Μέσα στον πολιτικό ζόφο των ημερών μας, σπανίως μπορώ να αναφερθώ στο έργο πανεπιστημιακών που ασχολούνται με τα κοινωνικά ζητήματα, χωρίς την βαθειά θλίψη και ανησυχία που προκαλεί η κατά κανόνα αδιαφορία τους για τα πραγματικά δεδομένα και για τα πραγματικά ζητήματα που έχουν προκύψει στις συνθήκες της κρίσης. Και χωρίς την απέχθεια που προκαλεί η αποκλειστική τους ενασχόληση με την αναρρίχηση στο εξουσιαστικό σύστημα, σ' αυτό ακριβώς το σύστημα που βρίσκεται σε κρίση: εμποδίζοντας έτσι με τον πιο βάρβαρο τρόπο την κατανόηση της κοινωνικής κατάστασης και επιτείνοντας τις επιπτώσεις της κρίσης.
Σήμερα όμως έχω την σπάνια ευκαιρία να αναφερθώ με χαρά στο τελευταίο έργο της Ιωάννας Τσιβάκου, μιας γυναίκας που αποτελεί φωτεινή εξαίρεση στον θλιβερό κανόνα του πανεπιστημιακού χώρου που μόλις ανέφερα. Την ευκαιρία μου την δίνει η έκδοση του τελευταίου βιβλίου της, του πέμπτου σε μια σειρά συγγραμμάτων που έχουν σαν αντικείμενο την μελέτη του κοινωνικού συστήματος. Το νέο βιβλίο της έχει τον τίτλο το γραφειοκρατικό σκότος: ο χρόνος του νόμου. Και μ' αυτό το βιβλίο της -- όπως και με όλα τα προηγούμενα -- η συγγραφέας προσεγγίζει τα ζητήματα της κοινωνικής οργάνωσης από την σκοπιά της θεωρίας των συστημάτων. Προσεγγίζει όμως την κοινωνική οργάνωση, όχι για να "βολέψει" την επιστημονική της σκέψη μέσα στο σκότος της αλλά για να αναζητήσει τα ανοίγματά της προς το φωτεινό της μέλλον.
Δεν θέλω ωστόσο εδώ να περιοριστώ σε μια τυπική παρουσίαση του συγκεκριμένου βιβλίου. Το συνιστώ ανεπιφύλακτα σε οποιονδήποτε διαβάζει αυτές της γραμμές, όχι μόνο γιατί περιέχει την μεθοδικότερη, πληρέστερη και βαθύτερη προσέγγιση της ελληνικής γραφειοκρατίας που θα μπορούσε να υπάρξει από μια επιστημονική σκοπιά αλλά και κυρίως γιατί είναι η επιστημονική άποψη στην απαραίτητη συζήτηση, και μέσω αυτής στην συγχώνευση, ανάμεσα στην πολιτική σκέψη και στην επιστημονική σκέψη, στην συζήτηση δηλαδή που απουσιάζει επικίνδυνα μέσα στην μεγάλη αναταραχή που προκαλεί η σημερινή όξυνση της κρίσης του κοινωνικού συστήματος. Για την αλήθεια των λεγομένων μου σας παραπέμψω (μ' αυτόν εδώ τον σύνδεσμο) σε μια εικόνα του βιβλίου, στον πίνακα των περιεχομένων του και στην απεύθυνση της ίδιας της συγγραφέως του προς τον αναγνώστη, που είμαι βέβαιος ότι θα σας συγκινήσει όσο και εμένα.
Θέλω με άλλα λόγια να πω εδώ, πως με το νέο βιβλίο της η Ιωάννα Τσιβάκου δεν μας δίνει απλώς μια εξαιρετική μελέτη του ελληνικού κοινωνικού συστήματος και της κρίσης που το συνταράζει, αλλά πολύ περισσότερο, μας δίνει ένα εξαιρετικό παράδειγμα της ανταπόκρισης στην υποχρέωση που δημιουργεί η κρίση στους ανθρώπους που την υφίστανται να επικοινωνήσουν μεταξύ τους στο επίπεδο των ιδεών. Με το βιβλίο της, η Τσιβάκου μπαίνει στον χώρο αυτής της απαραίτητης και αναγκαίας συζήτησης προσκαλώντας, προκαλώντας και περιμένοντας ήρεμα την πολιτική πλευρά να εγκαταλείψει την επικίνδυνη αερολογία στην οποία παραπαίει και να προσέλθει σε μια σοβαρή συζήτηση για την προοπτική της κοινωνίας.
