Υπαρκτή Αριστερά | ΣΕΛΙΔΕΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ | hits: 1785
Η θύελλα της κοινωνικής αλλαγής και η απάτη της "μεταπολίτευσης του λαού". (ΙΙΙ)
άρθρο
του Κωστή Παπαϊωάννου
Κυρ, 18 Μαρ 2012

Στην αρχή του προηγούμενου κομματιού αυτού του κειμένου σημείωνα ότι στις σημερινές συνθήκες της κρίσης η αριστερή πολιτική (αν υπήρχε) θα έδινε απαντήσεις σε τρία βασικά ερωτήματα: το πρώτο, ποιό είναι το ιστορικό νόημα της κρίσης, το δεύτερο, ποια είναι η κοινωνική αλλαγή που επιβάλει η κρίση, το τρίτο και πιο σημαντικό ποιά είναι η πολιτική οργάνωση που απαιτούν οι συνθήκες της κρίσης.

Δεν κατάφερα με τα δύο προηγούμενα κείμενα, παρά την φλυαρία τους, να φωτίσω πολύ σοβαρά τα δύο πρώτα ζητήματα και ουσιαστικά δεν αναφέρθηκα καθόλου στο τρίτο. Ελπίζω να συμπληρώσω τις ελλείψεις στην συνέχεια. Και πάντως ελπίζω πως μέχρι εδώ έγινε τουλάχιστον σαφές πως δεν θεωρώ την κρίση σαν "κατόρθωμα" των "καπιταλιστών" όπως υποστηρίζουν οι επιτελείς της "υπαρκτής" αλλά σαν ένα κομμάτι της ιστορικής διαδικασίας της επαναστατικής κοινωνικής αλλαγής.

Δεν θεωρώ επομένως ότι το είδος της κοινωνικής αλλαγής θα το υποδείξει ο σχεδιασμός κάποιων πολιτικών αυθεντιών της "υπαρκτής", όπως ο Ρινάλντι, αλλά ότι το επιβάλει ήδη η κρίση, το επιβάλει δηλαδή το γεγονός ότι η βασική αντίθεση της κοινωνίας την οποία ουδείς έχει ενδιαφερθεί να αποκαλύψει και να εξετάσει -- πράγμα που δεν μας εκπλήσσει βεβαίως έχει προ πολλού μετατραπεί σε αντίφαση.

Στην τριλογία λοιπόν των άρθρων με τα οποία ο Ρούντι Ρινάλντι, προανάγγειλε την "μεταπολίτευση του λαού", αυτός ισχυρίστηκε ότι «οι πλατείες ζήτησαν και απαίτησαν μια μεταπολίτευση του λαού». Και αφού την ζήτησαν οι πλατείες -- λαϊκή διαταγή και τα σκυλιά δεμένα -- η ΚΟΕ έσπευσε να αφισοκολλήσει την "απαίτηση του λαού" σε τοίχους και σε κολώνες, σε όλη την "χώρα", για να μάθει και ο λαός τι "ζήτησε και απαίτησε" στις πλατείες. Αυτό το "επικοινωνικό" καραγκιοζιλίκι ονομάζεται από την ΚΟΕ υψηλή πολιτική.

Αν όμως δεν παρασυρθεί κανείς από την ευκολία της ευθείας μετάφρασης των εκδηλώσεων της κοινωνίας σε "αιτήματα" και σε "απαιτήσεις", όπως έκανε η "υπαρκτή" και στην εξέγερση του Δεκέμβρη 2008, με την φτηνή λογική της δήθεν "εκπροσώπησης" του  "λαού", τότε θα αρχίσει να αντιλαμβάνεται ότι το κοινωνικό φαινόμενο της πλατείας έχει πολύ σοβαρή ιστορική σημασία.

Ο καθένας μπορεί να "ακούσει" όπως θέλει την φωνή του "λαού" ανάλογα με την παραλλαγή του φασισμού που έχει διαλέξει να υπηρετήσει ή να διευκολύνει. Αλλά για έναν αριστερό τα κοινωνικά φαινόμενα "μιλούν" μέσα από αυτά που είναι σαν γεγονότα, σαν κομμάτια της πραγματικότητας, σαν πραγματικά σχήματα και όχι μέσα από τα λόγια που "επικρατούν" σ' αυτά, τα λόγια ακούγονται πιο "ενισχυμένα", πιο "στρογγυλεμένα" και πιο "εύκολα" από τα άλλα.

Ένας αριστερός θα πρέπει αντίθετα να προβληματιστεί για την ευθύνη που έχουν οι επιτελείς της υπαρκτής οι οποίοι εμπόδισαν την πλατεία να λειτουργήσει, για να μπορούν εκ των υστέρων να παραχαράζουν το νόημά της. Σε ποιο βαθμό και σε ποιο βάθος χρόνου κατάφεραν ό,τι κατάφεραν στην παραχάραξη είναι άλλο ζήτημα.

