Το πρώτο ερώτημα στο οποίο έχει να απαντήσει κάποιος που θέλει να σχολιάσει την αναταραχή αυτών των ημερών στη Γαλλία, στο Παρίσι αλλά και σε όλες τις άλλες πόλεις, είναι αν πρόκειται για μια "εξέγερση" που δεν είναι μια ευκαιριακή αναταραχή, κάποια έκτακτη μεν αλλά εν πάσει περιπτώσει "συνηθισμένη" από άποψη είδους αναταραχή, αλλά έχει έναν πολιτικό χαρακτήρα. Μήπως είναι δηλαδή σαν αυτές τις εκδηλώσεις, π.χ. χουλιγκανισμός, που ξεκινώντας από ένα τυχαίο περιστατικό, εκφράζουν οργή, αγανάκτηση, απελπισία, επιθυμία ή ότι άλλο αλλά δεν εκδηλώνουν την ανάγκη για κάποια κοινωνική αλλαγή. Η απάντηση σ' αυτό το ερώτημα είναι ότι πρόκειται πράγματι για μια σαφέστατη γενική πολιτική εξέγερση. Γενική όχι με την έννοια της έκτασης αλλά με την έννοια του περιεχόμενου της. Πρόκειται για μια αφηρημένη εξέγερση ενός ευαίσθητου κομματιού της κοινωνίας που όμως δεν αποτελείται απαραίτητα από ανθρώπους απελπισμένους, δυσαρεστημένους, οργισμένους, γενικά δηλαδή περιθωριακούς (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και δεν εκφράζονται τέτοιοι μέσα στο σύνολο των εξεγερμένων) αλλά στρέφεται κατευθείαν ενάντια στην επίσης αφηρημένη έννοια της παρούσας εξουσίας, ενάντια δηλαδή σε κάθε εκδοχή εξουσίας.
Είναι χαρακτηριστική αλλά και ιδιαίτερη η αμηχανία που επικρατεί σε όλες τις πολιτικές τάσεις απέναντι σ' αυτήν την εξέγερση. Όλοι - ακόμα και οι αναρχικοί - εκφράζουν τη συμπαράστασή τους στους εξεγερμένους της Γαλλίας, απαιτούν να αποσυρθούν τα έκτακτα μέτρα, ουσιαστικά όμως ενώ δικαιολογούν την εξέγερση, προβάλλοντας την πλατφόρμα της η κάθε μια πολιτική τάση, δεν τολμούν να υιοθετήσουν τον πολιτικό χαρακτήρα της. Για τον προφανή όσο και επιφανειακό λόγο ότι δεν μπορούν παρά να αναγνωρίσουν ότι αυτοί που μετέχουν στην εξέγερση είναι και άτομα αντίθετων πολιτικών αντιλήψεων. Σίγουρα υπάρχουν αναρχικοί, σίγουρα υπάρχουν αριστεροί κάθε είδους, σίγουρα υπάρχουν άνθρωποι χωρίς ορισμένες πολιτικές πεποιθήσεις, σίγουρα υπάρχουν ακροδεξιοί και φασίστες. Οι πράξεις όμως που γίνονται, δεν έχουν πολιτικό χρώμα. Θα έλεγε κανείς με ασφάλεια πως ό,τι γίνεται, γίνεται επειδή μπορεί να γίνει, χωρίς αυτοί που το κάνουν να έχουν την ανάγκη να δώσουν έστω και ως πρόσχημα την δικαιολογία ενός συγκροτημένου πολιτικού λόγου.
Αυτό όμως ακριβώς είναι που κάνει αυτή την εξέγερση αλλιώτικη από τις άλλες του παρελθόντος ή του παρόντος. Η εξέγερση του Μάη του 68 για παράδειγμα, παρά το γεγονός ότι ήταν αρκετά πιο γενικευμένη εκτατικά και αρκετά κραυγαλέα ριζοσπαστική και αντιεξουσιαστική, θα μπορούσαμε να πούμε, όσο παράδοξο κι αν φαίνεται, ότι δεν ήταν τόσο πολιτική ακριβώς γιατί είχε πολύ εμφανέστερο πολιτικό χαρακτήρα. Άλλωστε εκείνη η εξέγερση, κατά τη γνώμη του γράφοντος, ήταν καταφανώς επηρεασμένη από την Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα. Αυτό όμως σημαίνει ανάμεσα σε άλλα και ότι εκείνη η εξέγερση ήταν ένας απόηχος και σαν απόηχος, όσο θετική σημασία και επίδραση κι αν είχε, δεν έπαυε να αποτελεί την άμβλυνση και εν πολλοίς ακόμα και το καναλιζάρισμα ενός πρωτογενούς ιστορικού αιτήματος για κοινωνικές αλλαγές. Με άλλα λόγια ο Μάης του 68 μπορεί να θεωρηθεί, παρόλο που ασφαλώς δεν ξεκίνησε έτσι, σαν μια "εναλλακτική" πρόταση εξουσίας. Και άλλωστε αυτή ήταν και η κατάληξη του.
