Ο κ. Στάθης Καλύβας, τακτικός καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Yale, είχε γράψει (τότε εμφανιζόταν ακόμα μόνος του) ένα άρθρο με τίτλο «Ποιοι φοβούνται την επιστημονική έρευνα της ιστορίας μας;» Σήμερα, μαζί με τον "επιστημονικό" συμπαραστάτη κ. Νίκο Μαραντζίδη που απέκτησε στο μεταξύ, έρχονται έμπρακτα να δώσουν μόνοι τους σ' αυτό το ερώτημα την εξής απάντηση: Την επιστημονική έρευνα της ιστορίας μας την φοβόνται αυτοί που φοβόνται την δημοσιότητα!
Το γιατί και το πώς ανακινήθηκε το ζήτημα του εμφυλίου στην ιστοριογραφία, καθώς και το πώς προέκυψε ο "Διάλογος για την Ιστορία", μπορεί να είναι εύκολο να το εξηγήσει κανείς αρχικά, τελικά όμως είναι ένα μεγάλο πολιτικό ζήτημα, που είναι χρήσιμο να εξεταστεί σε βάθος. Μέχρι στιγμής μόνο ελάχιστα στοιχεία έχουν βγει στο φως και μόνο ελάχιστες σκέψεις έχουν γίνει. Είναι βέβαιο ωστόσο ότι στους κυρίους Καλύβα και Μαραντζίδη χρωστάμε χάρη ότι - αν και με τον χειρότερο τρόπο - ανακίνησαν αυτό το ζήτημα.
Το ελαφρυντικό τους, για τον βάρβαρο και επιθετικό τρόπο που τοποθετήθηκαν οι δύο καθηγητές της Πολιτικής Επιστήμης, είναι ότι μέσα στην σύγχυση που επικρατεί στους πανεπιστημιακούς και πολιτικούς χώρους, δεν αντελήφθησαν την σοβαρότητα του έργου που ανέλαβαν. Τα γνωστά γραφτά τους όμως, που από την μια μεριά είναι παραδείγματα της παρακμής του ακαδημαϊκού λόγου στην εποχή στην εποχή της αγοραιοποίησής του, είναι απ' την άλλη μεριά και υποδείγματα ιστορικού νοήματος και ιστορικής σημασίας του φαινομένου της παρακμής.
Οι δύο επιστήμονες αφιερώθηκαν στην πολιτική και ιστορική μελέτη της βίας ή αντίστροφα στην μελέτη της σημασίας της βίας ως παράγοντα του ιστορικού και πολιτικού γίγνεσθαι. Και απ' την άλλη μεριά αφιερώθηκαν με έναν τρόπο τόσο πρόχειρο, επιφανειακό και βαριά αντιεπιστημονικό (άλλωστε η επιστημονική προσέγγιση πολιτικών θεμάτων ενέχει, από μόνη της, το στοιχείο της βαρβαρότητας) που αναρωτιέται κανείς ποιόν ή τι εξυπηρετούν μ' αυτήν την τόσο βάρβαρη (βίαια στην ουσία της) προσέγγιση ενός, τριπλής πολυπλοκότητας ζητήματος (πολύπλοκο ως ανθρωπολογικό ζήτημα, πολύπλοκο ως ιστορικό ζήτημα, πολύπλοκο ως πολιτικό ζήτημα), σαν αυτό.
Δεν υπάρχει λόγος να κραυγάσει κανείς, όπως συνηθίζει ο κ. Καλύβας: "μα επιτέλους πως έγιναν καθηγητές αυτοί οι άνθρωποι!", γιατί επιτέλους το κλίμα της πανεπιστημιακής εξουσίας τέτοιους επιστήμονες ευνοεί. Αντίθετα, η μεγάλη πλειοψηφία των διδασκόντων, που προσπαθούν να διερευνήσουν και να διδάξουν θέματα τόσο ψηλής σπουδαιότητας με μισθό ή ωρομίσθιο υπολειπόμενο ακόμα και του κόστους επιβίωσης, είναι πραγματικοί "αντιστασιακοί ήρωες".
Όταν μάλιστα υπάρχει και το δέλεαρ μιας ζωής πραιτοριανού της πολιτικής και ακαδημαϊκής εξουσίας, η οποία διαχειρίζεται τεράστια ποσά, που διατίθενται με τρόπους που όταν δεν αφορούν το κοινό ποινικό δίκαιο, αφορούν την άσκηση "επικοινωνιακής" πολιτικής και στην δημιουργία "φρέσκων" ερευνητικών ρευμάτων. Αυτή είναι μια αλήθεια που σίγουρα έχουν κατακτήσει οι κ. Μαραντζίδης και Καλύβας και πάνω σ' αυτήν έχουν στηρίξει και την προσέλκυση των οπαδών της θεωρίας τους.