Το βιβλίο για το οποίο μιλάω, το γραφειοκρατικό σκότος: ο χρόνος του νόμου, είναι το σημερινό βήμα της Τσιβάκου σε μια -- ευρέος επιστημονικού πλάτους -- πορεία εξέτασης των κοινωνικών σχέσεων υπό το φώς της θεωρίας των συστημάτων. Το βιβλίο αυτό είναι το πέμπτο μιας σειράς συγγραμμάτων με τα οποία η Τσιβάκου βγαίνει από τον κλειστό χώρο του πανεπιστημίου και, χωρίς να χάνει την επιστημονική της αυστηρότητα, επενδύει τον πλούτο που έχει αποκτήσει από τις μέχρι τότε έρευνές της στην εξέταση θεμάτων που ενδιαφέρουν το πλατύ κοινό, ασχέτως αν το πλατύ κοινό (με την επεξεργασία της βαρβαρότητας που έχει υποστεί) είναι σε θέση αυτή την στιγμή να προσλάβει τον επιστημονικό λόγο.
Το πρώτο από τα πέντε βιβλία αυτής της σειράς, ήταν Το Οδοιπορικό του Εαυτού στον Χώρο της Εργασίας (2000) που ήταν συγχρόνως και το πρώτο μιας τριλογίας, με δεύτερο Τα Ευέλικτα Όρια των Κοινωνικών Συστημάτων (2003) και τρίτο το Προσφορά και Ανταπόδοση (2006).
Στο Οδοιπορικό του Εαυτού η συγγραφέας έβαλε την βάση για την περαιτέρω πορεία της, υποστηρίζοντας μια άποψη εξαιρετικά αισιόδοξη για την εποχή στην οποία η πολιτική της "νέας τάξης πραγμάτων", που συνόδευε την παγκοσμιοποίηση και είχε παρουσιαστεί σαν "η τελική λύση" για την μεταψυχροπολεμική κοινωνία, είχε κιόλας μπει σε τροχιά δεινής κρίσης. Η Τσιβάκου υποστήριζε σ' αυτό το βιβλίο πως η κοινωνική κατάσταση στην εποχή της παγκοσμιοποίησης παρότι δεν απαιτούσε από τον εργαζόμενο άνθρωπο τίποτα περισσότερο από την απόδοση στην δουλεία του, τον υποχρέωνε ωστόσο ταυτόχρονα σε μια πορεία μέσα στον χώρο της εργασίας του που δεν τον οδηγούσε στην απογύμνωση από τα πολιτισμικά στοιχεία του παρελθόντος, αλλά αντίθετα πλούτιζε με νέες ποιότητες το πολιτισμικό περιεχόμενο των κοινωνικών του σχέσεων.
Στα επόμενα δύο βιβλία της τριλογίας, η Τσιβάκου εξετάζει την δυναμική των σχέσεων των ανθρώπων, εστιάζοντας όχι πια στον παράγοντα του δρώντος εαυτού αλλά στον παράγοντα του κοινωνικού συνόλου. Στο δεύτερο βιβλίο της, Τα Ευέλικτα Όρια των Κοινωνικών Συστημάτων (2003), εξετάζει το είδος των κοινωνικών συστημάτων που συγκροτούν οι άνθρωποι στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, και τέλος στο τρίτο, Προσφορά και Ανταπόδοση (2006), εξετάζει το είδος και τους τύπους, των κοινωνικών σχέσεων που δημιουργούνται μέσα στους χώρους της εργασίας.
