Το θέμα Εξουσία και Διακυβέρνηση που προσπάθησα να εξετάσω πριν λίγες μέρες, αποδείχτηκε πολύ πιο βαθύ και πολύ πιο πολύπλοκο από ότι το φανταζόμουν, με συνέπεια πολλά από τα σημεία του να μείνουν αδιευκρίνιστα. Οι παρατηρήσεις μιας καλής φίλης, από τον ακαδημαϊκό χώρο, που ασχολείται με σπάνια επιστημονική σοβαρότητα με το θέμα των κοινωνικών σχέσεων μου έδωσαν την ευκαιρία να κάνω τις παρακάτω διευκρινήσεις.
Βεβαίως, ούτε και αυτές οι διευκρινήσεις μπορούν να φωτίσουν το βάθος του θέματος ελπίζω όμως τουλάχιστον να γίνει κατανοητή η θέση του στο θεωρητικό σχήμα που προσπαθώ να διατυπώσω με "το τέλος της εξουσίας".
Η πρώτη διευκρίνιση είναι πως το άρθρο μου δεν στόχευε στην επιστημονική εμβάθυνση, ούτε στο ζήτημα της διακυβέρνησης, ούτε σ' αυτό της εξουσίας. Για το ζήτημα της διακυβέρνησης υπάρχει ένας μεγάλος όγκος επιστημονικής δουλειάς που έχει μεταφερθεί από τις σχέσεις των υλικών συστημάτων στις σχέσεις του κοινωνικού συστήματος ερήμην του θέματος της εξουσίας και για το θέμα της εξουσίας υπάρχει μια ένοχη σιωπή στο χώρο των λεγομένων κοινωνικών επιστημών που έχει οδηγήσει σε μια μεγάλη και επικίνδυνη σύγχυση. Το άρθρο μου στόχευε στην εξέταση του εξαιρετικά σοβαρού πολιτικού ζητήματος που έχει ανακύψει με την εγκληματική ιδέα που είχαν οι επιτελείς του ΣΥΡΙΖΑ -- και όχι μόνο αυτοί -- να μεταφέρουν και στον πολιτικό χώρο τον διαχωρισμό της πράξης της διακυβέρνησης από την λειτουργία της εξουσίας!
Η πρόθεση του άρθρου μου ήταν να δείξω πως οι επιτελείς του οπορτουνισμού παραβλέπουν ακόμα και τις ανεκσυγχρόνιστες αντιλήψεις για την σχέση εξουσίας και διακυβέρνησης που υπήρχαν στο παρελθόν για να εφαρμόσουν το "σχέδιο" κατά το οποίο η κυβερνώσα "Αριστερά" θα αναλάβει την "διακυβέρνηση" και θα οδηγήσει την κοινωνία σ' αυτό που ηλιθίως έχουν ονομάσει "μετατροϊκανό - μεταμνημονιακό ξέφωτο" με το δάσος των παραγόντων της εξουσίας να αλωνίζουν γύρω μας σε όλες τις ζωτικές οικονομικές, κοινωνικές, ακόμα και βιολογικές λειτουργίες της κοινωνίας.
Αυτή ήταν η πρόθεση του άρθρου και νομίζω πως το κυπριακό επεισόδιο της κρίσης, απέδειξε πως είχα δίκιο να βιάζομαι να το γράψω. Η κυπριακή κυβέρνηση (παρούσα και προηγούμενη) έχει αναλάβει την "διακυβέρνηση" και κάποιοι παράγοντες μπορούν να την εκβιάζουν να κυβερνάει κατά τα ανώμαλα γούστα τους ή κατά τα ακόμη πιο ανώμαλα συμφέροντά τους.
Ωστόσο το σοβαρό ερώτημα που ανακύπτει είναι κατά πόσο αυτοί που "δύνανται" να "εκβιάζουν" τις κινήσεις της "διακυβέρνησης" έχουν πράγματι "εξουσία" ή μήπως κι αυτοί έχουν "αναλάβει" ένα είδος "διακυβέρνησης" υψηλότερου επιπέδου, υποκείμενοι σε κάποια ακόμα υψηλότερη "εξουσία" και τελικά πόσο ψηλά βρίσκεται επιτέλους η εξουσία και μήπως, τόσο ψηλά που βρίσκεται, δεν είναι πια εξουσία.
