Πολιτισμός | ΠΟΡΤΑΡΙΑ | hits: 2765
Παράδοση, ανάπτυξη και πολιτισμός στην εποχή της παγκοσμιοποίησης
άρθρο
του Κωστή Παπαϊωάννου
Κυρ, 15 Σεπτ 2002

Στις μέρες μας, όλο και περισσότερο, η πολιτική σκέψη αποκτά πολιτιστικό χαρακτήρα. Η δημόσια δραστηριότητα, όλο και περισσότερο, στρέφεται στην εξυπηρέτηση λειτουργιών που αναγνωρίζονται σαν πολιτιστικές. Η καθημερινή ζωή, όλο και περισσότερο, αξιολογείται με κριτήρια πολιτιστικά. Το "μεγαλύτερο" και το "περισσότερο", που ήταν ο στόχος της οικονομικής ανάπτυξης, δίνουν την θέση τους στο "καλύτερο" και το "ηθικότερο" της πολιτιστικής ανάπτυξης. Η πολιτιστικοποίηση, μετά την πολιτικοποίηση, της κοινωνίας οδηγεί στην ανάγκη να κατανοηθεί η έννοια του πολιτισμού, να γίνει γνωστό το παρελθόν του και να προβλεφθεί το μέλλον του. Αναπτύσσονται, κατά συνέπεια θεωρίες για τον πολιτισμό ή σε σχέση μ' αυτόν και διερευνάται η σύνδεσή του με την παράδοση και την ανάπτυξη. Όλα αυτά συμβαίνουν μέσα στο τεταμένο κλίμα και τις αντιθέσεις της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης.

Η έννοια "πολιτισμός" αναπτύχθηκε μέσα από την ανάπτυξη των ιδεών της αστικής επανάστασης. Στην χώρα μας ο πολιτισμός νοήθηκε σαν "αρχαίος ελληνικός πολιτισμός" και οι νεότερες αστικές ελληνικές κοινωνίες καθορίστηκαν πολιτιστικά από την σύνδεσή τους μ' αυτόν που ακολούθησε δύο δρόμους: Αφ' ενός επιβίωσαν σημαντικά πολιτιστικά προϊόντα -- ιδέες και πράγματα -- προσαρμοσμένα στις εξελισσόμενες κοινωνικές συνθήκες. Αφ ετέρου επανεισήχθη ο αρχαίος πολιτισμός, "επεξεργασμένος" από άλλες κοινωνίες που ήρθαν σε επαφή με την δική μας σε διάφορες εποχές. Οι σχέσεις επομένως που είχε η κοινωνία μας με άλλες κοινωνίες επηρέασαν, λίγο ως πολύ, θετικά ή αρνητικά, την ελληνική αντίληψη για τον πολιτισμό και τελικά τον ίδιο τον πολιτισμό μας. Ειδική επίδραση είχε σχέση που αναπτύχθηκε ανάμεσα στην υπόδουλη, στην επαναστατημένη και αργότερα στην απελευθερωμένη από τον τουρκικό ζυγό Ελλάδα με τις ευρωπαϊκές μεγάλες δυνάμεις.
Η Ευρώπη και γενικότερα η Δύση στήριξε, σε μεγάλο βαθμό, το ιδεολογικό και πολιτικό μέρος της αστικής επανάστασης, αλλά και την πολιτιστική της ανάπτυξη, στην προϋπάρχουσα αλλά και στην μετέπειτα γνωριμία και μελέτη των πολιτιστικών στοιχείων της αρχαίας Ελλάδας. Η εκτίμηση για τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό οδήγησε στην δημιουργία μιας πλούσιας δεξαμενής γνώσεων γι αυτόν, που αξιοποιήθηκε τόσο στην ελληνική αστική επανάσταση, όσο και στην ανάπτυξη του νεότερου ελληνικού πολιτισμού, που επηρεάσθηκε ωστόσο από τον τρόπο με τον οποίο εντάχθηκε στην "ανεπτυγμένη" δύση.

