Με άλλα λόγια, το πραγματικό κοινωνικό σύστημα δεν μπορούσε πια να λειτουργήσει κάτω από το παρωχημένο θεσμικό σύστημα. Το θεσμικό σύστημα συνέχιζε να υπάρχει μόνο σαν ένα είδος άχρηστου, κατά τα άλλα, "ιερού κιβωτίου" που διαφύλαττε τον εξουσιαστικό χαρακτήρα των κοινωνικών σχέσεων. Μπροστά στην προοπτική της καταστροφής, η κοινωνία, δεν θα μπορούσε παρά να οδηγηθεί από τις εσωτερικές της δυνάμεις σε μια από τις δύο λύσεις: (α) στην συντηρητική λύση: να διατηρηθεί το εξουσιαστικό σύστημα μέσω μιας άτεγκτης επιβολής κανόνων στις κάθε είδους κοινωνικές σχέσεις ή (β) στην επαναστατική λύση: να αλλάξει το εξουσιαστικό σύστημα μέσα από μια προσωρινή πολιτική δικτατορία της κοινωνικής βάσης πάνω στα εξουσιαστικά επιτελεία, μια δικτατορία που θα επέτρεπε να λειτουργήσουν οι αντιθέσεις, χωρίς να διαλύεται η κοινωνία.

Αυτό είναι, κατά την άποψή μου, το σχήμα με το οποίο οι κοινωνίες όλου του κόσμου βρέθηκαν μπροστά στην κοσμογονική αλλαγή, που επιβαλλόταν από την κρίση, στις παραμονές τις δεκαετίας του 1940. Καθώς θα εξελίσσεται η σημερινή φάση της κρίσης, θα χρειαστεί να επανέλθουν οι άνθρωποι της κοινωνικής βάσης και ειδικά οι αριστεροί, πολλές φορές στο σχήμα της προηγούμενης φάσης το οποίο πουθενά δεν παρουσιάστηκε ατόφιο και καθαρό και ως εκ τούτου η κρίση του 1929 και η σύγκρουση στην οποία οδήγησε έχουν στο σύνολό τους παρερμηνευθεί. Η βασική αιτία της παρερμηνείας είναι η αδυναμία της κοινωνίας, που παρατείνεται μέχρι σήμερα, να αντιληφθεί την σχέση ανάμεσα στον υποκειμενικό παράγοντα και στον υλικό παράγοντα και κατά συνέπεια την συμμετοχή αυτών των φαινομενικά ανεξάρτητων παραγόντων στην έκβαση της κρίσης. Οι λύσεις για παράδειγμα, για τις οποίες μίλησα πιο πάνω, σε καμιά περίπτωση δεν ήταν αποτέλεσμα της "έμπνευσης" των προσώπων που πρωταγωνίστησαν στην πολιτική σκηνή της εποχής (ούτε του Χίτλερ ούτε του Στάλιν) αλλά μάλλον οι "εμπνεύσεις" ήταν αποτέλεσμα των υλικών παραγόντων, και μάλιστα ήταν σε τόσο μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα, ώστε οι "εμπνεύσεις" να φαίνονται ακριβώς σαν οι υλικοί παράγοντες που καθόρισαν τα γεγονότα.

Τελικά, όποιος θέλει να σκεφτεί σοβαρά πάνω στα ιστορικά γεγονότα της τελευταίας παγκόσμιας κοινωνικής σύγκρουσης, θα πρέπει να εξετάσει τον τρόπο με τον οποίο αναπτύχθηκαν, τις εκδοχές με τις οποίες εμφανίστηκαν και τους όρους με τους οποίους συγκρούστηκαν οι δύο λύσεις για την αποτροπή της καταστροφής. Η εξέταση της επαναστατικής λύσης είναι η πιο σημαντική γιατί η ανάπτυξη της επαναστατικής τάσης της κοινωνίας καθορίζει και τον ρόλο που θα παίξουν οι συντηρητικές δυνάμεις. Προτεραιότητα ωστόσο έχει η εξέταση της συντηρητικής λύσης γιατί και σήμερα όπως και στις παραμονές της δεκαετίας του 1940 η φασιστική λύση είναι πολύ πιο εύκολο να κατακτήσει την κοινωνική αποδοχή και να επιταχύνει την πορεία προς την καταστροφή. Θα κλείσω επομένως το παρόν δεύτερο μέρος του κειμένου για τον φασισμό με την συνοπτική περιγραφή του μηχανισμού αυτής της λύσης.