Διάφορες σύγχρονες εξεγέρσεις, ή αναταραχές που πήραν τον χαρακτήρα εξέγερσης, και που συνέβησαν τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα στην Γαλλία, εκφράζονταν σαν διαμαρτυρίες ενάντια στην εξουσία, σαν απαιτήσεις για την λήψη ορισμένων πολιτικών ή οικονομικών μέτρων αλλά δεν έφτασαν ποτέ στην άρνηση της εξουσίας στην αφηρημένη της έννοια. Αποτελούσαν ουσιαστικά, προτάσεις για μικρές ή μεγάλες αλλαγές μορφής εξουσίας. Αν θεωρήσουμε επίσης σαν εξεγέρσεις τις ταραχές και τις βομβιστικές ενέργειες στο Ιράκ, στην Παλαιστίνη, στην Τσετσενία κ.α. με τη λογική ότι αυτές οι ενέργειες στρέφονται κατά της εξουσίας, δεν μπορούμε να πούμε ότι αυτές είναι γνήσιες εξεγέρσεις. Δεν αποτελούν δηλαδή άρνηση της εξουσίας, αλλά ανέλπιδες, ανεδαφικές, ανοργάνωτες, και ίσως πηγαίες και στηριγμένες στην κοινωνική βάση μεν αλλά πάντως απόπειρες κατάληψής της από κάποια εναλλακτική εξουσία. Αλλά μια γνήσια εξέγερση δεν μπορεί παρά να περιέχει σαν βασικό στοιχείο την άρνηση της υφιστάμενης εξουσίας στην αφηρημένη της μορφή, δηλαδή χωρίς την ρεαλιστική ή μη προοπτική μιας άλλης εξουσίας.
Πρέπει επίσης να επισημάνουμε ότι όλες οι εξεγέρσεις και οι αναταραχές που ξέρουμε σε όλο τον κόσμο - συμπεριλαμβανομένων, για την Ελλάδα, των Δεκεμβριανών και του Πολυτεχνείου - ακόμα κι αυτές που δεν είχαν άμεσα πολιτικό χαρακτήρα, αλλά που έχουν εκραγεί στις οκτώ περίπου δεκαετίες μετά από την Οκτωβριανή Επανάσταση, τελούν υπό το βάρος αυτού του κοσμοϊστορικού γεγονότος. Έχουν δηλαδή χαμένο από την αρχή τους το τεκμήριο της αθωότητας που για την εξέγερση είναι ο αφηρημένος της πολιτικός χαρακτήρας. Αν και αποτελούν συνέχεια των εξεγέρσεων όλης της ιστορίας από τις οποίες άλλες οδήγησαν σε επαναστάσεις και άλλες όχι, αυτές έχουν πολύ πρόσφατη τη γνώση μιας επαναστατικής προσπάθειας - που στηρίχτηκε πάνω σε μια εξέγερση - δηλαδή της επανάστασης του Οκτώβρη. Είναι λοιπόν εύκολο το ευαίσθητο κομμάτι της κοινωνίας που μετέχει σ' αυτές τις εξεγέρσεις να μην αναγνωρίζει στον εαυτό του το στοιχείο της εξέγερσης αλλά να θεωρεί την δράση του σαν πολιτική κίνηση. Αυτό είναι ιδιαίτερα αληθές για την περίπτωση του Δεκέμβρη της Αθήνας.
