Αρχιτεκτονική | ΣΕΛΙΔΕΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ | hits: 2263
Η Απειλή, το Ξένο κι η Αρχιτεκτονική
άρθρο
του Γιώργου Κουτούπη
Σάβ, 24 Μαϊ 2008

Ο φόβος έγινε της μόδας, κι είναι "τρέντυ". Ξέραμε από παλιά την τακτική, ότι αν κάτι δεν γίνεται πια να κρυφτεί, δεν έχει παρά να εξωτερικευτεί . Η εκκοινώνηση του (αρνητικού) συναισθήματος έχει διαπιστωμένα μια δράση καταπραϋντική. Όταν, όμως, ξεπεραστεί κάποιο κρίσιμο σημείο, κι ο φόβος γίνει πανικός, τότε η θεραπεία που μένει είν' ένας εξορκισμός. Τα σημερινά μέσα εξορκισμού (κάποιου κακού) είναι τεχνολογικής γενιάς, αλλ' αυτό δεν τα εμποδίζει ν' αναλάβουν αυτή την υπερ-φυσική αποστολή. Ίσα-ίσα, που, όπως φανερώνεται, αυτή είναι η μεταφυσική τους, η σημασία κι ο ρόλος τους μετά τη φυσική τους.

imageΤι θέλουν να μας πουν, για παράδειγμα, τα χαριτωμένα -- για προσωπική χρήση -- gadgets και paraphernalia απομάκρυνσης του φόβου, μ' αποκορύφωμα τα τελευταία συστήματα (αυτο)εντοπισμού; (Τι να 'χει άραγε χαθεί; Εκτός των άλλων, σίγουρα η δυνατότητα της απεριόριστης πλοήγησης με την ελπίδα κάποιου ...χασίματος.) Στην ίδια τεχνολογική γενιά: φύλακες κατοικίδιοι, συναγερμοί, κάμερες, ιδιωτικοί ανελκυστήρες. Καλωδιώσεις, μπράβοι, "πόρτες", "μάτια", θωρακίσεις. Υπηρεσίες ασφαλείας. Πεζοδρομήσεις. (Η παλιά περίφραξη του χώρου είναι πια γραφικότητα, αν όχι κακό γούστο -- ένας αναχρονισμός, όπως οι παλιές "γιορτές κρασιού" μπροστά στην πληθώρα των σημερινών "πολιτιστικών εκδηλώσεων"...)

Αλλά το ζήτημα δεν είναι "αισθητικό", μόνο. Ούτε και περιορίζεται στην πρακτική του πλευρά, στην αποτελεσματικότητα κάποιων μέτρων ασφαλείας. Αν και η αισθητικοποίηση των τελευταίων συμβαδίζει με τη φυσιογνωμία της απειλής που διαπιστώνουν, με το επίπεδό της και το μέγεθός της. Με την ίδια λογική, η προ-βιομηχανική περιτείχιση της πόλης μοιάζει συμπαθητική -- και ξεπερασμένη -- μπροστά στην μοντέρνα πόλη, που ήταν "ανοιχτή" σαν να εξέλειπε η απειλή. Γρήγορα αποδείχτηκε, ότι η απειλή είχε περάσει στην ίδια τη βιομηχανική οργάνωση των κοινωνιών, των οποίων οι πληθυσμοί δεν ήταν πια άμαχοι, και των οποίων τα καταφύγια πλέον ήταν κι αυτά αναπόφευκτα βιομηχανικής κοπής -- υπόγεια (κι υπέργεια) απ' οπλισμένο σκυρόδεμα. Η άλλη πλευρά, πιο σωστά: το συμπλήρωμα, της ακτινοβόλου πόλης και της διαφάνειάς της, η αφανής της πλευρά ήταν "τυφλή" εξαιτίας των νέων κινδύνων από την έκρηξη, τα χημικά αέρια, τη ραδιενέργεια αργότερα.

Ίσως, μάλιστα, η αυξημένη προσοχή τελευταία για τη μεταφυσική του μπούνκερ, όπως παλιότερα το ενδιαφέρον για την αισθητική της φρουριακής αρχιτεκτονικής, να μην είναι παρά ενατενίσεις του "πολεμικού τόνου των αρχών κάθε αρχιτεκτονικής" (Μιχελής). Ίσως ν' αποτελούν, επίσης, έμμεσες προσεγγίσεις για το ίδιο ερώτημα, που σήμερα τίθεται κάπως διαφορετικά: γιατί ο φόβος δεν κρύβεται πια; Κι επιπλέον, η αισθητικοποίησή του επιδεικνύει κι έναν κάποιον κυνισμό, που επιβάλλεται να εκτεθεί. Τουτέστιν, η νέα απειλή είναι παντελώς απροσπέλαστη, αν όχι άγνωστη.