Ήθελα επομένως να πω πως αυτή η εκ πρώτης όψεως βλακώδης, ευτελής, επιπόλαια και εξαιρετικά επικίνδυνη ιδέα του διαχωρισμού εξουσίας και διακυβέρνησης, δεν είναι τυχαίο προϊόν πολιτικής ηλιθιότητας, αλλά έχει να κάνει με το ίδιο το νεφελώδες, στις σημερινές συνθήκες, ζήτημα το οποίο άρχισα να εξετάζω υπό τον τίτλο "το τέλος της εξουσίας".
Η δεύτερη διευκρίνιση αφορά την διακυβέρνηση. Ο κύριος Νίκος Λάιος, ο συγγραφέας του άρθρου που έγινε η αφορμή να ασχοληθώ με το θέμα, μας είπε, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι η "διακυβέρνηση" είναι μια θεωρητική απάτη. Δεν είναι καθόλου καινούρια στον οπορτουνιστικό "μαρξισμό" η συνήθεια να αποδίδονται στην υποκειμενική βούληση τα κοινωνικά φαινόμενα. Κατ' αυτούς η ίδια η "παγκοσμιοποίηση" είναι απάτη. Τους είναι απαραίτητη η ταύτιση του εδάφους πάνω στο οποίο ασκείται μια πολιτική με την ίδια την πολιτική. Στο προκείμενο, μπερδεύουν ασύδοτα το πραγματικό κοινωνικό φαινόμενο που δίνει νόημα στην πράξη της διακυβέρνησης με τον στόχο ή την κατεύθυνση που έχει η ίδια η πράξη.
Η επιστήμη της διακυβέρνησης, η λεγόμενη κυβερνητική όπως και μια σειρά άλλες ομοειδείς επιστήμες όπως η συστημική, η πληροφορική, η ρομποτική και άλλες, ανήκει στις επιστήμες εφαρμογής, όπως είναι οι επιστήμες των μηχανικών συστημάτων. Η επιστήμη αυτή έχει προκύψει αμέσως μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο μέσα από τις προσπάθειες επίλυσης τεχνικών προβλημάτων που αφορούσαν μηχανικά συστήματα όπως τα ραντάρ, τα συστήματα ανίχνευσης, οι αυτοματισμοί κλπ. Η μεταφορά μιας επιστήμης εφαρμογής, από τον κόσμο της ύλης στον κόσμο των ανθρώπων, είναι ένα πρόβλημα υπαρκτό και ακανθώδες τόσο για το ίδιο το γεγονός της μεταφοράς, όσο και για τον τρόπο με τον οποίο έγινε η μεταφορά που είναι πολλές φορές μηχανιστικός και άλλες τόσες φορές μεταφυσικός.
Κυρίως όμως πρέπει να εξεταστεί η εξουσιαστική σκοπιμότητα που υπηρετήθηκε με την ευκαιρία της μετατροπής των επιστημών της ύλης σε επιστήμες του ανθρώπου, σκοπιμότητα που συνίσταται στην καθιέρωση της αντιμετώπισης της κοινωνίας σαν να είναι μια αγέλη ζώων. Τα ανθρώπινα ζώα στην καλύτερη περίπτωση είναι ωφέλιμα (σαν human resources) και στην χειρότερη περίπτωση πρέπει να περάσουν από επιλογή και να εξοντωθούν τα άχρηστα. Οι δύο περιπτώσεις δεν απέχουν καθόλου μεταξύ τους και στο πολιτικό επίπεδο αντιστοιχούν με τον συνδυασμό φασισμού και οπορτουνισμού που ανθεί ξανά στις μέρες μας.
