Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως οι συζητήσεις για την κατασκευή μιας κεντροαριστερής πολιτικής παράταξης, με «εργαλείο» το παράδοξο συγκρότημα του ΣΥΡΙΖΑ, άρχισαν αμέσως μετά από τις τελευταίες εκλογές, οι οποίες ανέδειξαν την «Αριστερά» σαν πρώτη δύναμη απέτυχαν όμως να απαντήσουν στο πολιτικό πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας.
Στις ευρωεκλογές, η ελληνική κοινωνία, κλήθηκε να επιλέξει ανάμεσα στις συγκεχυμένες και ρευστές «αριστερές» και «δεξιές» πολιτικές του διμετωπισμού, αυτήν που μπορεί να λύσει το πρόβλημα της ένταξής της στην σύγχρονη παγκοσμιότητα: στον σύγχρονο κόσμο. Η κοινωνία αποφάνθηκε πως θεωρεί αναγκαία μια δραματική αλλαγή πορείας αλλά επίσης πως θεωρεί ότι οι ποικιλόχρωμοι επιτελείς του συστήματος δεν έχουν ούτε την ικανότητα ούτε την διάθεση να την οδηγήσουν σ' αυτή την αναγκαία πορεία.
Η συζήτηση για την συγκρότηση της «κεντροαριστεράς» είναι ένα τμήμα της ανταπόκρισης του εξουσιαστικού συστήματος στην παραπάνω απόφανση της κοινωνίας. Τμήμα μιας ανταπόκρισης στο σύνολό της αρνητικής, αφού επιδιώκει την παραπλάνηση των ανθρώπων της κοινωνικής βάσης. Το ζητούμενο όμως εδώ, δεν είναι η ερμηνεία της άρνησης την οποία θεωρώ δεδομένη, αλλά η ερμηνεία της ανταπόκρισης.
Η «κεντροαριστερά», γι αυτούς που την επιδιώκουν, είναι το πρώτο βήμα, για την συνάντηση των επιτελών της Αριστεράς με τους επιτελείς της Δεξιάς, στο χώρο του Κέντρου. Είναι δηλαδή η «επανίδρυση» του χώρου της «κεντρώας» πολιτικής, που την διέλυσε ο πασοκικός «εθνικοσοσιαλισμός» για να καταλάβει ο ίδιος (με την ευρύτατη συναίνεση των επιτελών της Αριστεράς) τον χώρο της κοινωνικής αλλαγής.
Αν και ουτοπικός, ο πολιτικός όρος «κεντροαριστερά» αντιστοιχεί, ως προς το πρώτο συνθετικό του στην αναγκαιότητα της σύνθεσης ανάμεσα στην συντήρηση και στην αλλαγή που αποτελεί αναγκαιότητα της σύγχρονης κοινωνίας με σημαντικό παράδειγμα την σύνθεση πατριωτισμού και διεθνισμού. Ως προς το δεύτερο συνθετικό του, ο ίδιος όρος αντιστοιχεί στην αναγκαιότητα της δραματικής αλλαγής της πολιτικής στην οποία συνειρμικά παραπέμπει η Αριστερά.
Τελικά, η κεντροαριστερά εκφράζει την ουτοπία της επιβίωσης του εξουσιαστικού συστήματος. Αν και επίκαιρη, αυτή η ουτοπία, δεν έχει καμιά ελπίδα να γίνει πραγματικότητα. Θα χρειαστεί ωστόσο πολλές φορές ακόμα επικαιροποίηση μέχρι να αποβιώσει ακόμα και ως ουτοπία.