Η εκτίμηση των δυτικών για την αρχαία Ελλάδα δεν συνοδεύθηκε από την αντίστοιχη εκτίμηση προς την νεότερη ελληνική κοινωνία. Η δυτική πολιτική εξουσία συνδέθηκε με μια εξαρτημένη ελληνική εξουσία την οποία χρησιμοποιούσε, ενισχύοντας και στο εσωτερικό της χώρας, την αντίστοιχη υποτίμηση του ελληνικού παρόντος εν ονόματι της εκτίμησης του παρελθόντος. Η ζώσα ελληνική κοινωνία έφτασε να θεωρείται σχεδόν παρείσακτη στους χώρους που άνθησε ο πολιτισμός της αρχαίας. Η αντίφαση σ' αυτή την αντίληψη έγκειται στο γεγονός ότι δεν υπάρχει νεκρός πολιτισμός. Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός υπάρχει στο βαθμό που τα στοιχεία του ενσωματώνονται είτε στον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό είτε στον πολιτισμό άλλων σύγχρονων κοινωνιών. Όμως η αυτή η αντιφατική και άτοπη αντίληψη, διατηρείται μέχρι και σήμερα τόσο στην "εισαγόμενη" όσο και στην ελληνική εκδοχή της.

Η τελευταία φάση στην ελληνική όπως και στην παγκόσμια ιστορία, είναι η αυτή που αρχίζει μαζί με την δεκαετία του '50. Η αναταραχή του πολέμου αρχίζει και εδώ να κοπάζει μετά το τέλος εμφυλίου πολέμου. Αναζωογονείται το όνειρο της ανάπτυξης με την "οικονομική" του μορφή, αν και κάτω από αυτήν κρύβεται μια πλειάδα πολιτιστικών οραμάτων, όπως μαρτυράνε οι εκφράσεις που χρησιμοποιήθηκαν ευρέως όπως: μόρφωση, ελευθερία, προκοπή κ.λπ. Κύριος, αν και αμφιλεγόμενος, μοχλός της "οικονομικής ανάπτυξης" στην Ελλάδα υπήρξε και συνεχίζει να είναι ο τουρισμός, μια εύκολη και βραχυπρόθεσμα αποδοτική πηγή ξένου συναλλάγματος. Είχε όμως ο τουρισμός και σοβαρές πολιτιστικές επιδράσεις.

Η ανάπτυξη της ελληνικής "τουριστικής αγοράς" και της αναγκαίας υποδομής, λειτούργησε σαν δίαυλος πολιτιστικής επικοινωνίας με την δύση και - διευκολύνοντας και την παράλληλη ανάπτυξη του εσωτερικού τουρισμού - συνέβαλε στην ενοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, στην ανάπτυξη μιας νέας πολιτιστικής φυσιογνωμίας και στην επανατοποθέτηση της σχέση της με την παράδοση. Η αντίφαση για την οποία μιλήσαμε δεν ανατράπηκε αλλά "αναβαθμίστηκε". Η ελληνική κοινωνία δεν είναι πια η παρείσακτη στον "ιερό" ελληνικό πολιτιστικό χώρο αλλά ο "θεματοφύλακας" του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και "ιδιοκτήτης" του "υποδεέστερου" σύγχρονου πολιτισμού της. Η ελληνική εκδοχή της ίδιας αντίληψης είναι η άποψη ότι η ελληνική κοινωνία "οφείλει" να γίνει "ανταγωνιστική" μέσα στο πλαίσιο της παγκόσμιας αγοράς που δημιουργείται. Μ' αυτή την αντίληψη να κυριαρχεί, η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά στο κατώφλι της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης.

Η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, έχει ξεκινήσει σαν τάση για την πλήρη απελευθέρωση της αγοράς από εθνικούς και διεθνείς περιορισμούς. Τα σύνορα που προστάτευαν αλλά και περιόριζαν τα εθνικά κράτη, καταλύονται μπροστά στις ανάγκες μετακίνησης του κεφαλαίου, της εργατικής δύναμης και των προϊόντων. Η επικοινωνία απελευθερώνεται από κάθε εθνικό και τεχνικό περιορισμό. Η κατακόρυφη και οριζόντια εξάπλωσή της αγοράς γενικά αλλά και η ραγδαία αύξηση του τζίρου των "πολιτιστικών" αγαθών, όπως ο τουρισμός, η επικοινωνία, η τέχνη, ο αθλητισμός, οι πληροφορίες, όχι μόνο αποτελούν ήδη μια νέα πολιτιστική πραγματικότητα, αλλά οδηγούν σε δυναμικά σε έναν άλλο πολιτισμό και γεννιέται ένα αγωνιώδες ερώτημα τι θα είναι αυτός ο πολιτισμός

