Η παγκόσμια ρήξη της δεκαετίας του '40 αποτελεί την αφετηρία και θα έλεγα την νηπιακή στιγμή, από άποψη συνείδησης, της κοινωνικής περιόδου που διανύουμε μέχρι σήμερα. Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, παρά το γεγονός ότι δεν κατέληξε σε μια ποιοτικά διαφορετική κοινωνική συγκρότηση από την προπολεμική, αποτελεί πράγματι μια πολλαπλή και πολύπλοκη ρήξη με το παρελθόν. Οι Εμφύλιες Συγκρούσεις που ακολούθησαν, αν και δεν πήραν σε όλες τις χώρες του κόσμου πολεμική μορφή, διαμόρφωσαν μια διαφορετική τάξη και επομένως μια διακριτή περίοδο στην ιστορία της ανθρωπότητας. Σήμερα η ανθρωπότητα διανύει το τελευταίο στάδιο αυτής της περιόδου.
Οι διαφορετικές πολιτικές σκέψεις, οι διαφορετικές κοινωνικές αντιλήψεις και τελικά οι διαφορετικές αντιλήψεις για την εξουσία, που εμφανίζονται ως εμπνεύσεις διαφόρων, σοβαρών και μη, διανοουμένων διαμορφώθηκαν μέσα από τρεις μεγάλες ρήξεις στην πολιτική ζωή. Αυτές οι ρήξεις οδήγησαν από την σαφή διάκριση ανάμεσα σε άρχουσα τάξη και σε καταπιεζόμενες τάξεις -- όπως αυτή διαμορφώθηκε στην Οκτωβριανή Επανάσταση και διατηρήθηκε μέχρι την έκρηξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου -- στην σημερινή αμηχανία για το ποιος ασκεί και ποιος υφίσταται την εξουσία. Οι ρήξεις αυτές είναι ρήξεις με το παρελθόν και παρότι αφορούν ολόκληρο το κοινωνικό σώμα και εκφράζονται σε ολόκληρη την πολιτική σκηνή, για λόγους που θα εκθέσω σε άλλη ευκαιρία εγγράφονται και διαβάζονται κυρίως στις μεταπτώσεις της λεγόμενης Αριστεράς.
Η πρώτη ρήξη συμβαίνει στην δεκαετία του '60, οπότε στο όνομα της καταπολέμησης του σταλινισμού εγκαταλείπεται οριστικά η λενινιστική σκέψη -- και κατά συνέπεια η προοπτική -- της επαναστατικής ανατροπής της αστικής εξουσίας και του περάσματος στον κομμουνισμό μέσω μιας προλεταριακής εξουσίας με την μορφή μιας προλεταριακής δικτατορίας. Στην θέση της λενινιστικής πολιτικής ιδέας, αναδεικνύονται δύο ρεύματα πολιτικής σκέψης: Από την μία μεριά, ένα ρεύμα οπορτουνιστικής πολιτικής, σε διάφορες "αριστερές" και "δεξιές" εκδοχές που ενσωματώθηκαν στον λεγόμενο μεταμοντερνισμό, με αφετηρία την αναταραχή του Μάη του '68. Από την άλλη μεριά ένα ρεύμα επαναστατικής πολιτικής, επίσης σε διάφορες "αριστερές" και "δεξιές" εκδοχές που ενσωματώθηκαν στο λεγόμενο μαρξιστικό - λενινιστικό κίνημα του οποίου αφετηρία ήταν η Πολιτιστική Επανάσταση και η λεγόμενη σκέψη του Μάο Τσε-τουνγκ. Κοινός παρονομαστής αυτών των δύο ρευμάτων, και εξάλλου το πεδίο των εσωτερικών και των μεταξύ τους συγκρούσεων, ήταν η κριτική στον Λενινισμό και η προσπάθεια να νοηθεί και να εκφραστεί με νέους πολιτικούς όρους η κινητοποίηση των μαζών, η διαφορετική, με άλλα λόγια, και οπωσδήποτε ευρύτερη εμπλοκή της κοινωνικής βάσης στην εξουσία.
Η δεύτερη ρήξη συμβαίνει στην δεκαετία του '80, όταν η ιδέα της επαναστατικής αλλαγής εγκαταλείπεται, όχι μόνο σαν πραγματική κοινωνική προοπτική αλλά και σαν όραμα, σαν ενοποιητικό σύμβολο των καθημερινών κοινωνικών αλλαγών. Με άλλα λόγια, ενώ το αντικείμενο της προηγούμενης ρήξης ήταν η εγκατάλειψη της Λενινιστικής αντίληψης για την επανάσταση και η αναζήτηση άλλων δρόμων για την κοινωνική αλλαγή, στην ρήξη της δεκαετίας του '80 απορρίπτεται η ίδια η ιδέα της επανάστασης και επομένως η ιδέα μιας διαφορετικής κοινωνίας που θα προκύψει μέσα από την πραγματοποίηση καθημερινών βελτιώσεων της κοινωνικής οργάνωσης. Αντίθετα οι μορφές κοινωνικής οργάνωσης που είχαν προκύψει μέσα από τις επαναστατικές απόπειρες στην διάρκεια του πρώτου μισού του 20 ου αιώνα, και κυρίως από την επανάσταση του 1917, δηλαδή το κόμμα νέου τύπου που περιέγραψε ο Λένιν και το προλεταριακό κράτος που αναπτύχθηκε στην Σοβιετική Ένωση, μεταφέρονται στην δύση μετασκευάζονται και χρησιμοποιούνται για την αποτελεσματικότερη άσκηση της αστικής εξουσίας.