Τον τελευταίο καιρό, μια σειρά κειμένων σχετικών με την αρχιτεκτονική ασχολείται με κάτι που 'χε ξεχαστεί -- σαν να μην υπήρχε, σαν να 'χε εξαλειφτεί. Με το συναίσθημα του φόβου! Ο φόβος στη σχέση του ατόμου με το κτισμένο περιβάλλον του ξεπροβάλλει σ' όλες τις κλίμακες του κατοικείν -- κτιριολογική, πολεοδομική, χωροταξική, ώς και παγκόσμια. Ν' αρχίσω, ενδεικτικά, από τον Φατούρο και να σταματήσω στον Virilio (*). Πώς, δηλαδή, απ' τα "όρια του χώρου" περάσαμε στη σημασία της διερεύνησης των "ορίων του φόβου", καθώς ο φόβος αποκαλύπτεται ως "υπόβαθρο του κατοικείν" (Φατούρος); Σίγουρα κάτι έχει συμβεί, και το (κτισμένο) περιβάλλον, από "πεδίο εκμάθησης", εμφανίζεται ως πεδίο ανασφάλειας κι εκφοβισμού.

Πολύ σχηματικά, θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε στην εξής σειρά: το συναίσθημα του φόβου προϋποθέτει την εμφάνιση απειλής, κι η απειλή μας οδηγεί στη λειτουργία της βίας. Έτσι, αν αναγνωρίσουμε ότι ο φόβος είναι συνυφασμένος με το "κατοικείν", ερχόμαστε λογικά στη βία που ελλοχεύει στα θεμέλιά του. Παρενθετικά, ο ορισμός της βίας είναι αδύνατος χωρίς τη λειτουργία της. Είναι καθαρή λειτουργία, μια διαφορά δυναμικού -- που κάποιες φορές ονομάζεται κι "ενέργεια", ή σκέτη "δράση". Πριν δοθεί οποιαδήποτε οντολογική απάντηση -- αν είναι δυνατόν --, φτάνει η αναγνώριση της λειτουργίας της, η διάγνωση της μορφολογίας και της ρυθμολογίας της και, κυρίως, η υπόδειξη της κοινωνικής της χρήσης. (Αυτό, το λίγο, μπορεί να 'ναι είναι ήδη αρκετό για τη διατάραξη της κοινής ησυχίας.)

Στο επίπεδο κιόλας της οικοδομικής, η βία είναι ιδρυτική της πράξη. Για την ακρίβεια: το κτίσιμο, η ιδρυτική πράξη της οικοδομικής, είναι κιόλας βία. Γι' αυτό, όπως ξέρουμε, "το κεραμίδι πάνω απ' το κεφάλι μας" είν' αυτό που εξαρχής ήταν: δυνάμει απειλητικό. Κάτι που δεν το αφήνει εύκολα να εννοηθεί η προστατευτικότητα κι η καλυπτικότητα του κελύφους. Ανεξάρτητα από τον "εξωτερικό" κίνδυνο, το ίδιο το κέλυφος είν' απειλητικό. (Αυτή είναι η μοίρα του καταφύγιου: να μεταστρέφεται σε φωλιά της απειλής.) Η πνευματικότητα, όμως, απαιτεί έναν ορισμένο εξωραϊσμό. Δηλαδή, η αισθητότητα της βίας, η συναίσθηση της απειλής, σαν να μην θέλουν να μείνουν σε κάποιο στάδιο εκτός πολιτισμού, απαιτούν την αισθητικοποίηση του φόβου -- και, κατ' επέκταση, το στυλιζάρισμα του πανικού. Εδώ μπαίνει η αρχιτεκτονική.