Ο φασισμός στην πολιτική ιστορία

Στο επίπεδο της φιλοσοφίας οι αντίθετες απόψεις δεν είναι ποτέ εχθρικές μεταξύ τους: αντίθετα συμπληρώνουν και διδάσκουν η μια την άλλη. Όταν όμως οι φιλοσοφικές αντιλήψεις κατεβούν στο επίπεδο της πολιτικής, όπου οι οπαδοί των φιλοσοφικών ιδεών θα πρέπει να υπερασπιστούν την κοινωνική τους θέση, την θέση τους δηλαδή στο εξουσιαστικό σύστημα και τελικά την θέση τους στο εξουσιαστικό σύστημα που απειλείται από τους οπαδούς της αντίθετης άποψης που και αυτοί επιδιώκουν -- και μάλιστα συνήθως όχι με τον καλύτερο τρόπο αφού η επαναστατική άποψη είναι πάντα πρωτόλεια -- μια θέση στον ήλιο, τότε οι απόψεις έρχονται σε σύγκρουση.

Στην φιλοσοφία ο "άλλος" είναι συνομιλητής του "εαυτού". Στην πολιτική όμως ο "άλλος" όχι μόνο εχθρός του "εαυτού" αλλά και ο "εαυτός" δεν έχει άλλο τρόπο να προσδιοριστεί παρά σαν ο εχθρός του "άλλου". Η φάση της ιστορίας του φασισμού, σαν πολιτικό κίνημα, για την οποία μιλάω εδώ είναι αυτή που άρχισε στα 1918 σαν αντίπαλο στον μπολσεβικισμό πολιτικό κίνημα και τελείωσε στα 1946 με την δίκη της Νυρεμβέργης.

Σ' αυτή την περίοδο οι επιτελείς των φασιστικών κομμάτων προσπάθησαν να εξαλείψουν με την βία τις αντιφάσεις του αστικού συστήματος. Εν όψει της επαναστατικής αλλαγής που μετά από το 1917 είναι σαφές ότι στρέφεται ενάντια στον καπιταλισμό, η φασιστική πολιτική ξεκίνησε σαν μια "εναλλακτική" προσπάθεια να κατασταλεί ο παρασιτισμός της κεφαλαιοκρατίας, ο οποίος επιτάχυνε την διάβρωση και τελικά την διάλυση του κοινωνικού συστήματος. Προσπάθησαν δηλαδή οι επιτελείς του φασισμού να ισχυροποιήσουν την συντηρητική πλευρά της κοινωνίας, καταπολεμώντας την πλουτοκρατία και την διαφθορά της παρηκμασμένης αστικής τάξης, ώστε αυτή να γίνει ικανή να αποτρέψει την κοινωνική αλλαγή. Όταν όμως, όπως ήταν αναμενόμενο, η προσπάθεια αυτή επέτυχε, λόγω του ανταγωνισμού που αναπτυσσόταν ανάμεσα στους καπιταλίστες και μεταφερόταν στα επιτελεία της συντηρητικής και της τελικά και στα επιτελεία της φασιστικής πολιτικής, τότε η φασιστική πολιτική ηγεσία αναγκάστηκε να στραφεί πρώτα ενάντια στις συντηρητικές εξουσίες των υπολοίπων κοινωνιών και τελικά να κατασταλάξει, όπως ήταν φυσικό, σε μια άγρια και απελπισμένη επίθεση ενάντια στις δυνάμεις που επεδίωκαν την κοινωνική αλλαγή.

Η φασιστική επίθεση της συντηρητικής πλευράς της κοινωνίας, ενάντια στις επαναστατικές πολιτικές δυνάμεις, είτε στο εσωτερικό των κοινωνιών, όπως έγινε στην ελληνική κοινωνία, με την Μεταξική δικτατορία, στην ιταλική με την δικτατορία του Μουσολίνι και στην Ισπανία με την δικτατορία του Φράνκο, είτε από την άλλη μεριά σε διακρατικό επίπεδο, όπως έγινε με την Σοβιετική Ένωση, ήταν από την αρχή, μια ομολογία της απελπισίας που διακατείχε την συντηρητική πολιτική σχετικά με την δυνατότητα να συντηρηθεί το αστικό εξουσιαστικό σύστημα. Η απελπισία αυτή που υπήρχε στο υποσυνείδητο των επιτελών των φασιστικών κομμάτων, από την αρχή της ίδρυσής τους, συνδυασμένη με τις αυταπάτες που γεννούσαν οι πραγματικά αξιοθαύμαστες τεχνολογικές δυνατότητες, τους έσπρωχνε σε μια παράνοια παντοδυναμίας και τελικά σε μια παράνοια γενοκτονικών "τελικών λύσεων".

