Άρχισε με επισημότητα και αυτό το φθινόπωρο με την "γενική απεργία" της 26ης Σεπτεμβρίου 2012 (μαζί με την σχολική χρονιά και την ακαδημαϊκή χρονιά) μια νέα αγωνιστική χρονιά. Άρχισε έτσι, χωρίς πρόγραμμα χωρίς στόχο και χωρίς καμιά κατεύθυνση και προοπτική, όπως αρχίζουν και όπως πορεύονται στον ετήσιο κύκλο τους τα τελευταία χρόνια, όλες οι θεσμοθετημένες κοινωνικές διαδικασίες, στην ελληνική κοινωνία και σε όλο τον κόσμο.
Η εναρκτήρια διπλή "αγωνιστική" παράσταση στην Αθήνα και στην Θεσσαλονίκη, ήταν μια πορεία "ήσυχη" στον μεγάλο όγκο της, με τα γνωστά πανό και συνθήματα, διανθισμένη με μερικά χημικά επεισόδια κι κάποιες φωτιές: Αν γινόταν και ένας αγιασμός θα καταλαβαίναμε όλοι ότι ήταν και τυπικά μια επίσημη τελετή έναρξης από μακρού καθιερωμένη. Το πολιτικό πλαίσιο όμως μέσα στο οποίο δόθηκε αυτή η επίσημη "μαζική" θεατρική πρεμιέρα, δεν είναι καθόλου συνηθισμένο.
Η πολιτική κατάσταση στην ελληνική κοινωνία είναι πρωτοφανής για ολόκληρη την μεταπολεμική περίοδο. Είναι μια κατάσταση που γεννάει μεγάλα θεωρητικά ερωτήματα και δημιουργεί σύγχυση και κίνδυνους παρερμηνείας αλλά ωστόσο η εξέλιξή της είναι εμπειρικά και θεωρητικά αναμενόμενη. Η "αγωνιστική χρονιά" που μόλις άρχισε, θα χαρακτηριστεί από μια χαώδους πολυπλοκότητας σύγκρουση μεταξύ φασισμού και οπορτουνισμού που θα διεξάγεται με τους όρους του φασισμού.
* * * * * *
Με τον διμετωπισμό που διαμορφώθηκε, μέσα από την διαδικασία των τελευταίων εκλογών, οι "αγώνες των εργαζομένων" (δηλαδή ένα θέατρο με συμμετοχή του πλήθους) θα ενταχθούν και τυπικά πια σε μια εκσυγχρονισμένη φαλκίδευση των κοινωνικών αντιθέσεων, με τον συριζικό οπορτουνισμό να ηγεμονεύει στο "κόκκινο μέτωπο", απέναντι στην Χρυσή Αυγή, που θα ηγεμονεύει στο "μαύρο μέτωπο".
Είναι εξ άλλου σαφές πως όλες οι μέχρι σήμερα κοινωνικές συγκρούσεις που διεξάχθηκαν με την "καθοδήγηση" του φασισμού στην συντηρητική πλευρά και του οπορτουνισμού στην επαναστατική πλευρά κατέληξαν χωρίς καμιά εξαίρεση στην επικράτηση βάρβαρων φασιστικών καθεστώτων με οδυνηρές συνέπειες για την κοινωνία.
Υπάρχει ωστόσο μια σημαντική διαφορά. Σε όλες τις πολιτικές συγκρούσεις του παρελθόντος, οι άνθρωποι της κοινωνικής βάσης έπαιρναν μέρος, συνειδητά μεν σε κάποιο βαθμό, αλλά πάντως σαν "στρατιώτες", της μιας και της άλλης παράταξης, υπό τις διαταγές των εκάστοτε επιτελείων.
Σήμερα, εντελώς αντίθετα, έχει ήδη γίνει φανερό, πως οι άνθρωποι της κοινωνικής βάσης δεν είναι δυνατόν να στρατευθούν σε καμιά από τις δύο παρατάξεις αν δεν έχουν προσωπικά και συγκεκριμένα κίνητρα για την στράτευση, αν δεν έχουν λόγο στην στρατηγική και στην τακτική για την περιοχή που τους αφορά και αν δεν έχουν γνώση και γνώμη για την συνολική κατάσταση της σύγκρουσης.
Με άλλα λόγια έχει γίνει πια αναγκαίος ένας νέος τύπος πολιτικής οργάνωσης, που να αντιστοιχεί στην πραγματική οργάνωση της κοινωνίας και στην παγκοσμιότητα αυτής της οργάνωσης.
Στην φασιστική πλευρά, η αναγκαιότητα μιας νέου τύπου οργάνωσης έχει επιβληθεί εκ των πραγμάτων και το σύνολο της φασιστικής πολιτικής έχει προσαρμοστεί σ' αυτήν. Αντίθετα, στην οπορτουνιστική πολιτική η αναγκαιότητα έχει όψιμα και πλημμελώς συνειδητοποιηθεί και εκδηλώνεται με τις αναζητήσεις στο επίπεδο των επιτελείων ενός "ενιαίου πολιτικού φορέα" που θα εξασφαλίσει την "υποστήριξη του λαού", καθώς χωρίς αυτήν την υποστήριξη δεν οι επιτελείς θα μπορέσουν να επιβιώσουν.