Στην περίπτωση της αναταραχής του Παρισιού και των άλλων πόλεων της Γαλλίας, κατά τη γνώμη πάντα του γράφοντος, δεν μπορούμε να φανταστούμε ότι οι μετέχοντες είναι, όπως ήδη είπαμε, πολιτικά "αθώοι", μπορούμε όμως να θεωρήσουμε ότι στο σύνολό τους ως κοινωνικό σώμα, λειτουργούν ερήμην ενός πολιτικού "μέσου όρου". Η φωνή, ή μάλλον η κραυγή που παράγει αυτό το ομαδικό (αλλά όχι συλλογικό) πρόσωπο, δεν εκφράζει αγανάκτηση, απελπισία ή ό,τι άλλο που επομένως θα αποτελούσε ένα εν δυνάμει κοινωνικό αίτημα απέναντι στην εξουσία, αλλά απλά και μόνο την απέχθεια, την περιφρόνηση, την απαξίωση και επομένως την - πρόωρη ίσως - συνείδηση ότι αυτή η εξουσία έχει ξοφλήσει, όχι μόνο στην επικρατούσα μορφή της αλλά και σε όλες τις εναλλακτικές εκδοχές της. Είναι χαρακτηριστικό επ' αυτού πως όποιος λόγος εκφέρεται μέσα από το σώμα των εξεγερμένων, ακόμα και όταν έχει πολιτική μορφή, όταν μιλάει δηλαδή με πολιτικούς όρους κάνοντας κριτική στις πολιτικές του παρελθόντος, απλά ερμηνεύει το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει η κοινωνία με αυτές τις πολιτικές. Δεν περιέχει δηλαδή ο λόγος, ας πούμε, της εξέγερσης καμία άμεση η έμμεση πρόταση. Περιέχει μόνο την επισήμανση του αδιεξόδου.
Από την άλλη μεριά η αμηχανία των εκπρόσωπων όλων των πολιτικών τάσεων (που δεν μπορούν βέβαια παρά να επαναλάβουν για άλλη μια φορά αυτά που λένε μονότονα τα 30 τελευταία χρόνια, εξελίσσοντας απλά και μόνο την μονοτονία τους) δεν συνίσταται στην αμήχανη (επειδή και οι ίδιοι αμφιβάλλουν για αυτά που λένε) έκθεση ή προβολή των πολιτικών τους απόψεων αλλά: πρώτον, στην αποφυγή της υιοθέτησης των ταραχών και δεύτερον, στην παντελή αποφυγή οποιασδήποτε απόπειρας να τις ερμηνεύσουν συγκεκριμένα. Δεν ερμηνεύουν αλλά απλώς "δικαιολογούν", έστω και θερμά, αυτά τα γεγονότα σαν αποτέλεσμα κάποιων ατελέσφορων πολιτικών. Στην Ελλάδα ξύπνησαν οι "ειδικοί" των παραθύρων για να μιλήσουν για άλλη μια φορά για την καλή ή κακή μεταναστευτική πολιτική. Ακόμα και το "δικό μας" το ΚΚΕ, που συνήθως, πολύ εύκολα, ξεμπερδεύει δια της πρακτορολογίας με όποια κίνηση δεν προέρχεται από το στρατόπεδο του, αυτή τη φορά διά του ΠΑΜΕ (για να μην εκτεθεί ως κόμμα) δικαιολογεί τις ταραχές αυτές, μιας που άλλωστε ευτυχώς δεν γίνονται και μπροστά στην πόρτα του. Τελικά όλοι φοβούνται μήπως η αναταραχή απλωθεί και σε άλλες χώρες και οτιδήποτε κάνουν είναι είτε για να την αντιμετωπίσουν όσο γίνεται πιο ήπια, είτε για να την αμβλύνουν μέσα από τις κινήσεις και τις δηλώσεις της συμπαράστασής τους.
Η στάση των πολιτικών τάσεων είτε συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα στο εξουσιαστικό σύστημα είτε όχι, δεν καταφέρνει να κρύψει την ολοφάνερη αδυναμία τους να εκμεταλλευτούν για λογαριασμό τους τις δυνάμεις που εκλύονται σ' αυτή την εκδήλωση της κρίσης, αντίθετα από την στάση τους μέχρι σήμερα και κυρίως αντίθετα από την στάση τους με την έκρηξη του κινήματος ενάντια στην παγκοσμιοποίηση και ενάντια στον πόλεμο όπου προσπάθησαν και σε μεγάλο βαθμό πέτυχαν να καπελώσουν ποικιλοτρόπως τις δυνάμεις που αναπτύχθηκαν. Αντιλαμβάνονται δηλαδή έστω και υποσυνείδητα ότι ακόμα και αν υπάρχουν άτομα ανάμεσα στους εξεγερμένους που είναι οπαδοί τους, η όλη κατάσταση δεν μπορεί να αποδώσει κέρδος σε καμία από τις πολιτικές κατευθύνσεις που υπάρχουν σήμερα υποστηρίζοντας μια άλλη όσο και διαφορετική να είναι εκδοχή εξουσίας.