Ωστόσο παρά τα περιφρονητικά συμφραζόμενα της φασιστικής πολιτικής απέναντι στους ανθρώπους που δεν δέχονταν να γίνουν υποχείρια του φασισμού, παρά την επιθετική στάση των φασιστικών δυνάμεων προς όλους αδιακρίτως, παρά την τάση για καταδυνάστευση των κοινωνιών στις χώρες που κατακτούσαν, δεν αποδεικνυόταν ακόμα πως ο φασισμός σημαίνει τον κλινικό θάνατο του αστικού εξουσιαστικού κοινωνικού συστήματος. Η δυνατότητα του φασισμού να επιτίθεται, έδινε ακόμα στους επιτελείς του την ελπίδα της επιβίωσης του συστήματος και ως εκ τούτου ακόμα και η πολεμική αντιπαράθεση έδειχνε πως ο φασισμός μπορούσε ακόμα να θεωρεί τους εχθρούς του ανθρώπους, πράγμα που με άλλα λόγια σήμαινε πως οι επιτελείς του φασισμού θεωρούσαν ακόμα το εξουσιαστικό σύστημα ζωντανό.

Οι ερμηνείες του φασισμού

Ο θάνατος του συστήματος εξουσίας ομολογήθηκε πλήρως από την στιγμή που οι δυνάμεις του φασισμού στράφηκαν στην εξόντωση των ανθρώπων που είχαν καταφέρει να νικήσουν μέχρι τότε στο πεδίο της μάχης.

Έχουν γίνει και γίνονται ακόμα πολλές προσπάθειες να ερμηνευτεί ο φασισμός (και μάλιστα όχι ο φασισμός αλλά μόνο η εκδοχή του σαν ναζισμός) με διάφορους τρόπους και με διάφορες κυρίως ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις. Κατά την γνώμη μου ο μοναδικός τρόπος να ερμηνευτεί ο φασισμός είναι μέσα στο πλαίσιο της πολιτικής ιστορίας, μέσα δηλαδή από την ιστορία των εξουσιαστικών θεσμικών σχέσεων. Ωστόσο μόλις σήμερα η κοινωνική συνείδηση είναι ικανή να συλλάβει την πραγματική σημασία του φασισμού ως κοινωνική πολιτική ασθένεια και την εμφάνισή του ως ιστορική αναγκαιότητα. Μόνο σήμερα έξη δεκαετίες μετά από το τέλος της προηγούμενης σύγκρουσης ο εξουσιαστικός χαρακτήρας του κοινωνικού συστήματος είναι δυνατόν να κατανοηθεί ως παρωχημένος και παθογόνος.

Μέχρι την δεκαετία του 1940 το πραγματικό κοινωνικό σύστημα δεν μπορούσε παρά να έχει εξουσιαστικό χαρακτήρα. Βεβαίως, από το 1917 το παράδειγμα της ρώσικης κοινωνίας, μιας κοινωνίας που πάλευε να απαλλαγεί από τις σχέσεις εξουσίας (αν το κατάφερε και σε ποιόν βαθμό ή καθόλου αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα) χάραξε οριστικά και αμετάκλητα την προοπτική της κοινωνίας, την πορεία της προς ένα κοινωνικό σύστημα χωρίς εξουσία. Επιπλέον ακόμα και μέσα από την επίδραση του παραδείγματος, ακόμα και αν το θεσμικό σύστημα απέμεινε αναλλοίωτο, στο πραγματικό σύστημα οι εξουσιαστικές σχέσεις εξοβελίστηκαν. Ωστόσο το εξουσιαστικό σύστημα μέχρι και την δεκαετία του 1940 ήταν ακόμα ιστορικά αναγκαίο στο συμβολικό επίπεδο. Το εξουσιαστικό σύστημα υπήρχε τους τελευταίους περίπου σαράντα αιώνες και η οποιαδήποτε κοινωνική αλλαγή που θα μπορούσε να γίνει, δεν θα μπορούσε να γίνει παρά μέσα στο πλαίσιο του εξουσιαστικού θεσμικού συστήματος.

Μέχρι την σύγκρουση της δεκαετίας του 1940, στην κλίμακα της παγκόσμιας κοινωνίας το πραγματικό κοινωνικό σύστημα δεν ήταν δυνατό να υπάρξει χωρίς σχέσεις εξουσίας: Για να μιλήσω με όρους κυβερνητικής, παρ' όλο που ένα πείραμα οικουμενικής σημασίας για την καταπολέμηση της εξουσίας, διεξαγόταν στην Σοβιετική Ένωση, στην παγκόσμια κλίμακα δεν μπορούσε ακόμα να υπάρξει διακυβέρνηση χωρίς εξουσιαστικούς ρόλους. Από οικονομική άποψη, παρότι η κρίση του 1929 ήταν μια τυπική κρίση υπερπαραγωγής, ωστόσο η υλικοτεχνική ανάπτυξη της κοινωνίας δεν επέτρεπε ακόμα την διανομή της παραγωγής χωρίς την διαμεσολάβηση των εξουσιαστικών θεσμικών μηχανισμών.