Παρ' όλα αυτά όμως η πράξη της διακυβέρνησης αφορά πραγματικές λειτουργίες της κοινωνίας που δεν παύουν να έχουν υλική βάση και επομένως η μεταφορά είναι βάσιμη και δεν μπορεί να είναι αδιάφορη σε όποιον ενδιαφέρεται για τον τρόπο που εξελίσσονται τα κοινωνικά φαινόμενα. Το ζήτημα είναι αν ενδιαφέρεται σαν μέλος του πραγματικού κοινωνικού συστήματος δηλαδή της αγέλης των ζώων ή σαν μέλος του εξουσιαστικού συστήματος δηλαδή του μεικτού φασιστοπορτουνιστικού σώματος των εκδοροσφαγέων.
Η τρίτη διευκρίνιση είναι άσχετη τόσο με την πολιτική στόχευση του άρθρου όσο και με το επιστημονικό του σκεπτικό. Θα έλεγα ότι αυτή η διευκρίνιση έχει "επιστημολογικό" χαρακτήρα, αλλά είναι προαπαιτούμενη για να υπάρξει η τέταρτη και τελευταία διευκρίνηση που αφορά την κοινωνική προοπτική στην διερεύνηση της οποίας στοχεύει όχι μόνο το αρχικό μου άρθρο και αυτό εδώ το συμπλήρωμά του αλλά ολόκληρη η πολιτική μου σκέψη.
Στο περί ου ο λόγος άρθρο, αλλά και σε όλα τα γραφτά μου, αναφέρομαι στην "επαναστατική θεωρία" πράγμα που το κάνω απολύτως ηθελημένα και έχω τους λόγους μου να το κάνω έτσι. Αρκετοί άνθρωποι και μάλιστα αξιόλογοι "δράττονται" της ευκαιρίας να με κατατάξουν στους "θρησκευόμενους" της μαρξιστικής - λενινιστικής εκκλησίας. Δεν με ενοχλεί καθόλου ο ψόγος του "θρησκευόμενου" δεδομένου πως οι θεωρητικές προσεγγίσεις μου δεν μπορούν παρά να έχουν την αφετηρία τους σε ένα δόγμα όπως και οι δικές τους. Αυτό που με ενοχλεί είναι να θεωρείται εκ των προτέρων λαθεμένη κάθε αναφορά στην "επαναστατική θεωρία" επειδή κατά την γνώμη τους τα "πολιτικά μοντέλα" που προέκυψαν στο παρελθόν με βάση αυτήν έχουν "κριθεί" από τους ίδιους αυθαιρέτως (δια "βουλεύματος") λαθεμένα.
Παρακάμπτω το ζήτημα του να "κρίνονται" (θετικά ή αρνητικά είναι εντελώς αδιάφορο) με απίστευτη από ιστορική άποψη επιπολαιότητα πολιτικές πράξεις και απόψεις του παρελθόντος προκειμένου οι "ετυμηγορίες" να υπηρετήσουν σαν πολιτικά επιχειρήματα τις σημερινές αντιπαραθέσεις. Θεωρώ το ζήτημα αυτό σαν μια από τις μεγαλύτερες πνευματικές αναπηρίες που προκαλούνται από την ιστορική αναγκαιότητα της εποχής μας και έχω σκοπό να ασχοληθώ μ' αυτό πολύ σοβαρά. Προς το παρόν θα περιοριστώ στο να διευκρινίσω πως όταν μιλάω για "επαναστατική θεωρία" εννοώ εντελώς συγκεκριμένα την επαναστατική θεωρία που υπάρχει ή που λείπει σήμερα!
Πιο συγκεκριμένα, θεωρώ ότι τα φαινόμενα που όλοι παραδέχονται ότι υπάρχουν και ότι είναι άξια συζήτησης -- με τρανό παράδειγμα την ίδια την κρίση -- καλούν από την ίδια τους την υπόσταση σε μια αντιμετώπιση είτε με βάση μια επαναστατική θεωρία είτε με βάση μια συντηρητική θεωρία. Η πρακτική που θα δώσει την απάντηση δεν μπορεί να βγει παρά μόνο μέσα από την διαλεκτική αντιπαράθεση των δύο θεωρητικών προσεγγίσεων που και οι δύο είναι αναγκαίες και απαραίτητες στην αντιμετώπιση του κοινωνικού φαινομένου. Στον βαθμό που ο οπορτουνισμός εμποδίζει την επαναστατική προσέγγιση να εκφραστεί, η συντηρητική προσέγγιση θα γίνει όπλο στα χέρια του φασισμού και θα καταλήξει στην καταστροφή της κοινωνίας.