Στα δύο τελευταία βιβλία της, η Τσιβάκου εξετάζει, τις κοινωνικές σχέσεις όχι πια σαν εσωτερικές διαδικασίες ενός δεδομένου σημερινού κοινωνικού συστήματος αλλά από μια άποψη ιστορική: σαν σχέσεις δηλαδή που παρήχθησαν στην εξέλιξη της κοινωνίας μέχρι την σημερινή της κατάσταση. Στο προτελευταίο της σύγγραμμα το Εν Κινδύνω: από την τεχνολογία στην ηθική (το 2010), εξετάζει, την επίδραση στις κοινωνικές σχέσεις, της ραγδαίας εξέλιξης της τεχνολογίας. Και σήμερα με το τελευταίο της βιβλίο, το γραφειοκρατικό σκότος: ο χρόνος του νόμου, φτάνει να εξετάζει (για να το πω με δικά μου λόγια) την μορφή που έχει πάρει σήμερα το θεσμικό κοινωνικό σύστημα και τον χρονισμό του σε σχέση με το πραγματικό κοινωνικό σύστημα.
Κατά την γνώμη μου, το βιβλίο της Τσιβάκου, το γραφειοκρατικό σκότος: ο χρόνος του νόμου αδικείται αν το θεωρήσουμε απλά και μόνο σαν το τελευταίο βήμα σε μια σειρά μελετών υπό το φως μιας "πολιτικοποιημένης" επιστημονικής σκέψης. Το βιβλίο αυτό είναι κατ' εμέ το πρώτο βήμα συγχώνευσης (επανασυγχώνευσης αν ήθελα να είμαι ακριβέστερος) της επιστημονικής σκέψης με την πολιτική σκέψη. Και είναι μάλιστα ένα βήμα που γίνεται από την μεριά της επιστήμης προς την μεριά της πολιτικής, πράγμα που το καθιστά, ως βήμα, ιδιαιτέρως αισιόδοξο.
Η συγχώνευση επιστήμης και πολιτικής είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την επίλυση της αντίφασης που εκδηλώνεται με την επικίνδυνα οξυμένη σήμερα κρίση του κοινωνικού συστήματος και βεβαίως δεν μπορεί να υλοποιηθεί παρά μόνο μέσα από μια έντιμη, και άρα περιορισμένη αποκλειστικά στο πεδίο του λόγου, αντιπαράθεση για το "ξεκαθάρισμα των λογαριασμών" ανάμεσα στις δύο αντίθετες κοινωνικές πλευρές ή αλλιώς τάσεις της κοινωνίας: η Ιωάννα Τσιβάκου -- σαν άνθρωπος, σαν επιστήμονας και σαν συγγραφέας -- είναι μια όαση εντιμότητας μέσα στην έρημο του αμοραλισμού που επικρατεί στους σύγχρονους πολιτικούς και επιστημονικούς κύκλους.
* * *
Θα ήθελα πολύ να αρχίσω, από αυτό εδώ το κείμενο, την συζήτηση στην οποία "προκαλεί" το βιβλίο της Τσιβάκου τον αναγνώστη του. Δεν μπορώ να το κάνω για λόγους ανεξάρτητους από την επιθυμία μου, και κυρίως επειδή ό,τι και να γράψω εδώ θα είναι έξω από τον "αντικριστό" χορό των ανθρωποφάγων που βρίσκεται στο φόρτε του αυτές τις μέρες. Θα περιοριστώ λοιπόν σε δύο ζητήματα προκαταρτικά της περί ης ο λόγος συζήτησης: η οποία αργά ή γρήγορα θα αρχίσει -- ή μάλλον μπορούμε να πούμε πως έχει αρχίσει αλλά σαν χορός ανθρωποφάγων. Δύο ζητήματα που έμμεσα τίθενται στο συγκεκριμένο βιβλίο και γενικά στο έργο της Τσιβάκου.
