«Αυτό το αίνιγμα που ζούμε στην Ελλάδα,
ώσπου να σκίσει η ομάδα, φιλενάδα»
("Φιλενάδα" -- Μελίνα Τανάγρη)
Κάθε φορά που κάποιο γεγονός πυροδοτεί μαζικές αντιδράσεις και απαιτεί τη συμμετοχή όλο και μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας, όσοι διατηρούν μία ελιτίστικη αντιμετώπιση απέναντι στην τρέχουσα πραγματικότητα θαρρείς αναγκάζονται αργά ή γρήγορα να το αντιμετωπίσουν.
Η επιτυχία της Εθνικής Ομάδας Ποδοσφαίρου στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα που διεξήχθη στην Πορτογαλία μονοπώλησε και θα συνεχίσει να μονοπωλεί το ενδιαφέρον του συντριπτικά μεγαλύτερου μέρους της κοινής γνώμης. Από τις πρώτες νίκες της ομάδας οι φίλαθλοι, σε όλο και μεγαλύτερους αριθμούς, έβγαιναν στους δρόμους προκειμένου να πανηγυρίσουν δια της ομαδικής οχλοβοής το ευτυχές γεγονός. Στα τελευταία παιχνίδια μάλιστα μπορούμε να πούμε ότι ακόμη και οι πλέον σκεπτικιστές περίμεναν τη νίκη, συμμετείχαν και μάλιστα ήταν προετοιμασμένοι ποικιλοτρόπως, περισσότερο ίσως για τους πανηγυρισμούς, τη συμμετοχή σε αυτούς, παρά για το γεγονός αυτό καθεαυτό.
Στο όλο παραλήρημα του κόσμου συμμετείχαν υπερβάλλοντας τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και με αυτό τον τρόπο συνέβαλλαν και στην ουσιαστική διόγκωσή του φαινομένου των πανηγυρισμών. Πολλές φορές οι πανηγυρισμοί φαίνονται κομμένοι και ραμμένοι στα μέτρα της τηλεοπτικής μετάδοσης και ίσως θα ήταν δυνατό να υποστηριχθεί ότι το όλο τελετουργικό προκύπτει και θεσμοθετείται μετά από την αναμετάδοση του.
Το θέμα των πανηγυρισμών πάντα αποδεικνύεται μικρότερο του όγκου, της διάρκειας και της έντασης τους. Τα ίδια τα ΜΜΕ στην προσπάθεια τους να αφιερώσουν όσο το δυνατό περισσότερο χρόνο στο γεγονός, αναλύοντας ξανά και ξανά το θέμα, αποκαλύπτουν ακριβώς την έλλειψη βαρύτητάς του. Τραγικότερες στιγμές από άποψη αμηχανίας είναι οι δηλώσεις των ποδοσφαιριστών και των συγγενών τους ειδικά όταν επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά και ξανά. Αν η πρώτη νίκη είχε κάποια αξία ως προς την ερμηνεία της, την ίδια είχε και η επόμενη και η επόμενη και, δυστυχώς, και η τελευταία.
Εν τούτοις μετά από όλες τις φιέστες και τους πανηγυρισμούς και τις επαναλήψεις τους κλπ, κλπ τα θέματα τα οποία προκύπτουν είναι:
Η παράδοξη διαπίστωση πως ο Ελληνικός αθλητισμός μπορεί με τις κατάλληλες προϋποθέσεις να αναδειχτεί σε σημαντική διεθνή δύναμη. Ίσως ο καιρός να έχει ωριμάσει τώρα, ίσως τα οικονομικά μας να είναι καλύτερα, ίσως να έχουμε πλέον τη δυνατότητα να προσελκύουμε το ενδιαφέρον διεθνούς κύρους παραγόντων και να προξενούμε το δέος των αντιπάλων μας γεγονός που αυξάνει με τον καιρό, καθώς ο θρύλος χτίζεται σιγά-σιγά.