Τις ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες της προσπάθειας για την συγκρότηση μιας οπορτουνιστικής οργάνωσης νέου τύπου θα προσπαθήσω να τις εξετάσω σε ένα επόμενο κείμενο. Από γενική άποψη, πάντως μπορούμε να πούμε πως η προσπάθεια αυτή έχει σαν ένα βασικό στόχο το "καπέλωμα" των οργανωτικών πρωτοβουλιών που έχουν ήδη αρχίσει να παίρνονται από τους ανθρώπους της κοινωνικής βάσης.
Οι άνθρωποι της κοινωνικής βάσης έχουν αρχίσει να παίρνουν πρωτοβουλίες από τα κάτω κυρίως στους βασικούς τομείς της υγείας και της διατροφής. Βεβαίως οι πρωτοβουλίες αυτές ξεκινάνε από μια οπορτουνιστική αντίληψη, η οποία όμως μπορεί να περιγραφεί περισσότερο σαν "ευκαιριοθηρική" με μεγάλη δόση αφέλειας, παρά σαν "καιροσκοπική" με μια μεγάλη δόση αθλιότητας όπως είναι η οπορτουνιστική αντίληψη των κεντρικών επιτελών.
Έτσι κι αλλιώς πάντως οι πρωτοβουλίες αυτές έχουν ένα σαφές αγωνιστικό περιεχόμενο, με σωστή η λαθεμένη κατεύθυνση, αδιάφορο, αντίθετα από τις κεντρικές "αγωνιστικές" εκδηλώσεις που δεν έχουν πια άλλο νόημα από το να δημιουργούν μια αίσθηση "κεντρικής εξουσίας" που θα διευκολύνει το "καπέλωμα" όπως ήδη σημείωσα των πρωτοβουλιών της βάσης.
* * * * * *
Επιβεβαιώνεται πάντως, με όλα αυτά, ότι το πολιτικό παιχνίδι δεν μπορεί πια να παιχθεί παρά μόνο στο επίπεδο της κοινωνικής βάσης. Βεβαίως προς το παρόν, και στο επίπεδο της βάσης, το πολιτικό παιχνίδι είναι ένα παιχνίδι εξουσίας, την στιγμή που η κοινωνική κατάσταση βοά ότι το πραγματικό παιχνίδι είναι μεταξύ κοινωνικού συστήματος και εξουσιαστικού θεσμικού συστήματος.
Από μια άποψη η βιασύνη για την δημιουργία μιας οπορτουνιστικής οργάνωσης νέου τύπου εκφράζει και τον γενικό φόβο ότι οι "τοπικοί" επιτελείς (χωρίς τους οποίους είναι αδύνατο να ελεγχθούν οι άνθρωποι της βάσης) θα "αυτονομηθούν" και θα αρχίσουν θα αρχίσουν να χρησιμοποιούν το κύρος της κεντρικής ηγεσίας του "κόκκινου μετώπου" (και της αυριανής "κόκκινης" κυβέρνησης) για να καπελώνουν τις τοπικές πρωτοβουλίες για λογαριασμό τους.
Παρ' όλα αυτά παραμένει δεδομένο και έχει τεράστια σημασία ότι το παιχνίδι της εξουσίας παίζεται στην βάση.
Οι οργανώσεις της κοινωνικής βάσης δεν είναι εύκολο να αποβάλουν (μετά από σχεδόν 70 χρόνια οπορτουνιστικής κυριαρχίας) τον οπορτουνιστικό τους χαρακτήρα και όσο τον διατηρούν θα παραμένουν εύθραυστες στις επιθέσεις του φασισμού και ενσωματώσιμες σε ένα οπορτουνιστικό σύστημα διακυβέρνησης. Ωστόσο τα σημάδια που ήδη υπάρχουν από την λειτουργία των πρωτοβουλιακών οργανώσεων στην βάση, δείχνουν ότι η ζωή του οπορτουνισμού, δηλαδή αυτών που τον υιοθετούν, σ' αυτές δεν θα είναι καθόλου εύκολη.
Οι άνθρωποι της βάσης δεν είναι πια διατεθειμένοι να στρατευτούν σε οποιονδήποτε "ενιαίο φορέα" που θα τους χρησιμοποιήσει σαν στρατιώτες, δηλαδή σαν κρέας για τα κανόνια στον πόλεμο για την εξουσία. Δεν είναι πια δυνατόν συνεχίσουν να εμπλέκονται χωρίς προσωπικά κίνητρα έστω και ιδιοτελή, χωρίς να έχουν προσωπικό λόγο έστω και ανεπαρκή. Με λίγα λόγια το πνεύμα της πλατείας που πετάχτηκε από τα κεντρικά παράθυρα μπαίνει τώρα στην κοινωνία από τις τοπικές πόρτες των περιφερειακών πρωτοβουλιών.
Αυτό που λείπει προς το παρόν είναι η αίσθηση της συνολικής πραγματικότητας που εμποδίζεται λυσσαλέα από τον κεντρικό οπορτουνισμό. Την αίσθηση που θα ανοίξει τον δρόμο στην ατομική δημιουργική σκέψη και θα οδηγήσει τους ανθρώπους μέσα από δύσβατους δρόμους στην υπέρβαση της ιδιοτέλειας του ανταγωνισμού και της ανεπάρκειας. Στην "αγωνιστική χρονιά" που άρχισε, μέσα από τις πρωτοβουλίες στην βάση, είναι δύσκολο να μην αρχίσει να αποκτιέται η προσωπική γνώση της συνολικής κατάστασης. Το πόσο οδυνηρά θα αποκτηθεί αυτή η γνώση αυτό θα το δούμε στην διάρκειά της.