Ας πάρουμε, ενδεικτικά, τη σύγχρονη κατάληξη του αστικού σχεδιασμού. Να σκεφτούμε, μόνο, τον δημόσιο χώρο -- κατά σύμβαση "δημόσιο", αφού τελεί πλέον υπό καθεστώς παραχώρησης (σ' ό,τι ονομάζεται "ιδιωτικός τομέας") --, με την πανάκεια των πεζοδρομήσεων και του αστικού "εξοπλισμού". Διαρρυθμίσεις ανασφάλειας, διευθετήσεις της επιτήρησης, διασκευές ενός μόλις τιθασευμένου πανικού -- αναμενόμενα αποτελέσματα των συναρμογών, της ηπιότητας των υφών, της προσεγμένης επιλογής των υλικών... (Όλα φυσικά περασμένα μέσ' από τη διαφήμιση, το design , τη "φιλικότητα", τις ευκαιρίες και τις ευκολίες.)

Ο φόβος σήμερα, ο σύγχρονος φόβος, γεννά δίκτυα , όπως παλιότερα γεννούσε οχυρώσεις-καταφύγια -- λίθινα, μεταλλικά, από μπετόν. Η αισθητική της αρχιτεκτονικής του οπλισμένου σκυροδέματος ήταν η αισθητικοποίηση του φόβου στην εποχή του βιομηχανικού πολέμου, ανήκε στο πνεύμα και τη βία της εποχής της. Χωρίς να χρειάζεται, τώρα, να υπεισέλθουμε στα χαρακτηριστικά του μετα-βιομηχανικού πολέμου, ας θέσουμε τη συζήτηση στο επίπεδο της μετάβασης απ' το επιστημολογικό παράδειγμα της μηχανής και της γραμμής παραγωγής, σ' αυτό της "ευφυούς" μηχανής και τη διαδικτύωσή της. Ποιο είναι, επομένως, το πνεύμα εποχής κι η βία της εποχής των δικτύων μετακίνησης και μεταφοράς, κατ' εικόνα των δικτύων μετάδοσης ; Αν αναζητήσουμε σ' αυτά την απειλή που προϋποθέτουν, ίσως προσδιορίσουμε και το είδος του φόβου που θέτουν σε κυκλοφορία -- πριν απ' οπουδήποτε, στο "εσωτερικό" τους.

Στα δίκτυα πεζοδρόμων, στους θεματικούς και διαθεματικούς περιπάτους, και σ' όλες τις ομοειδείς αγωνίες του ευπρεπισμού κι εξωραϊσμού, ο φόβος δεν είναι πια υποδόριος, κυκλοφορεί στα πλακόστρωτα. Και δεν είναι μόνον αυτό, "καθρεφτίζεται" στο ίδιο το ...πλακόστρωτο. Εννοώ, τον τρόπο σχεδιασμού από τον οποίο προέρχεται και, πιο αδιόρατα, τη διαδικασία του σχεδιασμού που υποβάλλει.

Πίσω απ' τα σχεδιαστικά αποτελέσματα, μέσα απ' τον σχεδιασμό του πολιτικά και οπτικά ορθού ( Virilio ), υπάρχει η αμοιβαιότητα στην υποστήριξη και την προώθησή τους με τις διαδικασίες του σχεδιασμού. Οι καλαισθησίες των πλακόστρωτων είναι οι ίδιες που μιλούν για την κομψότητα (και την ευθραυστότητα) των ηλεκτρονικών, σήμερα, διαδικασιών. Πού και πώς ανιχνεύεται η διαμεσολάβηση του τριπτύχου βία-απειλή-φόβος, που μας απασχολεί, στο νέο ψηφιακό περιβάλλον σχεδιασμού; Ποια είναι, για παράδειγμα, η λειτουργία του αλγόριθμου; Η περισπούδαστη επεξεργασία των "προγραμμάτων" κι η εκλεπτυσμένη πλοκή των "διαγραμμάτων", που βασίζονται στην αφανή παρουσία του αλγόριθμου, τι αποκλείουν, τι απωθούν, τι φοβούνται; Κι αυτή η τοπολογική φρενίτιδα των μετασχηματισμών του ίδιου, του ταυτού -- σαν το φίδι που δαγκώνει την ουρά του; Ποια είν' η βία που τον γεννά, και ποια βία μορφοποιεί, ταυτόχρονα, ο παροξυσμός αυτής της επιχειρησιακότητας;