Το πρώτο ζήτημα είναι η "ημερήσια διάταξη" της συζήτησης, δηλαδή ο καθορισμός των θεμάτων που η ίδια η κρίση του κοινωνικού συστήματος θέτει προς συζήτηση: Μπορούμε να θεωρήσουμε δεδομένο πως ζούμε ήδη σήμερα στην εποχή της γραφειοκρατίας -- τουλάχιστον από την άποψη των τεχνικών μέσων που τίθενται στην διάθεση της οποιασδήποτε επικοινωνίας -- με οτιδήποτε μπορεί αυτό να σημαίνει για τις σχέσεις στις οποίες αποκρυσταλλώνεται η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων. Και επίσης μπορούμε να θεωρήσουμε πως με δεδομένα τα μέσα επικοινωνίας (με δεδομένο δηλαδή πως κανείς δεν θέλει να τα καταργήσει) η επιθυμία είναι επίσης κοινή, για την εξισορρόπηση και την ειρήνευση αυτών των σχέσεων στην αυριανή κοινωνία. Το ζήτημα επομένως που έχουμε να συζητήσουμε είναι αν η αυριανή κοινωνία θα είναι ένα διορθωμένο αντίγραφο (το λέω χωρίς υποτίμηση της έννοιας αντίγραφο) της σημερινής κοινωνίας ή αν η αυριανή κοινωνία θα είναι ένα πρωτοφανές προϊόν μιας "κοινωνικής αντίδρασης" των δύο πλευρών της σημερινής κοινωνίας: πρωτοφανές όπως το νερό είναι το πρωτοφανές προϊόν της "χημικής αντίδρασης" του οξυγόνου με το υδρογόνο.
Το δεύτερο ζήτημα είναι ο στόχος της συζήτησης, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο θα αναδεικνύεται η κοινά αποδεκτή αλήθεια για τα ζητήματα που τίθενται σε συζήτηση: Μπορούμε να θεωρήσουμε σαν δεδομένο πως ανάμεσα στις απόψεις που θα ακουστούν στην συζήτηση καμιά δεν είναι απαλλαγμένη από τον υποκειμενισμό του λέγοντος, πως υπάρχει δηλαδή εδώ το πρόβλημα του λεγομένου "αρχιμήδειου τόπου", το πρόβλημα της ανυπαρξίας ενός "τόπου" έξω από το υπό συζήτηση φαινόμενο όπου θα "πατήσει" κάποιος παρατηρητής για να "πείσει" τους άλλους για την αλήθεια της άποψής του. Η παραδοχή της ανυπαρξίας ενός τέτοιου τόπου έχει σήμερα οδηγήσει σε μια κατάσταση όπου κανένα από τα μέρη της συζήτησης δεν ενδιαφέρεται να βάλει σε συζήτηση την άποψή του πάνω στο ζήτημα της κοινωνικής προοπτικής και τελικά δεν τίθεται καν ζήτημα κοινωνικής προοπτικής. Αντίθετα το κοινωνικό σύστημα θεωρείται σαν ένα συμβολικό στατικό περίβλημα του πλήθους των ανθρώπων μέσα στο οποίο ανάλογα με την συγκυρία επικρατεί ένα από τα αντιπαρατιθέμενα μέρη και επιβάλει με την βία το καθεστώς κοινωνικών σχέσεων της επιθυμίας του.
Δεν είναι καθόλου εύκολο να υπάρξει πάνω στα δύο παραπάνω ζητήματα η συμφωνία που είναι απαραίτητη για να ανοίξει η συζήτηση που θα καταλήξει στην επίλυση της κρίσης. Αν παρατηρήσει όμως κανείς λίγο πιο προσεκτικά θα αντιληφθεί ότι στην πραγματικότητα η συμφωνία υπάρχει ήδη αναγκαστικά. Η μεν "ημερήσια διάταξη" της συζήτησης δεν καθορίζεται από τους ανθρώπους αλλά προκύπτει από την ίδια την κατάστασή τους είτε την θεωρήσουμε στατική είτε την θεωρήσουμε δυναμική, ο δε "Αρχιμήδειος Τόπος" είναι εξ ορισμού ανύπαρκτος και επομένως καμιά από τις ιδιαίτερες απόψεις δεν έχει την προνομιακή θέση που κακώς φαντασιώνεται ότι έχει και επομένως στην πράξη προσπαθεί να ζήσει με την έλλειψη προνομίων.