Η διαδικασία παράλληλης εξέλιξης του πολιτισμού μέσω των εσωτερικών και εξωτερικών σχέσεων της κοινωνίας όπως επισημάνθηκε πιο πάνω για την Ελλάδα, επαναλαμβάνεται παρόμοια σήμερα με την παγκοσμιοποίηση σε όλες τις κοινωνίες του πλανήτη. Επαναλαμβάνεται όμως κυρίως η υποτίμηση, μέχρι και απόρριψη του πολιτισμού των "αδύνατων" κοινωνιών και η θεοποίηση, ή μάλλον η δαιμονοποίησης, των "ισχυρών". Η ενοποίηση της αγοράς φαίνεται συνοδεύεται με την γενίκευση των πολιτικών συγκρούσεων σε παγκόσμια κλίμακα που στην πορεία της παγκοσμιοποίησης θα ενταθεί και θα κάνει το πρόβλημα του πολιτισμού ιδιαιτέρως πολύπλοκο, καθώς οι αμοιβαίες σχέσεις ανάμεσα στις κοινωνίες είναι σχέσεις εξάρτησης και αντίστοιχα οι εσωτερικές σχέσεις στην κάθε κοινωνία, σχέσεις εξουσίας.

Η παλιά συνήθεια να βαφτίζονται οι πολιτικές συγκρούσεις, "θρησκευτικές" γενικεύεται σήμερα με την τάση να θεωρηθούν οι συγκρούσεις που συνοδεύουν την παγκοσμιοποίηση, "πολιτιστικές". Δημιουργούνται θεωρίες που προβλέπουν ή "βολεύουν" το πολιτιστικό μέλλον του πλανήτη μας. Η παλιά ιδέα περί "σύγκρουσης των πολιτισμών" σήμερα εκσυγχρονίζεται και θεωρητικοποιείται από διάφορες θεωρίες με πιο γνωστή αυτή του καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, Σάμιουελ Χάντιγκτον που διατυπώθηκε στο βιβλίο του με τίτλο "Η σύγκρουση των πολιτισμών". Παράλληλα επιχειρήθηκε μια πιο ειρηνική θεωρητικοποίηση της επαφής των πολιτισμών σε διάφορες "διαπολιτισμικές" και "πολυπολιτισμικές" προσεγγίσεις με κορυφαία την θεωρία του έλληνα υπουργού πολιτισμού Ευάγγελου Βενιζέλου περί "πολιτισμού των πολιτισμών".

Το κοινό σημείο τόσο των "πολεμοχαρών" όσο και των "ειρηνόφιλων" θεωριών είναι ότι θεωρούν τον πολιτισμό σαν "αντικείμενο". Οι θεωρίες αυτές δεν "υπηρετούν", την πολιτιστική εξέλιξη, αλλά την εξέλιξη της αγοράς, της οποίας άλλωστε αποτελούν προϊόν. Η αγορά όμως μπορεί να χειρισθεί μόνο με αντικείμενα και μπορεί να τα χειρισθεί μόνο σε συνθήκες ανταγωνισμού. Αυτός είναι ο λόγος που οι θεωρίες αυτές δεν καταφέρνουν να ορίσουν τον πολιτισμό. Τον ορίζουν έμμεσα σαν το σύνολο των (αγοραίων) αντικειμένων στα οποία αυτός αποκρυσταλλώνεται αλλά ο πολιτισμός είναι σύμφυτος στην κοινωνία και δεν μπορεί ούτε να χωριστεί ούτε να οριστεί. Θα μπορούσαμε ίσως να πούμε ότι πολιτισμός είναι ότι -- στον άνθρωπο -- δεν είναι φύση αλλά μετά από τόσα χρόνια πολιτισμένης ζωής τα φυσικά και τα πολιτιστικά πράγματα τείνουν να ενωθούν

Τίποτα δεν μπορεί να υπάρξει εκτός φύσης αλλά και κανένας πολιτισμός δεν υπάρχει εκτός κοινωνίας. Αυτό που πραγματικά συμβαίνει στην αλλοπρόσαλλη αλλά θαυμάσια εποχή που ζούμε είναι ότι, παρά τα φαινόμενα, υποτιμάται η εμπορική "αξία" των πολιτιστικών πραγμάτων και αναγνωρίζεται η "πολιτιστική" αξία των εμπορικών πραγμάτων. Αρχίζει να γίνεται συνείδηση ότι η αγορά είναι μέρος του πολιτισμού, και όχι ο πολιτισμός μέρος της αγοράς. Η μόνη πραγματική σύγκρουση σήμερα είναι η σύγκρουση ανάμεσα στον πολιτισμό και την βαρβαρότητα. Είναι βέβαιο ότι αυτή την σύγκρουση θα την κερδίσει η κοινωνία.