Κι όπως το καταλαβαίνουμε συνέχεια, βέβαια, η πραγματικότητα σκοντάφτει ? -- εκτός κι αν έχουμε πέσει στο πηγάδι της τοπολογίας. Μόνο στον λείο χώρο της εικονικότητας τα πράγματα είναι συνεχή, ρέοντα, ελεγχόμενα (απ' το λογισμικό). Πώς, όμως, ν' ανταποκριθεί η (λογισμική) προσομοίωση στην πραγματικότητα; Ποιος αλγόριθμος θα συλλάβει αυτό που πλήττει την ιδεατότητά του; Τι είναι αυτό που τον καθιστά μια ακόμα διαδικασία εξορκισμού, που παρ' όλα αυτά δημιουργεί την κατάδική της παθογένεια;

Επομένως, θα μπορούσε να διατυπωθεί ένα αίτημα για την αρχιτεκτονική, και πριν απ' όλα για την τέχνη: να διατυπώσει και να εκθέσει με τα εκφραστικά της μέσα αυτήν την υπόνοια: την υποψία για τη σημασία όλων αυτών των μεριμνών, τη λειτουργία τους στην πολιτική της διαχείρισης του φόβου. Πώς, όμως, να συμβεί κάτι τέτοιο, όταν οι σχεδιαστικές, σαν τις κυκλοφοριακές, αντιλήψεις αναπαράγουν την τελειότητα και την τελικότητα του κυκλώματος -- μια νέα ιδανικότητα που αναμένει την οικτρή της διάψευση;

Πλήττεται, λέει, η ίδια η εννόηση του κατοικείν, και δεν έχουμε λόγους να το αμφισβητήσουμε. Γιατί να μην το παραδεχτούμε -- και να το αποδεχτούμε; Πλήττεται συθέμελα και σ' όλα της τα επίπεδα (κοινωνιολογικό, οικονομολογικό, περιβαλλοντολογικό, τεχνολογικό, συμβολικό). Οι καιροί του φόβου επιστρέφουν προκλητικοί -- κι ενδιαφέροντες. Το υπόστρωμα της βίας ανανεώνει τη φυσιογνωμία του και καλούμαστε να επανεκτιμήσουμε τα χαρακτηριστικά των τεκτονικών του πλακών, που δεν ανήκουν βέβαια στη σφαίρα της γεωφυσικής, αλλά της κοινωνικής δυναμικής.

Σίγουρα χρειάζονται όλες οι παλιές κι οι τρέχουσες μέθοδοι αναγνώρισης, καταγραφής, αποτύπωσης, διερεύνησης των εκφάνσεων της αρχιτεκτονικής του επικρεμάμενου πανικού σ' όλες της τις κλίμακες του τρόπου χειρισμού, δηλαδή, των "σχέσεων φόβου" -- αναγνωρισμένων οριστικά ως συνιστώσας του σχεδιασμού. (Εφόσον ο φόβος επανέρχεται ως υπόβαθρο του κατοικείν, άρα αναγνωρίζεται κι ως συνιστώσα του σχεδιασμού.) Με την απαραίτητη διευκρίνηση, ότι αυτό δεν γίνεται για λόγους κάποιου (ψυχοθεραπευτικού) " outing " της θεωρίας και της κριτικής της αρχιτεκτονικής, αλλά για να διατηρηθεί τουλάχιστον μια ενάργεια στην επίγνωση της λειτουργίας της βίας. Αναφέρομαι στη λειτουργία της βίας, κατά βάση, στην κοινωνική διαπάλη, καθώς αυτή παραχώνεται κάτω από τις πρακτικές και τεχνικές της αισθητικοποίησης του φόβου -- των οποίων προσπαθούμε ν' ανιχνεύσουμε τη σημερινή τους εκφορά.

Αν δεν θέλουμε να (αυτο)περιοριστούμε στις αισθητικοποιήσεις του φόβου, στον κυνισμό του πραγματισμού, και στην ασφυξία των δικτύων (μετακίνησης, μεταφοράς, μετάδοσης), ως μοντέλων ψυχοθεραπευτικών, μάλλον θα χρειαστεί να υπεισέλθουμε στο ζήτημα της βίας.