Τελικά λοιπόν το πρόβλημα της σημερινής κοινωνίας είναι να αναγνωρίσουν οι άνθρωποι, ο καθένας ξεχωριστά, την ήδη υπάρχουσα πραγματικότητα και να αποφασίσουν, ο καθένας ξεχωριστά ότι δεν έχουν κανένα λόγο να χρησιμοποιούν βία (η μάλλον αυτό που σήμερα ονομάζουμε "βία" που δεν είναι παρά ο λόγος της εξουσίας) για να επιβάλει την άποψή του.
Τα έργο της Ιωάννας Τσιβάκου είναι διαποτισμένο από την παραδοχή των παραπάνω δύο αρχών της αναγκαίας συζήτησης. Με το νέο βιβλίο της, φωτίζοντας την γραφειοκρατική μορφή του σημερινού κοινωνικού συστήματος, ουσιαστικά φωτίζει την σύνοψη της "ημερήσιας διάταξης" της σημερινής συζήτησης. Από την άλλη μεριά από πολλά χρόνια η Τσιβάκου, σε ένα αναλυτικό άρθρο που τιτλοφορείται το αέναο παιχνίδι των διαφορών έχει θέσει ρητά το ζήτημα του "αρχιμήδειου τόπου" καταλήγοντας ότι οι ίδιες οι πρακτικές εντός του κοινωνικού συστήματος αναδεικνύουν τους παρατηρητές του κοινωνικού φαινομένου πράγμα που σημαίνει ότι το ίδιο το σύστημα (και όχι κάποια μεμονωμένα άτομα μέσα σ' αυτό) έχει την (ούτως ειπείν) ιδιότητα-ικανότητα να παρατηρεί τον εαυτό του και να αποφασίζει την προοπτική του. Στο τελευταίο της βιβλίο η Τσιβάκου ξαναφέρνει στην επιφάνεια αυτό το ζήτημα παρατηρώντας πως οι υλικοί όροι ύπαρξης της σημερινής κοινωνίας (όροι που ουσιαστικά χαρακτηρίζονται από την αυτοματοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας και από την οικουμενοποίηση της επικοινωνίας και επομένως της "διανομής" της παραγωγής) τροποποιούν αναγκαστικά την κουλτούρα των ανθρώπων δημιουργώντας τόσο τις προϋποθέσεις όσο και την απαίτηση για τον εκσυγχρονισμό τους.
* * *
Οι αναφορές στις λεπτομέρειες του έργου της Τσιβάκου που θα υπογράμμιζαν την συμβολή της στην διαμόρφωση μιας σύγχρονης επιστημονικής σκέψης, για τα ζητήματα του κοινωνικού συστήματος δεν έχουν τέλος. Θα ήθελα λοιπόν να κλείσω αυτό το σημείωμα με μια ακόμα γενική παρατήρηση που προέρχεται από την δική μου θέση. Μια θέση που δεν είναι επιστημονική αλλά πολιτική και που συνοψίζει την άποψη στην οποία έχω καταλήξει εν όψει της δήθεν "συζήτησης" για τον φασισμό που στην πραγματικότητα ενισχύει και "τελειοποιεί" την φασιστοποίηση του εξουσιαστικού συστήματος.
Εν όψει δηλαδή μιας "συζήτησης" που θα ήθελα να τονίσω για άλλη μια φορά πως δεν είναι πραγματική συζήτηση αλλά αυτός ο "αντικριστός" χορός των ανθρωποφάγων για τον οποίο μίλησα ήδη πιο πάνω.
Έχω υποστηρίξει πως η κοινωνία συγκροτείται από δυο αντιτιθέμενες τάσεις: την συντηρητική τάση και την επαναστατική τάση, δυό τάσεις που δεν αποδίδονται σε κάποια κοινωνικά σύνολα αλλά αντίθετα υπάρχουν διάχυτες μέσα σε όλα τα κοινωνικά σύνολα και αντίστροφα είναι απολύτως απαραίτητες (και οι δύο) για την συγκρότηση της κοινωνίας. Θέλω να πω εδώ πως στην σημερινή κοινωνία, όσο και αν φαίνεται παράδοξο, το βάρος για την επίλυση της κρίσης πέφτει στην συντηρητική τάση της κοινωνίας. Και επίσης θέλω να πω πως, αντίθετα με ό,τι πιστεύουμε μέχρι και σήμερα, ο ιδεατός φορέας της συντηρητικής τάσης της κοινωνίας είναι ο φορέας της επιστημονικής σκέψης ενώ η επαναστατική πλευρά της κοινωνίας είναι ο φορέας της διαλεκτικής σκέψης που δεν μπορεί να οριστεί σαν επιστημονική σκέψη αλλά σαν το αντίθετό της.