Οι αντιρρήσεις για την ύπαρξη σήμερα της επαναστατικής θεωρίας είναι κατά την γνώμη μου θεμιτές και συζητήσιμες. Η σύγχυση όμως της "επαναστατικής θεωρίας" με τις κονσέρβες που σερβίρουν σαν "επαναστατική θεωρία" οι επιτελείς του ΚΚΕ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, διάφορων άλλων "μαρξιστικών" θιάσων, είναι ανεπίτρεπτη στην επιστημονική σκέψη. Από εκεί και πέρα, η αναδρομή, από τους υποστηρικτές της επαναστατικής θεωρίας όπως θέλω να είμαι εγώ, στην ιστορία της επαναστατικής σκέψης, και των πολιτειακών της αποκρυσταλλώσεων είναι δικός μας λογαριασμός και στον βαθμό που "τα λόγια" των κλασικών δεν προβάλλονται σαν επιχειρήματα, δεν αφορά καθόλου τους, κατά τα άλλα, απολύτως νόμιμους και αγαπητούς αντιπάλους μας στην συζήτηση των συγχρόνων κοινωνικών προβλημάτων.
Αν θέλουν όλοι αυτοί που αναφέρονται υποτιμητικά στην ιστορία του επαναστατικού κοινωνικού φαινομένου να την συζητήσουμε, καμία αντίρρηση αλλά θα πρέπει να συμφωνήσουμε με τα ιστορικά κριτήρια με τα οποία θα γίνει η συζήτηση.
Η τέταρτη και τελευταία διευκρίνιση αφορά την έκφραση "το κατέβασμα του παιχνιδιού της εξουσίας στην κοινωνική βάση" που χρησιμοποιώ συχνά στα γραφτά μου και χρησιμοποίησα και στο εν λόγω άρθρο. Η έκφραση αυτή έχει νόημα στο θεωρητικό σχήμα με το οποίο απεικονίζω την κοινωνία, στο οποίο η κοινωνία ως σύστημα συγκροτείται από τον χώρο της κοινωνικής βάσης στον οποίο εκδηλώνονται οι αντιθέσεις του πραγματικού κοινωνικού συστήματος και από τον χώρο των πολιτικών επιτελείων στον οποίο εκδηλώνονται οι αντιθέσεις του θεσμικού κοινωνικού συστήματος. Οι αντιθέσεις στον χώρο της βάσης είναι πραγματικές, οι αντιθέσεις στον χώρο των επιτελείων είναι συμβολικές (αφορούν τους θεσμούς) και γι αυτό μπορούν να θεωρηθούν "παιγνιώδεις" και συνιστούν αυτό που ονομάζω παιχνίδι της εξουσίας.
Το παιχνίδι της εξουσίας αντιστοιχεί υποχρεωτικά με τις αντιθέσεις στο επίπεδο της κοινωνικής βάσης αλλά ο τρόπος της αντιστοιχίας δεν είναι ούτε μονοσήμαντος, ούτε αμφιμονοσήμαντος με την μαθηματική λογική. Στην λογική του σχήματος που χρησιμοποιώ η αντιστοιχία αποτελεί μια τρίτη επιγενή και ανώτερης τάξης διαλεκτική σχέση που καθορίζεται από πολλούς παράγοντες αλλά τελικά, μακροπρόθεσμα και αποφασιστικά, καθορίζεται από την ιστορία του πραγματικού κοινωνικού συστήματος, δηλαδή από την εξέλιξη-ανάπτυξη των πραγματικών αντιθετικών κοινωνικών σχέσεων.