Έχοντας, προφανώς, ξεφύγει από τη συνθήκη της "απόλαυσης του κτισμένου", δικαιολογημένα υπό το κράτος του διαλανθάνοντος πανικού επαφιέμεθα στη ριζικότητα της "ηδονής της αρχιτεκτονικής" (**). Ενώ, παράλληλα, στα όρια του χώρου και του φόβου, στο εξής, το "ανοίκειο" στην αρχιτεκτονική ( Vidler ) μοιάζει με καθησυχαστική αγωνία μπροστά στ' αλλοιωμένα χαρακτηριστικά της πανικόβλητης πόλης ( Virilio ). Αν, λοιπόν, πανικός είναι η αλυσιδωτή αντίδραση των εξωτερικευμένων φόβων, όλα δείχνουν ότι βρισκόμαστε μόνιμα στο κατώφλι πριν απ' αυτόν, μέσα σε μια γενικευμένη αλληλεπίδραση των αισθητικοποιήσεων του φόβου. Πέραν, όμως, απ' όλες τις τακτικές σκέδασης (και διασκέδασης) του φόβου, η μονιμότητα της κατάστασης λίγο-πριν-τον-πανικό σημαίνει ότι έχει πληγεί πλέον κάτι στρατηγικό . Θα μπορούσαμε να πούμε, ότι οι "οικείοι" φόβοι κι η "ενδημούσα" βία έχουν υπερφαλαγγιστεί από κάτι υπέρτερο, ή από κάτι που βρίσκεται έξω και πάνω από κάθε γνωστό όριο. Απ' αυτό που είναι ξένο .

Η αρχιτεκτονική αναμφίβολα περιέρχεται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Γι' αυτό καλείται ν' αντιμετωπίσει τον φόβο "κατά πρόσωπο" (Φατούρος): οι εμμεσότητες κι οι πλάγιες αναγνώσεις δεν φτάνουν πια. Δεν έχουμε παρά να ξανασχοληθούμε με τις ρίζες του φόβου (και να μην μείνουμε μόνο στην ψυχολογική του ανακούφιση) -- μιας κι η αναμφισβήτητη αναλυτική μας δεινότητα μας επιτρέπει να τις ψηλαφίσουμε στις κτισμένες τους εκδηλώσεις. Αρκεί, όμως, αυτό; Ή απλά θα επιστροφοδοτήσει το διάγραμμα διαχείρισης του φόβου; Είναι κάτι που μπορεί να φαίνεται αναπόφευκτο, καθώς ανήκει στη Λογική του αλγόριθμου, είναι ο Λόγος του διαγράμματος. Ωστόσο, μπορεί και να μην είναι ? επειδή και τα δύο προβλέπουν τις εναντίον τους απειλές (και τον παραγόμενο φόβο), αλλ' όχι τ' ατυχήματά τους . Το κατάδικό τους ατύχημα -- κι όχι " αυτό" που πιθανόν να προέρχεται από κάποια ασύλληπτη εξωτερικότητα. (Ένα το κρατούμενο.)

Βρισκόμαστε σε μια απόγνωση νέας γενιάς: της παντελούς αυτο-αναφορικότητας, σαν ένα φράκταλ που κατασπαράσσει τα σωθικά του ? μια απελπισία που 'χει θέσει σε κυκλοφορία τελικά τον ίδιο της τον φόβο, με την κρίσιμη διαφορά ότι έχει χάσει την ανακούφιση του χασίματος, της απώλειας. Έχει υποκύψει στη νέα αισθητική τελειότητα, που 'ναι η τελικότητα του κλειστού κυκλώματος. Κι όλη αυτή η ενέργεια που δεν χάνεται, δεν αποβάλλεται, ένα γύρισμα της εντροπίας προς τα μέσα, συνιστά -- για να το πω κομψά -- μια ενδοβολή .

Υπάρχει, όπως υπαινίχτηκα προηγουμένως, και μια άλλη προσέγγιση: ότι ο φόβος και, κατ' επέκταση, ο πανικός απογυμνώνονται μπροστά σε κάποια βία υπέρτερη, που υπερβαίνει κάθε οριοθέτηση τους. Ότι, δηλαδή, μπροστά στον τρόμο πια, μπροστά στο νέο ανομολόγητο πλέον, δεν έχουν παρά να δείξουν το ανάγλυφό τους, και να επανεισαχθούν χωρίς αναστολές στο ισοζύγιο της απειλής και της βίας. Επειδή ο τρόμος εισάγει το καινούργιο στο στρατηγικό επίπεδο της πολιτικής (και στρατιωτικής) διαχείρισης του φόβου ("ψυχολογικές επιχειρήσεις" σ' όλα τα επίπεδα), πλήττει τον σκληρό πυρήνα των ( soft ) αξιωμάτων μας. Απειλεί τις πιο στοιχειώδεις παραδοχές ζωής και κατοίκησης, όχι τόσο επειδή μας είναι αυτονόητες κι αδιαμφισβήτητες, αλλ', ακριβώς, διότι πιστεύουμε ότι είναι καθολικές, δηλαδή αποκλειστικές . Απ' αυτή τη σκοπιά, είναι μια απάντηση εξίσου βίαιη με το στυλιζάρισμα των πρόθυρων του πανικού ? μπορεί, ακόμα, να 'ναι ένας υπερθεματισμός στον κυνισμό και την ωμότητα ενός τρόπου ζωής, που επιχειρείται να γίνει στυλ . Μήπως καθίσταται ο τρόμος η νέα συνθήκη κατοίκησης; Οπότε το ξένο γίνεται η τρομώδης απειλή, αυτή που γιγαντώνεται όταν το σπινάρισμα της πρόνοιας γίνεται προστατευτισμός, σύστοιχος με τα τρομακτικά όρια που θέτει η νέα υπερβατικότητα του Λογισμικού.