Με βάση αυτές τις απόψεις έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η επίλυση της κρίσης θα προέλθει από την συγχώνευση (και από μια άποψη επανασυγχώνευση) της επιστημονικής σκέψης με την διαλεκτική σκέψη, συγχώνευση που θα προέλθει από την συζήτηση -- την πραγματική συζήτηση όμως -- και τελικά από την ολοκλήρωση της συγχώνευσης που ήδη έχει αρχίσει (με όλες τις δυσμορφίες μιας κατάστασης νεογέννητης) ανάμεσα στην επαναστατική πλευρά της κοινωνίας και στην συντηρητική πλευρά της κοινωνίας.
* * *
Κλείνοντας αυτό το σημείωμα θα ήθελα, με μεγάλη χαρά και συγκίνηση, να πω ότι πέρα από την κοινωνική φιλία ανάμεσα στην Ιωάννα και σε μένα, η πνευματική μας φιλία αποτελεί ένα παράδειγμα συνύπαρξης και συγχωνευτικής διαδικασίας ανάμεσα στην επεξεργασμένη επιστημονική σκέψη της Ιωάννας και στην δική μου ανεπεξέργαστη διαλεκτική σκέψη. Η χαρά μου προέρχεται από το γεγονός ότι μου δίνεται η ευκαιρία να επισημάνω την σημασία του έργου της Ιωάννας για την διαμόρφωση μιας σύγχρονης επιστημονικής σκέψης για τα κοινωνικά ζητήματα και κατ' επέκταση ενός σύγχρονου χώρου επιστημονικής σκέψης, στην θέση του πανεπιστημιακού χώρου που προφανώς έχει οριστικά πτωχεύσει.
Η συγκίνηση όμως προέρχεται από το γεγονός πως για πρώτη φορά μου δίνεται η ευκαιρία να πω, ότι από την πρώτη στιγμή που γνωριστήκαμε, περίπου την εποχή που επεξεργαζόταν το οδοιπορικού του εαυτού στο χώρο της εργασίας, η Ιωάννα αναγνώρισε στην δική μου σκέψη την υπολανθάνουσα συνοχή μιας άλλης άποψης για τα κοινωνικά πράγματα και όχι "μερικές έξυπνες ιδέες" που ανακάλυπτε η φιλάνθρωπη "ευγένεια" μερικών από τους γνωστούς μου, χρήσιμες στην εξυπηρέτηση των κυρίαρχων θεωριών της εποχής εκείνης που υπηρετούσαν και μερικοί συνεχίζουν να υπηρετούν και σήμερα.
Με άλλα λόγια εγώ προσωπικά δεν χρωστάω στην Ιωάννα μόνο αυτά που με διδάσκει η επιστημονική της ευρυμάθεια και η λεπτολόγα επιστημονική της σκέψη αλλά και ένα μεγάλο μέρος από το θάρρος μου να υπάρχω πνευματικά μέσα στο εχθρικό (φασιστικό) δεξιό και "αριστερό" περιβάλλον των ημερών μας. Σημειώστε λοιπόν το όνομά της και τον τίτλο του τελευταίου βιβλίου της: Ιωάννα Τσιβάκου, το Γραφειοκρατικό Σκότος: ο Χρόνος του Νόμου από τις Εκδόσεις Ι. Σιδέρη Ιούνιος 2013. Σε όποια πολιτική ή επιστημονική παράταξη κι αν βρισκόσαστε η επαφή με την επιστημονική σκέψη της Ιωάννας Τσιβάκου θα ευεργετήσει την βιοστρατηγική σας.