Πολιτισμός | ΣΕΛΙΔΕΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ | hits: 1919
Κανιβαλισμός μετά μουσικής
άρθρο
του Κωστή Παπαϊωάννου
Τρ, 25 Απρ 2006

Οι μέρες που περνάμε, σαν κοινωνία, είναι δύσκολες αλλά είναι και κοσμογονικές. Η αντίφαση συμπυκνώνεται σε έναν συμβολικό κανιβαλισμό, γύρω από το ιστορικό παρελθόν του κομμουνιστικού κινήματος και το πολιτικό παρόν της Αριστεράς. Πνευματικοί κανίβαλοι από όλες τις πολιτικές πλευρές χορεύουν γύρω από αυτό που θεωρούν σαν πτώμα του κομμουνισμού, προσπαθώντας να αποσπάσουν ένα κομμάτι απ' αυτό, ελπίζοντας έτσι να απομακρύνουν το τραγελαφικό τέλος της πνευματικής ζωής που διάλεξαν να ζήσουν. Ο κανιβαλισμός έχει πολλές μορφές ανάμεσα στις οποίες η πιο ενδιαφέρουσα ίσως είναι αυτή στο χώρο της μουσικής, στο κέντρο του οποίου δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από τον Μίκη Θεοδωράκη, αφού αυτός συμβολίζει και με την μουσική του και με την πολιτική του όλα τα καλά και τα κακά της μεταπολεμικής ιστορίας της Αριστεράς.

Στις σελίδες του ενθέτου "7" που κυκλοφορεί μαζί με την "κυριακάτικη ελευθεροτυπία", παίχτηκε μια σκηνή του μουσικού κανιβαλισμού, με πρωταγωνιστή τον συνεργάτη της "Ε" κ. Ευγένιο Αρανίτση. Ο τελευταίος, σ' ένα άρθρο ("7", 26/03/2006), στις αράδες του οποίου ετύρβαζε μεταξύ ελαφρού και βαριού λαϊκού, αναφέρθηκε με μια ποσοτικά ελάχιστη (όπως όλα τα δηλητήρια) φράση στην μουσική του Μίκη Θεοδωράκη λέγοντας ότι «... παρασύρθηκε από τον γιγαντισμό μιας ιδεολογικής κατασκευής που προϋπέθετε την παραδοχή ότι το λαϊκό στοιχείο, (...) θα ξαναέβγαινε πάνοπλο απ' το κεφάλι του και έτσι έβαλε το ταλέντο του ενέχυρο σε μιαν ηθική της φόρμας όπου το θρόισμα του θανάτου πήρε ύφος παιάνα.». Προφανώς ήταν ανύποπτος για το πόσο βαθειά κατεβαίνει χωρίς σκάφανδρο, μ' αυτή την φράση, στο βάθος της μεταπολεμικής μας ιστορίας.

Η συνέχεια ήταν αναμενόμενη. Ο Μίκης του απαντάει ("7", 09/04/2006) και αναφερόμενος σ' αυτή και μόνο την φράση, τον συγκαταλέγει στα πνευματικά του παιδιά, που τώρα τον τριγυρίζουν σαν "ύαινες" καραδοκώντας να κατασπαράξουν το μεγαλείο του "πατέρα" τους και υποστηρίζει, επί της ουσίας, ότι ξοδεύει την εξυπνάδα του, σε πράγματα που γυαλίζουν «σαν τα τενεκεδάκια στις χωματερές» επειδή είναι ανίκανος «να δει όλη την Ελλάδα και όλες της τις αλήθειες» γιατί φοβάται να δει «το άλλο, το άγριο πρόσωπο της Ελλάδας...» Ο κ. Αρανίτσης αντί να αντιληφθεί το λάθος του και, είτε να αποσυρθεί σεμνά, είτε να αντεπιτεθεί, αλλά θαρραλέα και σοβαρά, γράφει άλλα δυο "παράδοξα" ("7", 09/04/2006 και 16/04/2006), και ποιος ξέρει πόσα θα γράψει ακόμα, επιμένοντας με εφηβικό πείσμα στην ταλάντευσή του ανάμεσα στην αμηχανία της ενοχής και στον φθόνο του μεγαλείου, επιφανειακά εναντίον του Μίκη, στο βάθος όμως εναντίον της Αριστεράς.