Γεγονός πάντως είναι πως διαφαίνεται για μία ακόμη φορά πως απλώς δεν είμαστε σε κανέναν τομέα όσο σοβαροί χρειάζεται, αν ήμασταν, θα διακρινόμασταν. Είμαστε ερμητικά κλεισμένοι στον μικρόκοσμό μας και αρνούμαστε να αφουγκραστούμε τι συμβαίνει γύρω μας. Επαναλαμβάνουμε με αυταρέσκεια ότι είμαστε μία μικρή αλλά πολύ υπερήφανη χώρα σαν να θέλουμε να υπερηφανευτούμε ακόμη και για τα τεράστια προβλήματα που μας δημιουργεί τόσο ότι είμαστε μικρή όσο και το ότι είμαστε υπερήφανη ως χώρα. Και βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να τρέχουμε πίσω από οτιδήποτε ξένο αλλά ότι θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι ο τρόπος για να επιτύχεις είναι κοινός και γνωστός και άσχετος από τον χαρακτήρα του αποτελέσματος, σκληρή δουλειά, αντικειμενικότητα και αφοσίωση στο έργο. Τα αντίθετα αυτών είναι που μας καθηλώνουν στα προκριματικά εδώ και χρόνια σε πάρα πολλούς τομείς.
Ασχέτως με το αν συμφωνεί κάποιος με το εύρος, την ένταση και το είδος των πανηγυρισμών που διαδέχονται κάθε νίκη αυτό που κάνει εντύπωση είναι οι δηλώσεις των κάθε είδους ειδικών και μη ότι ο κόσμος έχει ανάγκη να ξεδώσει και σε κάθε περίπτωση αυτός είναι και ένας υγιής και καθ όλα αποδεκτός τρόπος για να το κάνει. Αν κάποιος από αυτούς που πανηγυρίζουν όντως «ξεδίνει» μπορούμε να διακρίνουμε δύο περιπτώσεις: έχει συσσωρευμένη αγανάκτηση για την μέχρι τώρα πορεία του ελληνικού ποδοσφαίρου, έχει καταπιεστεί ως φίλαθλος που ποτέ δεν πανηγύρισε για την εθνική ομάδα αφού ποτέ η εθνική ομάδα δεν κατάφερε τίποτε και η δεύτερη περίπτωση είναι να έχει συσσωρευμένη αγανάκτηση από άλλα γεγονότα για τα οποία δεν μπορεί να εξωτερικεύσει την αγανάκτησή του και δοθείσης ευκαιρίας το κάνει χωρίς βέβαια να αποκλείεται και ένας συνδυασμός των δύο περιπτώσεων σε διάφορες αναλογίες. Για την πρώτη περίπτωση δεν μπορούν να ειπωθούν πολλά είναι ζήτημα προσωπικής επιλογής και μόνο μία αναφορά στην διατάραξη της κοινής ησυχίας μπορεί να γίνει, δηλαδή για κάποιον που δεν έχει τον ίδιο καημό αλλά θέλει να κοιμηθεί, θα έπρεπε να υπήρχε κάποια προστασία από την οχλαγωγία των πανηγυρισμών ακόμη και αν αποτελούσε μία αισχρά μειοψηφία.
Αν όμως οι έξαλλοι πανηγυρισμοί αποτελούν μέσο έκφρασης συσσωρευμένης ενέργειας από καταπιεσμένα αρνητικά συναισθήματα εξαιτίας μίας σκληρής πραγματικότητας τότε η κατάσταση ίσως να μπορεί να θεωρηθεί ανησυχητική. Ότι αυτή η περίπτωση είναι και η πιο πιθανή πιστοποιείται από την γενικότερη αποδοχή και ανοχή την οποία χαίρουν αυτού του είδους οι πανηγυρισμοί. Εν τούτοις θα έπρεπε κανείς να ανησυχεί για δύο πράγματα: πρώτον, τι γίνεται στην περίπτωση που δεν προσφέρεται ένα γεγονός σαν τις ποδοσφαιρικές νίκες για εκτόνωση της έντασης και δεύτερον πως είναι δυνατόν οι άνθρωποι να διοχετεύουν λάθος ένταση σε λάθος γεγονός και να μην το καταλαβαίνουν.
Φυσικά και είναι σωστό ότι «βίος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόχευτος» αλλά αν δεν βρίσκεις ξενοδοχείο δεν συνεχίζεις να προχωράς, κάποια στιγμή ή έχεις την εξυπνάδα να κάτσεις εκεί που είσαι και να ξεκουραστείς ή πέφτεις κάτω από την κούραση.