Είν' όλα αυτά πρόδρομα σχεδιαστικά φαινόμενα, ή σχεδιαστικά συμπτώματα της ολοκλήρωσης των δικτύων -- και, κατ' επέκταση, του φόβου; Θα πρέπει να συμπεριλάβουμε στο ερώτημα και μια άλλη φαντασίωση, που βρίσκεται πιο κοντά στην αρχιτεκτονική: την ολοκλήρωση του σχεδιασμού -- αρχιτεκτονικού και γενικότερου. Η στατιστική και πιθανολογική τροφοδοσία του διαγράμματος, από τη μία, κι η λογισμική επεξεργασία των δεδομένων, από την άλλη, περιγράφουν τελικά -- κι ειρωνικά -- την αδυναμία διαφυγής από τη θηλιά της αιώνιας επιστροφοδοσίας. Όπου, το πολιτικό υποκείμενο εξορίζεται απ' τον βρόχο της ανάδρασης, δηλαδή από την απόφαση. Σ' αυτό το "κυβερνητικό" όραμα, πριν απ' το υποκείμενο έχει εκτοπιστεί η πολιτική, για ν' απομείνει ο άνθρωπος μόνος του μπροστά στη βία του δικτύου.

Αν δεν μας γοητεύει -- για ποιους άραγε λόγους; τι δυστροπία είν' αυτή; -- η προοπτική της φάρμας ανθρώπων, ίσως χρειαστεί να υιοθετήσουμε την οπτική του μετανάστη. (Πριν τον "νομιμοποιήσουμε", εννοείται.) Δεν γίνεσαι μετανάστης με τη θέλησή σου, γι' αυτό ο ρόλος του ξένου θα 'ναι πάντα καταλυτικός. Αφού δεν γίνεται να μεταναστεύσουμε, τουλάχιστον θα μπορούσαμε να καλλιεργήσουμε μια ενόραση της ξενικότητάς μας. Κι ίσως ξεγελάσουμε το ξένο.

ΣΗΜΕΙΏΣΕΙΣ

(*) Βλ. το Φατούρος, Δημήτρης, Α., "Τα Όρια του Φόβου ή η Ηδονή της Αρχιτεκτονικής", περ. " Θέματα Χώρου + Τεχνών ", Αθήνα, 2006, τ. 37, σ. 12-13. Επίσης , βλ . Virilio, Paul, " City of Panic ", ed. Berg, Oxford - New York , 2005, ( χρ . α ' έκδ . 2004) και Virilio, Paul, " Art and Fear ", ed. Continuum, London - New York , 2006, (χρ. α΄έκδ. 2000). Χαρακτηριστικό είναι και το αφιέρωμα με θέμα "Ευάλωτοι αστικοί χώροι" του περιοδικού " Αρχιτέκτονες ", (ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ, Αθήνα, Μάιος/Ιούνιος 2007, τ. 63 - περίοδος Β). Κι εκείνο το " Destroy Athens ", της Μπιενάλε της Αθήνας, μόλις τρία χρόνια μετά τα μεγάλα ολυμπιακά έργα...;

(**) Για τη διαφορά της "απόλαυσης" από την "ηδονή", στη σημασία και στον τρόπο εμφάνισής τους, έγραψε ο Barthes μιλώντας για το "Κείμενο". Η διαφορά τους είναι τεράστια, παρ' ό,τι συνήθως νομίζουμε, ανήκουν σε τελείως διαφορετικά επίπεδα αισθαντικότητας.