Το επεισόδιο που δημιούργησε εκ πρώτης όψεως, αποκαλύπτει το άθλιο πολιτικό παιχνίδι που παίζεται σε βάρος της κοινωνίας, με την πολιτική και ιστορική "χρήση" της Αριστεράς. Στο βάθος όμως αποκαλύπτει, το λογικό εργαλείο, με το οποίο παίζεται αυτό το παιχνίδι. Το ανακάτεμα της ιστορίας με την πολιτική, προκειμένου να βγουν συμπεράσματα που δεν είναι χρήσιμα στην πολιτική πράξη ή στην ιστορική γνώση αλλά στην ανάπτυξη μιας φασιστικής ιστορικοπολιτικής ιδεολογίας. Ο κ. Αρανίτσης αδικώντας την ευφυΐα του, επαναλαμβάνει μια επικίνδυνη γελοιότητα που ενδημεί στην σημερινή πολιτική σκέψη: επειδή δηλώνει ότι «...εμείς τραγουδούσαμε στο λεωφορείο αντάρτικα και καπνίζαμε κρυφά και η φύση έλαμπε ξαφνικά ανεπηρέαστη από την ηλιθιότητα της χούντας και όλοι έμοιαζαν ερωτευμένοι και μετρούσαν τις ώρες σαν εθελοντές σ' ένα κάλεσμα που θα ανέτρεπε τα όρια.» νομίζει ότι απέκτησε το "δικαίωμα" να ζητάει ρέστα από όλα τα γνωστά και άγνωστα (σ' αυτόν) ταμεία της Αριστεράς.

Στο επίπεδο της πολιτικής η απάντηση στον κ. Αρανίτση, περιέχεται στους ισχυρισμούς του: Ας πρόσεχε, όταν φανταζόταν ότι με δύο τσιγάρα και με δύο τραγούδια, θα έμπαινε στο επαναστατικό κίνημα και όταν περίμενε, ότι θα έβρισκε μέσα σ' αυτό, όλους τους απολλώνιους αγγέλους της άγριας (και βρώμικης θα προσθέσω) μεταπολιτευτικής κοινωνίας. Ας βρει ποιος του χρωστάει, για τις οικιοθελείς φαντασιώσεις του αλλά ας μην ψάχνει για μια Αριστερά που δεν θα μάθει ποτέ που κατοικεί και πάντως δεν κατοικεί στον χώρο του εμπορικού μάρκετινγκ, στην πολιτική επιφάνεια του οποίου είναι και ίδιος πνιγμένος. Το σοβαρό ζήτημα όμως που έθεσε η ναρκισσιστική οξυδέρκεια του κ. Αρανίτση, χρειάζεται μια βαθύτερη απάντηση, που βέβαια σ' αυτόν είναι άχρηστη.

Η μουσική του Μίκη, στην δεκαετία του '60, παρουσιάζει μια παγκοσμίως πρωτοφανή αντίθεση, ανάμεσα στον πένθιμο χαρακτήρα του επιλεγμένου ποιητικού λόγου και στον επικό χαρακτήρα της μουσικής με την οποία αυτός επενδύεται. Το πένθος, δεν είναι "θρόισμα θανάτου", ούτε η επική μουσική είναι "παιάνας"! Πάντως η μουσική του Θεοδωράκη είχε σημαντική πολιτική επίδραση στην κοινωνία της δεκαετίας του '60 και κατά την Αριστερή άποψη που ακολουθεί και ο γράφων, η επίδραση ήταν αρνητική. Οι "απογοητευμένοι" κριτικοί της Αριστεράς αγνοούν ότι αυτή η άποψη, που επίσης ανήκει στην γενιά του Μίκη, εκφράστηκε εντονότατα στις δεκαετίες και του '40 και του '60 και του 70, και γι αυτό ακριβώς αποσιωπήθηκε με "θύματα" τα "παιδιά" της μεταπολίτευσης, στα οποία εμφυτεύτηκε ένας λόγος βαριάς ή ελαφριάς ηθικολογίας και καλοπληρωμένης ή κακοπληρωμένης απογοήτευσης. Απογοητεύτηκαν τα "παιδιά" από την Αριστερά των "πατεράδων", από αυτούς δηλαδή που ακριβώς είχαν εμφυτεύσει την απογοήτευση.