Όλα αυτά δεν γράφονται σαν επιχειρήματα πολιτιστικού χαρακτήρα (αν και στον πολιτιστικό τομέα βρίσκονται ακόμα τα επιχειρήματα των εν λόγω καθηγητών: την σκληρή επιστήμη δεν την είδαμε ακόμα στα "φρέσκα", "νέα", "μυθοκλαστικά" και "ερευνητικά" τα οποία χρησιμοποιούν προς το παρόν σαν προπαρασκευή πυροβολικού) αλλά για να τονιστεί η σημασία της θέσης απ' την οποία "παρατηρούν" (= ερευνούν) τα ιστορικοπολιτικά ζητήματα, με τα οποία ασχολούνται στις επιστημονικές αφηγήσεις τους.
Ας γυρίσουμε όμως στο θέμα αυτού του γραφτού. Τον διάλογο για την ιστορία τον ξεκίνησαν συνειδητά, παρ' όλο που δεν περίμεναν (ίσως και επειδή δεν περίμεναν) τέτοια επιτυχία. Όπως όλες οι εκδηλώσεις της αυτοκρατορικής πολιτικής, η πρόκληση που συνιστά η εμφανιζόμενη σαν επιστημονική πρότασή τους (ενώ είναι καθαρά πολιτική) δεν μπορούσε παρά να γίνει αποδεκτή και η ανταπόκριση που είχε το απέδειξε. Αντί να τρίβουν τα χέρια τους όμως οι επίδοξοι διαχειριστές της αυτοκρατορικής επιστήμης δείχνουν, για πρώτη φορά μέσα από ένα "άρθρο" του κ. Μαραντζίδη την πρόθεσή τους να απαλλαγούν από την δημοσιότητα - που οι ίδιοι επεδίωξαν - και να περιορίσουν τον διάλογο στα - ανύπαρκτα πλέον - στεγανά του πανεπιστημιακού φρουρίου.
Κατ' αρχήν ο ισχυρισμός του κ. Μαραντζίδη ότι η θέση ενός διαλόγου για τον εμφύλιο δεν είναι στον δημόσιο χώρο, είναι διπλά ανόητος. Όλοι οι διάλογοι για σοβαρά επιστημονικά θέματα έχουν γίνει δημόσια, ακόμα κι όταν τα ίδια τα θέματα έχουν μια τεχνική πλευρά δυσνόητη στο πλατύ κοινό. Συζητήσεις για την ψυχανάλυση στην Γαλλία έχουν διεξαχθεί, μέσα από εφημερίδες, οι επιστημονικές διενέξεις για την γλώσσα στην Ελλάδα έφτασαν μέχρι την σύρραξη στα πεζοδρόμια
Απ' την μια μεριά επομένως το κοινό είναι και θα είναι πάντα ενήμερο - και μάλιστα πολύ πιο διεισδυτικά απ' τους ειδικούς - για τα σοβαρά επιστημονικά θέματα. Αλλά η απαίτηση του κ. Μαραντζίδη να μην έχει δημοσιότητα ο εμφύλιος είναι ποντιακό ανέκδοτο (σαν αυτό με τον πόντιο που ξεσκόνιζε τους κουραμπιέδες). Χώρια ότι οι Μαραντζίδης - Καλύβας που όταν τους κάνει κανείς κριτική επί θεμάτων ουσίας θυμούνται τους καλούς τρόπους, επιδεικνύουν τεράστια αγένεια στο Βιβλιοδρόμιο που δεν τους εκλιπάρησε υποθέτω να του στείλουν τα άρθρα τους.
Τέλος η "παραγγελία" που έχουν να εκτελέσουν, είναι σαφές ότι, αφορά την επίδρασή τους στην κοινωνία και όχι στον στενό κύκλο των ερευνητών και των "φιλιστόρων"! Για να το πούμε πιο καθαρά, κανείς δεν θα στρώσει με βούτυρο το ψωμί των καθηγητών Μαραντζίδη - Καλύβα για να πείσουν δέκα συναδέλφους τους, ότι το ΕΑΜ ήταν τρομοκρατική οργάνωση! Το κοινό έχουν αναλάβει να πείσουν και αυτό προσπάθησαν απ' την αρχή να κάνουν.
Τελικά όμως, παρά την θριαμβολογία του τελευταίου "καταληκτικού" τους κειμένου όπου προσπαθούν να κλείσουν τον "Διάλογο για την Ιστορία" με ένα ύφος που (μάταια βέβαια) προσπαθεί να πείσει εαυτούς και τους αλλήλους ότι η άποψή τους θριάμβευσε, ο κ. Καλύβας (εκ μέρους και του εταίρου του) εκτοξεύει ένα "βέτο" για την δημοσίευση του διαλόγου, με το οποίο ουσιαστικά ομολογεί ότι η άποψή τους είναι εξαιρετικά αδύνατη για να καταγραφεί σε ένα μονιμότερο μέσον από το ένθετο μιας εφημερίδας.