Τελικά η διαλεκτική σχέση μεταξύ πολιτικών επιτελείων και κοινωνικής βάσης δεν εξελίσσεται τυχαία. Ο καθορισμός της δεν είναι στο χέρι των επιτελών του εξουσιαστικού συστήματος όπως νομίζουν οι αυθεντίες της εξουσίας. Το όλο κοινωνικό σύστημα καθορίζεται από την διεύρυνση των πραγματικών κοινωνικών σχέσεων, των σχέσεων του πραγματικού κοινωνικού συστήματος που διαρκώς διευρύνεται και πολυπλοκοποιείται. Το θεσμικό κοινωνικό σύστημα παρακολουθεί υποχρεωτικά την διεύρυνση και πολυπλοκοποίησή του πραγματικού και η συνέπεια αυτής της αναγκαστικής διεύρυνσης είναι αυτό που ονομάζω "κατέβασμα του παιχνιδιού της εξουσίας στην κοινωνική βάση".
Το "κατέβασμα" αυτό έχει συμβεί πολλές φορές στην ιστορία της κοινωνίας θεωρούμενο σαν "εκδημοκρατισμός" αλλά βεβαίως άλλες τόσες φορές αποτελεί εκφασισμό. Στην σημερινή φάση το "κατέβασμα" παρουσιάζεται σαν προσφυγή στην "άμεση δημοκρατία" αλλά στην πραγματικότητα είναι η μοναδική ελπίδα των αυθεντιών της εξουσίας να ισχυροποιήσουν τον εξουσιαστικό τους έλεγχο στην κοινωνική βάση. Οι επιτελείς αναγκάζονται να μεταβιβάσουν στην περιφέρεια εξουσιαστικές λειτουργίες ελπίζοντας έτσι ότι θα δώσουν εξουσιαστικό περιεχόμενο στις καθημερινές πολιτικές σχέσεις των ανθρώπων της κοινωνικής βάσης. Η μεταβίβαση αυτή διαδέχεται το ειρωνικά λεγόμενο κατέβασμα της γραμμής στην βάση, δεν έχει όμως καθόλου τον ίδιο χαρακτήρα. Το κατέβασμα της γραμμής ήταν το κατέβασμα των αποτελεσμάτων του παιχνιδιού, ενώ τώρα κατεβαίνει το ίδιο το παιχνίδι σαν ένα είδος πολιτικού franchise, της ίδιας της εξουσιαστικής λειτουργίας με τρόπο που αυτή να αρχίζει και τελειώνει στην βάση αλλά το κέντρο να εισπράττει το μεγαλύτερο ποσοστό από τα κέρδη.
Η διακήρυξη του ΣΥΡΙΖΑ που κυκλοφόρησε πριν από την πρώτη του συνδιάσκεψη προβλέπει αυτή την διαδικασία και είναι αρκετά διαφανής για το τι όνειρα βλέπουν οι κατασκευαστές της. Ωστόσο στην συνδιάσκεψη ξύπνησαν και το άρθρο του Νίκου Λάιου με τους "ζωντανούς λαϊκούς θύλακες αντίστασης" της Αριστεράς που θα ελέγχουν την ίδια την κυβέρνησή τους είναι μια προσπάθεια να θεωρητικοποιηθεί η τροποποίηση των αρχικών ονείρων για την συντήρηση του εξουσιαστικού συστήματος μετά από την στροφή στην "διακυβέρνηση".
Το παρόν σημείωμα διευκρινίζει σε κάποιον βαθμό, την θέση του ζητήματος της σχέσης εξουσίας και διακυβέρνησης εν όψει της προσπάθειας των επιτελών της οπορτουνιστικής Αριστεράς παραιτηθούν οριστικά από την θέση τους στην κοινωνική βάση για να τους ανατεθεί από την φασιστική εξουσία μια οργανική θέση στο εξουσιαστικό σύστημα. Μετά από αυτές τις διευκρινήσεις παραμένει ακέραιο το καθήκον για την περαιτέρω ανάπτυξη της βαθύτερης ερμηνείας αυτής της εξέλιξης και η πρόβλεψη της κατάληξής της, που κατά την γνώμη μου, είναι φανερό από τώρα πως θα είναι η ακριβώς αντίθετη από αυτήν που ελπίζουν οι αυθεντίες του οπορτουνισμού.