Είναι εντελώς αδιάφορο αν η αισθητική αντίφαση επιβλήθηκε με τη συναίνεση ή ακόμα και με την επιθυμία του Μίκη Θεοδωράκη. Το γεγονός ότι επιβλήθηκε δείχνει πως κάθε σκέψη για μια μουσική όπου «η απολλώνια πειθαρχία και κομψότητα θα συναντούσε μια βαθύτερη σιγή, σχεδόν εκκλησιαστική» ήταν απλά εκτός τόπου και χρόνου. Και εδώ είναι το ιστορικό ζήτημα: Ποια συγκυρία επέβαλε μια αντιφατική μουσική, που ξενίζει δύο αντίθετες πλευρές; Την πλευρά του κ. Αρανίτση που θα "βολευόταν" (σήμερα) με μια "εκκλησιαστική σιγή" και στην μουσική, και την πλευρά της Αριστεράς του γράφοντος που "απέρριπτε" (τότε) την επιλογή των πένθιμων στοίχων. Όταν σκεφτούμε ότι καμιά πλευρά δεν βλέπει αντίφαση στο επικό ύφος με το οποίο ο Όμηρος αφηγείται, την βαρβαρότητα του Αχιλλέα, να σέρνει τον νεκρό Έκτορα πίσω από το άρμα του, βρίσκουμε το κλειδί.

Η ομηρική ποίηση όμως γράφτηκε αιώνες μετά από το "γεγονός" που αφηγείται. Η μουσική αφήγηση του Μίκη γράφτηκε σε μια εποχή που ο "μύθος" της Αριστεράς δεν είχε ακόμα σχηματιστεί. Η πολιτική ένσταση ήταν (τότε) ότι η αφηγηματική, επική, μυθοποίηση μιας Αριστεράς που ζούσε και είχε μπροστά της (και έχει ακόμα) δρόμο, την έβλαπτε θανάσιμα. Η δικτατορία επιβεβαίωσε την βασιμότητα της ένστασης. Ο ρόλος που παίζει (σήμερα), μέσα σ' έναν ορυμαγδό πολύπλευρων και ετερόκλητων διορθώσεων της Ιστορίας, η αναδρομική διόρθωση της αισθητικής αντίφασης του Μίκη Θεοδωράκη, είναι ο ίδιος που έπαιξε (τότε) η εξύμνηση της αντίφασης. Αντίθετα η λογική εξέλιξη της (τότε) πολιτικής κριτικής στην μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, είναι (σήμερα) η ιστορική της αποτίμηση.

Η μουσική του Μίκη, όσο κι αν κόστισε (τότε) στην κοινωνία, εξέφρασε μεγαλειωδώς την πραγματική αντίφαση, ανάμεσα στο παρελθόν και στο μέλλον, της κοινωνίας. Αντίφαση που εκφραζόταν (τότε) στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα, σαν αντίφαση ανάμεσα στην αστική (ηρωική) και στην προλεταριακή (υλιστική) αντίληψη για την επανάσταση. Το μεγαλείο της μουσικής του Μίκη, όπως μπορούμε να το βλέπουμε σήμερα, είναι πως ενώ επέλεξε έναν λόγο περί απώλειας της ζωής, ακόμα και της αισιοδοξίας, δεν πέρασε την απαισιοδοξία στην μουσική. Δεν έγραψε άσματα "πένθιμα και ηρωικά" αλλά άσματα "πένθιμα και θριαμβικά". Όσο κι αν δεν μας άρεσε τότε, ο Μίκης τραγούδησε την αλήθεια της εποχής του, για μια κοινωνία που δεν μπορούσε παρά να ζήσει και να θριαμβεύσει, αλλά τότε βάραινε ακόμα επάνω της ο θάνατος. Σήμερα ακόμα και ο θάνατος προσπαθεί να θυμίσει την ζωή επισημαίνοντας, δια χειρός Αρανίτση, τις αντιφάσεις της.