Η σύγκρουση της δεκαετίας του 1940, ήταν στην πραγματικότητα μια σύγκρουση για τον παραμερισμό ή όχι των εμποδίων που έθετε το εξουσιαστικό θεσμικό σύστημα στην ανάπτυξη του πραγματικού κοινωνικού συστήματος. Η ανάγκη ζωτικού χώρου για παράδειγμα που επικαλούνταν ο Χίτλερ για την παγκόσμια εξάπλωση της Γερμανίας δεν εμποδιζόταν παρά από την διεθνή (ας το πούμε έτσι) θεσμική κατανομή της παγκόσμιας ιδιοκτησίας. Και πρέπει να επισημάνω εδώ πως η έκβαση αυτής της σύγκρουσης ήταν να παραμεριστούν τα εμπόδια που έθετε το εξουσιαστικό θεσμικό σύστημα στο πραγματικό κοινωνικό σύστημα αλλά χωρίς να παραμεριστεί το ίδιο το εξουσιαστικό θεσμικό σύστημα. Με άλλα λόγια, ενώ οι πραγματικές σχέσεις των ανθρώπων απελευθερώνονται από τα δεσμά των θεσμών, οι θεσμικές σχέσεις των ανθρώπων αποκτούν την σημασία των πραγματικών σχέσεων.

Ο φασισμός για τον οποίο μιλάω εδώ τελείωσε με την δίκη της Νυρεμβέργης. Μια δίκη οικουμενικής ιδεολογικής, πολιτικής και πολιτιστικής σκοπιμότητας που υπήρξε το τέρμα μιας ιστορικής φάσης της ανθρωπότητας και η αφετηρία της φάσης που τελειώνει σήμερα για την οποία θα προσπαθήσω να μιλήσω στο τρίτο μέρος αυτού του κειμένου.

Θα κλείσω αυτό το μέρος επανερχόμενος στο ζήτημα που αποτελεί την βάση του θεσμικού συστήματος: στο ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στον "εαυτό" και στον "άλλο". Στην φιλοσοφία της αστικής κοινωνίας ο "υπεράνθρωπος" και το "κτήνος" είναι συμβολικές μορφές που ανήκουν τόσο στον "εαυτό" όσο και στον "άλλο".  Με άλλα λόγια ο κάθε άνθρωπος της αστικής κοινωνίας θεωρεί πως αγωνίζεται να απαλλάξει τον "εαυτό" του από το "κτήνος" και να φτάσει στο ύψος του "υπερανθρώπου" και θεωρεί πως και ο "άλλος" αγωνίζεται στον ίδιο αγώνα. Αν υπάρχει, για τον κάθε άνθρωπο, η ανάγκη μιας μάχης ανάμεσα στον "εαυτό" του και στον "άλλο" που έχει μέσα του, είναι μια μάχη για το ποιος διεξάγει καλύτερα αυτόν τον αγώνα.

Η αρρώστια του φασισμού είναι η διαστροφή του συντηρητικού "εαυτού" που συνίσταται στο να θεωρεί τον "εαυτό" δεδομένο σαν "υπεράνθρωπο" και τον "άλλο" δεδομένο σαν "κτήνος" (δηλαδή σαν ένα ζώο που μόνο σαν ιδιοκτησία του μπορεί να υπάρχει) και στο να θεωρεί πως είναι στην διάκρισή του να τον τρέφει εφόσον τον εξυπηρετεί, εφ' όσον παράγει τα πνευματικά και υλικά αγαθά που ο ίδιος καθορίζει, ή να τον εξοντώνει στην αντίθετη περίπτωση. Η φασιστική επιδημία του που χτύπησε τον συντηρητισμό στην ιστορική φάσης που τέλειωσε με την δίκη της Νυρεμβέργης ήταν ο φασισμός των "εκλεκτών" της κάθε κοινωνίας, οι οποίοι για να επικρατήσουν αναγκάστηκαν να στηριχθούν σε ότι παρηκμασμένο είχε η ανθρώπινη κοινωνία εκείνης της εποχής. Ο επιθανάτιος ρόγχος αυτού του άρρωστου φασισμού άρχισε το έτος 1943, μετά από την μάχη του Στάλινγκραντ αλλά μέχρι να πεθάνει αυτός ο άρρωστος φασισμός η αρρώστια του είχε μεταδοθεί υπό την μορφή του οπορτουνισμού σε ολόκληρη την κοινωνία και σήμερα εμφανίζεται και πάλι σαν μια νέα επιδημία.

Στο τρίτο μέρος αυτού του κειμένου θα πρέπει να εξετάσω κατά πόσο η μετάδοση της αρρώστιας του πεθαμένου φασισμού στην κοινωνία της επόμενης φάσης έδρασε σαν επιδημία και κατά πόσο έδρασε σαν παγκόσμιος παιδικός εμβολιασμός.