Υπάρχουν τέλος και κάποιοι οι οποίοι βρίσκουν ενθαρρυντικό το γεγονός ότι μέσα από όλο αυτό το σαματά, γίνεται χρήση εθνικών και ίσως και θρησκευτικών συμβόλων. Ο κόσμος κρατάει και κυματίζει τη σημαία, φοράει ρούχα με στάμπα τη σημαία, ζωγραφίζει το πρόσωπο του με τα χρώματα και τα σχήματα της σημαίας. Ο κόσμος τραγουδάει ξανά και ξανά και ξανά τον εθνικό ύμνο, οι παίκτες κάνουν το σταυρό τους προσευχόμενοι στο Θεό για μία Νίκη, το ίδιο και ο Κόσμος.
Μας λένε ότι οι άνθρωποι ξεφεύγουν από την μετεμφυλιακή - μεταπολιτευτική νοοτροπία της απαξίωσης των εθνικών συμβόλων που (καλώς ή κακώς είχαν συνδεθεί με νοσηρές καταστάσεις). Τα εθνικά σύμβολα και η χρήση τους αποενοχοποιούνται καθώς αισθανόμαστε ξανά υπερήφανοι για το γεγονός ότι σε εθνικό επίπεδο μπορούμε να σταθούμε απέναντι και πάνω από άλλους λαούς. Εδώ κανονικά τίθεται το ζήτημα του πραγματικού περιεχομένου του επιτεύγματος που τα επιτελεί όλα αυτά: νίκη σε ένα ομαδικό άθλημα. Αλλά τι μπορεί να πει κανείς για το περιεχόμενο ενός αγώνα ποδοσφαίρου χωρίς να κατηγορηθεί ότι επανεφευρίσκει τον τροχό. Το ποδόσφαιρο αποτελεί ένα πλήρως καταξιωμένο τμήμα του σύγχρονου πολιτισμού σε τέτοιο βαθμό και τέτοιο εύρος που οποιαδήποτε συζήτηση για το ουσιαστικό περιεχόμενό του κινδυνεύει να θεωρηθεί γραφική ή και ελιτισμός. Αλλά ακριβώς η ευκολία με την οποία κάποιος προσδιορίζεται ως οπαδός, το γεγονός ότι δεν απαιτείται τίποτε παραπάνω από τους πανηγυρισμούς της νίκης, αποδεικνύει αν μη τι άλλο την έλλειψη περιεχομένου. Αν τώρα η έλλειψη περιεχομένου είναι τέτοια που να επιτρέπει την επένδυση με οποιοδήποτε άσχετου συμβολισμού περιεχόμενο τότε ίσως είναι επικίνδυνο ακριβώς επειδή αυτό είναι ένα είδος αποπροσανατολισμού.
Ομοίως θα μπορούσε να πει κανείς για την έκφραση θρησκευτικότητας στα πλαίσια ενός τουρνουά ποδοσφαίρου. Μπορεί η έκφραση «εν τούτω νίκα» να δηλώνει την νικοποιό δύναμη του σημείου του σταυρού αλλά ίσως η νίκη στην οποία θα συνδράμει ο σταυρός δεν είναι μία οποιαδήποτε νίκη της ποδοσφαιρικής συμπεριλαμβανομένης. Μπορεί αυτό να σημαίνει ότι ΚΑΙ ο Θεός είναι κομμάτι ελιτιστής αλλά το πλέον πιθανό η «νίκη» του σταυρού να είναι μια πνευματική νίκη και όχι ο αποκλεισμός της Εθνικής Ομάδας της Γαλλίας.
Αναρωτιέται κανείς όμως πως ΤΟΣΟΣ κόσμος είναι έτοιμος να συμμετάσχει σε αυτό το πανδαιμόνιο χωρίς ούτε στιγμή να σκεφτεί έστω αν πράγματι το αντικείμενο αυτό καθεαυτό αξίζει το μέγεθος της χαράς και το εύρος των πανηγυρισμών. Και καλά πάνω στην εξέλιξη των γεγονότων ίσως κάτι τέτοιο είναι αδύνατο αλλά τουλάχιστον μετά όταν η σκόνη έχει πέσει και τα βεγγαλικά και οι κόρνες έχουν σβήσει. Ίσως τότε να μπορέσουμε να αναρωτηθούμε αν θέλουμε πράγματι να διαφημίσουμε την Ελλάδα στο εξωτερικό ως μία μεγάλη ποδοσφαιρική δύναμη και μόνο. Γιατί Μόνο για αυτό μπορούμε να τη διαφημίσουμε. «Φέρτε μας λοιπόν και τη Βραζιλία»!