Δεν ξέρουμε βέβαια κατά πόσο αυτή η εξέγερση θα αναπτύξει ποιότητες, στις υπάρχουσες πολιτικές δυνάμεις θα τις κάνει ικανές να εκμεταλλευτούν αργότερα αυτή την κατάσταση. Αλλά ακόμα και αν αυτό γίνει δεν μπορεί παρά να είναι προσωρινό, πολύ γρήγορα ο παράδοξος, χωρίς λόγια, πολιτικός λόγος της εξέγερσης θα ξεπεράσει οποιαδήποτε προσπάθεια εκμετάλλευσής του, για να οδηγήσει στον συγκροτημένο πολιτικό λόγο που πραγματικά αντιστοιχεί στη σημερινή κατάσταση. Ούτε μπορούμε ούτε είναι ορθό να κάνουμε μια πρόβλεψη για το ποιος θα είναι συγκεκριμένα αυτός ο πολιτικός λόγος και ποιος θα τον εκφέρει πέρα από την γενικολογία ότι δεν μπορεί παρά να είναι ένας λόγος αντιθετικός, ένας λόγος μέσα στον οποίο θα συγκρούονται δύο αντίθετες πλευρές, ένας λόγος δηλαδή με γνήσιο εσωτερικό διαλεκτικό χαρακτήρα. Μπορούμε όμως να οδηγηθούμε σε μια τελική παρατήρηση που ίσως μπορεί να φωτίσει και να ερμηνεύσει αυτή την ιδιόρρυθμη και πρωτοφανή κατάσταση.
Μπορούμε να τελικά να παρατηρήσουμε ότι αυτός ο "χωρίς λόγο" λόγος της εξέγερσης, αντιστοιχεί, για πρώτη φορά, στον "χωρίς λόγο" λόγο της εξουσίας. Πολλές φορές έχει γίνει φανερή μια τάση, σε όλα τα επίπεδα και τους κλάδους του σημερινού ενιαίου πολιτικού συστήματος, που όλοι αρχίζουν πια να ονομάζουν αυτοκρατορία, οι φορείς της εξουσίας, πρώτα να ενεργούν και μετά να σκέφτονται τις πράξεις τους και να προσπαθούν να τις επενδύουν με πολιτικό λόγο. Οι εισβολές που επιχειρήθηκαν τελευταία στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, σε άλλες μικρότερες αλλά όχι υποδεέστερες, πολιτικές πράξεις όπως στην Κύπρο με το δημοψήφισμα και τέλος όλες οι πράξεις της λεγόμενης τρομοκρατίας, είναι φανερό ότι στην ουσία δεν επενδύθηκαν από κανέναν προκαταβολικό πολιτικό λόγο. Προβλήθηκαν κάποιες υποτιθέμενες μελέτες αλλά αυτές δεν αποτελούσαν σε καμία περίπτωση πολιτικό λόγο. Αυτό θα γινόταν φανερό αν δεν προλάβαιναν οι υποτιθέμενοι πολέμιοι των εισβολέων να τις επενδύσουν με τον δικό τους εξίσου κενό αλλά πιο "εύληπτο" λόγο ή ονομάζοντας "ψευδολογία" τον λόγο των δραστών. Το γεγονός ωστόσο παραμένει ότι η εξουσία δεν έχει πια καμιά δυνατότητα να έχει οποιονδήποτε οσονδήποτε σκληρό και αντιλαϊκό αλλά πάντως πραγματικό πολιτικό λόγο. Ο λόγος της εξουσίας είναι η πρακτική της, στην οποία οδηγείται εντελώς ασυνείδητα αλλά έχοντας την αυταπάτη ότι οδηγείται με βάση κάποιο σχέδιο. Η εξέγερση που παρακολουθούμε, αν δεν είναι ήδη απολύτως αντίστοιχη, πάντως είναι προς την ίδια κατεύθυνση. Δεν έχει ανάγκη δηλαδή να επενδυθεί εκ των προτέρων με κάποιον πολιτικό λόγο αλλά αποτελεί λόγο με την ίδια την πρακτική της. Αν αυτή η παρατήρηση είναι σωστή, πρέπει να πούμε ότι βρισκόμαστε εμπρός σε μια διαδικασία που θα πάει αναγκαστικά πολύ μακριά όχι μόνο από άποψη χρόνου αλλά και από άποψη κοινωνικού βάθους.