Το φαινόμενο της πλατείας λοιπόν έχει τρία αναντίρρητα πραγματικά στοιχεία: πρώτον, δεν αφορά ένα μέρος της κοινωνίας αλλά ολόκληρη την κοινωνία, δεύτερον, είναι μια συνάντηση ατόμων και όχι "συλλογικοτήτων" και "συνιστωσών", και τρίτον στρέφεται ενάντια στο θεσμικό σύστημα συνολικά και μόνιμα και όχι ενάντια σε ένα μέρος του και στην σημερινή του φάση.

Η πλατεία, με άλλα λόγια, ήταν μια συνειδητή, αν και όχι έμπειρη και νικηφόρα, επίθεση της κοινωνικής βάσης ενάντια στην αυθεντία και ενάντια στα επιτελεία. Η πλατεία ήταν η συνέχεια του Δεκέμβρη του 2008. Αν εκείνο το κοινωνικό φαινόμενο του Δεκέμβρη του 2008 ήταν μια τυφλή κοινωνική εξέγερση ενάντια στα σύμβολα του εξουσιαστικού συστήματος (τράπεζες και βιτρίνες), το φαινόμενο της πλατείας ήταν η αμυδρή έστω αλλά σαφής αρχή μιας συνειδητής επαναστατικής κοινωνικής αλλαγής.

Από την άλλη μεριά, αν πεισθούμε να πάρουμε τοις μετρητοίς τα "στρογγυλεμένα" λόγια που ακούστηκαν στην πλατεία (λόγια τα οποία ευχαρίστως αναμετέδωσαν τα ΜΜΕ της "υπαρκτής" και ειδικά ο "Δρόμος" της "υπαρκτής", η εφημερίδα των Ρινάλντι - Θεωνά) αυτά θα τα συνοψίσουμε σε έναν λόγο ενάντια στην "πλουτοκρατία", στην "χρεοκρατία", στην "κλεφτοκρατία" και στην "φαυλοκρατία", σε έναν λόγο δηλαδή που μπερδεύει τα συμπτώματα με τις αιτίες, σε έναν λόγο που αν δεν μπει σε συζήτηση και σε κριτική, ανοίγει διάπλατα την πόρτα στον φασισμό.

Ο Ρινάλντι δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να μεταφέρει τον ανεπεξέργαστο λόγο της πλατείας, στην γελοιογραφία "πολιτικού προγράμματος" που είναι η φασιστική ανοησία της "μεταπολίτευσης του λαού". Μας λέει:

«Επομένως τα "κάτω" και τα "φύγετε" της πλατείας είναι καθοριστικά και σωστά βρίσκονται στο επίκεντρο της λαϊκής οργής» για να γίνουν όμως «πειστικά και κατανοητά, οφείλουν να γίνουν πιο καθαρά και να συνδεθούν (..) με μια μεταπολίτευση του λαού, δηλαδή με μια μεταπολίτευση κατά την οποία ο λαός θα βάλει την σφραγίδα του στις εξελίξεις».

Σε όλο το υπόλοιπο άρθρο του ο Ρινάλντι εκθέτει το "πολιτικό πρόγραμμα" μιας "μεταπολίτευσης του λαού", ένα πρόγραμμα που κινείται πάνω στον άξονα μιας φασιστικής αντίληψης για την (μη) προοπτική της κοινωνίας.

Στην γενική αερολογία του προγράμματος της "μεταπολίτευσης του λαού" έρχεται και ξανάρχεται η έκφραση «ανατροπή του σάπιου πολιτικού συστήματος» επειδή όπως λέει χωρίς αυτήν «δεν μπορεί να γίνεται λόγος για "πολιτική, οικονομική, κοινωνική διέξοδο της χώρας"». Όταν όμως ο Ρινάλντι εξηγεί πώς εννοεί την ανατροπή, βλέπουμε ότι δεν υπάρχει καμιά ανατροπή σε επίπεδο συστήματος αλλά μόνο "μέτρα" και "αποφάσεις" που περιορίζονται απολύτως μέσα στο πλαίσιο του "σάπιου" συστήματος. Το πρόγραμμά του δηλαδή είναι ακριβώς μια φασιστική "νέα μεταπολίτευση".

Η ανατροπή κατ' αυτόν θα γίνει με την "στοιχειώδη λειτουργία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας" με τον "περιορισμό της τηλε-δημοκρατίας" με το "να πάνε φυλακή οι υπεύθυνοι για την χρεοκοπία και τη σπατάλη" με την "απαλλαγή από το μνημόνιο" (μέσω μιας "νέας συντακτικής συνέλευσης") με τον "επανακαθορισμό της θέσης της Ελλάδας σε διεθνείς οργανισμούς" (μέσω "διαπραγματεύσεων" και με "την πιθανή (!!!) διενέργεια δημοψηφισμάτων") . Αλλαγές δηλαδή που θα γίνουν με την άδεια των κοινωνικών δυνάμεων (όποιες είναι αυτές) που καθορίζουν το σύστημα, και με τον όρο της διατήρησης των σχέσεων εξουσίας.