Αυτό το "βέτο" (τα εισαγωγικά επειδή δεν είναι κατανοητό γιατί πέρα από το να μη δημοσιευτούν οι δικές τους - ας πούμε - συμβολές στον διάλογο μπορούν να εμποδίσουν την δημοσίευση των υπολοίπων) εκτός των άλλων είναι μνημείο αντιεπιστημονικής σκέψης, αφού ομολογεί με σκαιότητα ότι το τεκμήριο αληθείας της επιστημονικής σκέψης δεν περιέχεται στην ίδια την σκέψη αλλά προσφέρεται απ' έξω, απ' τον φωτισμό τις "υπογραμμίσεις", και τον αριθμό των "εκφωνητών" που θα εξευρεθούν να την εκθέσουν. Κυρίως όμως ομολογεί ότι χωρίς την προστασία της λογοκρισίας οι ιστοριογραφικές θεωρίες του κ. Καλύβα δεν μπορούν ούτε καν να εμφανιστούν.
Η προσωπική μου κρίση παρεμπιπτόντως είναι ότι το "βέτο" ασκήθηκε προσωπικά απ' τους δύο επιστήμονες. Δεν είναι σύμφωνο με την ουσία της πολιτικής τους προοπτικής. Ασκήθηκε γιατί η επισημότητα της δημοσίευσης μπορεί να εμποδίσει μελλοντικούς προσωπικούς ελιγμούς τους. Γιατί βέβαια το αυτοκρατορικό επιστημονικό σκάφος, απ' την στιγμή της καθέλκυσής του, έχει αποδείξει ότι δεν θα στέκεται στον αφρό αιωνίως.
Είναι προφανές όμως ότι ο κ. Καλύβας δεν ήξερε πόσους ασκούς του Αίολου άνοιγε όταν δημιουργούσε το "φρέσκο" ρεύμα της ιστοριογραφικής προσέγγισης του Εμφυλίου", αλλά δεν ξέρει και πόσους ασκούς ανοίγει ακόμα, προσπαθώντας να κλείσει τους πρώτους. Δεν καταλαβαίνουν με άλλα λόγια ούτε αυτοί, ούτε και όσοι άλλοι υιοθετούν την αυτοκρατορική πολιτική, πόσο δεν θέλουν να έχουν δίκιο στα σημεία που έχουν δίκιο, ούτε πόσο δεν θέλουν να είναι επίκαιροι στα ζητήματα που είναι επίκαιροι.
Αν και η διαδικασία, έτσι όπως εξελίχθηκε είναι πιο διαφωτιστική από την συζήτηση επί της ουσίας των ζητημάτων (δεδομένου ότι απλά τέθηκαν τα ερωτήματα, δεν δόθηκαν απαντήσεις), θεωρώ χρήσιμη μια παρατήρηση: Στον "διάλογο για την ιστορία" υπήρξε πράγματι μια προφανής ανισότητα. Μια άδικη υπεροχή, θα μπορούσαμε να πούμε, των απόψεων που αντιπαρατέθηκαν σ' αυτή των Μαραντζίδη - Καλύβα. Είναι γεγονός ότι οι απόψεις αυτές θα ήταν εξαιρετικά δημοφιλείς ακόμα και αν ήταν επιστημονικά άτοπες, ενώ η δική τους άποψη θα ήταν εξαιρετικά απεχθής ακόμα κι αν ήταν επιστημονικά ορθή.
Αυτή η "περίεργη" εμμονή του κοινού στην ηρωοποίηση όχι μόνο της αντίστασης και του εμφυλίου, αλλά ακόμα και αυτών που με οποιονδήποτε τρόπο ασχολούνται μ' αυτούς τους αγώνες (λογοτέχνες, ιστορικοί, πολιτικοί) θα έπρεπε να είχε βάλει σε σκέψεις τους δυό επιστήμονες, αλλά θα έπρεπε να έχει βάλει σε σκέψεις και τους επιστήμονες της απέναντι πλευράς.
Το ζητούμενο απ' την ιστοριογραφία δεν είναι να εξηγήσει πώς (και γιατί) η κοινωνία έψαχνε την λύση για το μέλλον της στην πολιτική (παρά τα λάθη που έγιναν) της Αριστεράς και απεχθανόταν την "πολιτική" της Δεξιάς. Είναι να δείξει (να παρουσιάσει) πως εκφράζεται στην πολιτική η ιστορική κίνηση της κοινωνίας. Και σ' αυτή την κατεύθυνση ελάχιστα πράγματα έχουν γραφτεί και ειπωθεί.