Η ελληνική εκδοχή αυτής της μεταφοράς και μετασκευής είναι χαρακτηριστική και πρωτοπόρα. Το ΠΑΣΟΚ που την πραγματοποίησε, αποτελεί ουσιαστικά ρήξη με τον οπορτουνισμό της σοσιαλδημοκρατίας, στην οποία τυπικά ανήκει, κατά το γεγονός ότι δεν αστικοποιήθηκε το ίδιο ως κόμμα εγκαταλείποντας την ιδέα της προλεταριακής δικτατορίας αλλά ξαναγύρισε σε μια αστικοποιημένη μορφή προλεταριακής δικτατορίας. Σε κάθε περίπτωση η διάκριση μεταξύ οπορτουνιστικής και επαναστατικής πολιτικής, στην διάρκεια αυτής της ρήξης, χάνει παγκοσμίως την σημασία της. Τα κόμματα χάνουν την σύνδεσή τους με συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες και μετατρέπονται σε ομάδες γραφειοκρατών που ανταγωνίζονται για την εφαρμογή των ιδιαιτέρων μεθόδων τους στην άσκηση και συντήρηση της εξουσίας. Τελικά, αν και στο πλαίσιο της δεύτερης ρήξης δεν έχει απορριφθεί ακόμα η έννοια της συγκεντρωτικής άσκησης της εξουσίας, η εμπλοκή της κοινωνικής βάσης σ' αυτήν είναι ακόμα μεγαλύτερη.
Η τρίτη ρήξη συμβαίνει στην δεκαετία που διατρέχουμε. Η ρήξη αυτή δεν έχει ακόμα τελειώσει και είναι επομένως αδύνατο να συζητηθεί με ρητό λόγο η ουσιαστική σημασία της όσο αυτή βρίσκεται σε εξέλιξη. Όσοι θα μπορούσαν να συμμετάσχουν σε μια τέτοια συζήτηση, δεν μπορούν να φανταστούν μια άλλη έκβαση της τρέχουσας ρήξης, από αυτήν που τους υπαγορεύει η προοπτική τους, δεν μπορούν επομένως να κατανοήσουν και επομένως να επιτρέψουν την έκφραση μιας άλλης έκβασής αυτής της ρήξης από την έκβαση για την οποία μάχονται. Αυτό που μένει είναι ο λόγος της βίας και της ταυτόσημης με αυτόν λογοκρισίας που ανθίζει σήμερα, σε μια τέτοια πολυπλοκότητα που θυμίζει, ανεστραμμένη βεβαίως την γνωστή ρήση του Μάο Τσε-τουνγκ. Θα μπορούσαμε να πούμε αφήστε χίλιες τσουκνίδες να δυναμώσουν, αφήστε εκατό σχολές λογοκρισίας να ανταγωνιστούν. Ο ιστορικός χαρακτήρας της δεκαετίας που διατρέχουμε θα διαμορφωθεί τελικά στα χρόνια που έρχονται. Και από την στιγμή που θα διαμορφωθεί θα χάσει το ενδιαφέρον του, καθώς κανείς δεν θα μπορεί να έχει αντίθετη προοπτική από αυτήν που θα έχει επικρατήσει μέσα από την ρήξη.
Η κατεύθυνση ωστόσο αυτής της ρήξης είναι ορατή στον βαθμό που άλλωστε είναι συνέχεια των προηγουμένων. Είναι φανερό ότι η τρίτη αυτή ρήξη συνίσταται στην συνολική εγκατάλειψη της κεντρικής άσκησης της εξουσίας. Εγκαταλείπεται ουσιαστικά ακόμα και η ιδέα μιας εξουσίας που θα ασκείται από ένα εξαιρετικά διευρυμένο και συμμετοχικό κέντρο, όπως αυτό που ονομάζεται "κοινωνία των πολιτών". Παρακολουθούμε ήδη, παρά τις συνεχείς αποτυχίες των διαφόρων πειραμάτων -- με κορυφαίο πείραμα και κορυφαία αποτυχία την λεγόμενη αντιτρομοκρατική εκστρατεία -- την μεταφορά ολόκληρου του μηχανισμού άσκησης της εξουσίας στην κοινωνική βάση. Η ορατή συνέπεια αυτής της ρήξης είναι η οριστική εγκατάλειψη των κομμάτων ως ανταγωνιζόμενων γραφειοκρατικών μηχανισμών και η μετατροπή του όλου κομματικού συστήματος σε ένα ακόμα τμήμα της πολιτικής αγοράς μέσα στο οποίο ενεργοποιούνται τα άτομα που αποβλέπουν σε μια καριέρα, σε έναν, νέας μορφής, γενικό κυβερνητικό μηχανισμό, σε μιά, νέας μορφής, παγκοσμιοποιημένη κοινωνία.