Υπάρχει βεβαίως και η "σφραγίδα του λαού"! Με την "μεταπολίτευση του λαού" η σφραγίδα του λαού θα μπει στις εξελίξεις με το να "ακούγεται η φωνή του λαού" με το "να ζητιέται η γνώμη του σε κρίσιμα ζητήματα" με το να "είναι ενεργός παράγων σε όλες τις κρίσιμες αποφάσεις και προσανατολισμούς".

Είναι εντελώς αστείο να επιχειρηματολογεί κανείς για την φωνή του "λαού", απέναντι σε έναν εκπρόσωπο των επιτελείων της "υπαρκτής", που έχουν στηρίξει την πολιτική τους στον σκοταδισμό, στην αποσιώπηση και στην λογοκρισία. Και μάλιστα απέναντι ειδικά στον Ρινάλντι που διεκδικεί προσωπικές δάφνες και βραβεία Γκίνες σ' αυτό το σπορ. Ωστόσο δεν μπορώ να μην πω ότι το πρόβλημα να μας υποσχεθεί ο Ρινάλντι ότι στην "μεταπολίτευσή του" θα ακουστεί η φωνή του "λαού" αλλά να μας πει αν μπορεί να φανταστεί ένα κοινωνικό πλαίσιο αντιπαράθεσης ιδεών, μέσα στο οποίο θα κρίνεται και η κρισιμότητα των ζητημάτων και μέσα στο οποίο η κοινωνική βάση θα είναι ο μοναδικός παράγων καθορισμού του προσανατολισμού της κοινωνίας.

Βεβαίως, ζητήματα όπως τί είναι σύστημα και πώς καθορίζεται το πλαίσιο είναι πολύ σοβαρά θεωρητικά ζητήματα που η αγραμματοσύνη των αυθεντιών της "υπαρκτής" τα έχει κυριολεκτικά πνίξει. Μπορούμε όμως να πούμε ότι η κοινωνία, και όχι μόνο η ελληνική αλλά η παγκόσμια βρίσκεται σήμερα μπροστά στην ολοκλήρωση μιας κοινωνικής αλλαγής τόσο μεγάλης που γελοιοποιεί εν τη γενέσει της κάθε ιδέα για μια ακόμα "μεταπολίτευση" που στην ουσία της προσπαθεί να την εμποδίσει.

Ο Ρινάλντι εκ του ασφαλούς από τον θρόνο του στον "Δρόμο της Αριστεράς", αλλά κυρίως τα νέα παιδιά της κοινωνικής βάσης της ΚΟΕ που αναγκάστηκαν να ξημεροβραδιάζονται στις πλατείες, για να περάσουν την γραμμή, μεταμφιεσμένοι σε αγανακτισμένους πολίτες, ξέρουν πολύ καλά ότι οι πλατείες καθόλου δεν "ανέδειξαν" την λαϊκή απαίτηση για την φασιστική ανοησία μιας "μεταπολίτευσης του λαού". Αντίθετα οι πλατείες απέρριψαν εκ των προτέρων όχι μόνο αυτή την φασιστική ανοησία αλλά ολόκληρο το πολιτικό και το κομματικό σύστημα, που έτσι κι αλλιώς βρίσκεται υπό διάλυση.

Οι πλατείες ανέδειξαν περίτρανα την ετοιμότητα της κοινωνίας για το τρίτο και τελευταίο μεγάλο της βήμα για το ξεπέρασμα του αστικού θεσμικού συστήματος και του εξουσιαστικού συστήματος γενικά, στην συγκρότησή της.

Το πρώτο βήμα είναι η καθιέρωση της καθολικού εκλογικού δικαιώματος που διαμόρφωσε ένα σχήμα συμμετοχής της κοινωνικής βάσης στην διαμόρφωση του θεσμικού συστήματος. Το δεύτερο βήμα είναι η καθιέρωση της σοβιετικής δημοκρατίας που διαμόρφωσε έναν μηχανισμό ελέγχου της εξουσίας από την κοινωνική βάση. Το τρίτο βήμα μεγάλο και τελευταίο βήμα είναι η πλατεία που αναδεικνύει το σχήμα της αδιαμεσολάβητης πολιτικής επικοινωνίας των ανθρώπων της κοινωνίκής βάσης με το οποίο η κοινωνία θα απαλλαγεί από το βάρος των εξουσιαστικών σχέσεων και από την καταπίεση της αυθεντίας.