Από θεωρητική άποψη η διάκριση μεταξύ διακυβέρνησης και εξουσίας είναι ένα ζήτημα περίπλοκο και ακανθώδες. Η ίδια διάκριση, στις συνθήκες της κρίσης έχει αναχθεί στην σφαίρα της μεταφυσικής. Είναι ωστόσο ενδεικτικές οι παλινδρομήσεις της «κυβερνώσας αριστεράς» μεταξύ διακυβέρνησης και εξουσίας.
Στο παρελθόν η διάκριση ήταν περιττή. Το υποκείμενο (ατομικό ή συλλογικό) που ασκούσε την εξουσία, είχε ταυτόχρονα και την αρμοδιότητα της διακυβέρνησης. Από την στιγμή όμως που ο μηχανισμός παραγωγής και διανομής πολυπλοκοποιήθηκε, η «αρμοδιότητα» της διακυβέρνησης διαχωρίστηκε από την «ισχύ» της εξουσίας.
Η πορεία της Αριστεράς, μετά τον Μαρξ, χαράχτηκε από την θεωρητική αντιμετώπιση αυτής της διάκρισης και την εφαρμογή της στην πολιτική πράξη. Η πορεία εξάντλησε την δυναμική της στην δεκαετία του 1940 και στην δεκαετία του 1960 η Αριστερά κλήθηκε να λύσει το πρόβλημα των επιτελών που μετέτρεπαν μαζικά τις θέσεις τους στην διακυβέρνηση σε θέσεις εξουσίας. Μιας εξουσίας που μετά την δεκαετία του 1940 ήταν ήδη άχρηστη και στις σημερινές συνθήκες της «αυτοκρατορίας των αγορών» είναι ολέθρια.
Όταν στο περιβάλλον Τσίπρα επινοήθηκε ο όρος «κυβερνώσα Αριστερά» κανείς δεν σκέφτηκε αν αυτό το νέου τύπου «φάντασμα» που σήμερα παραπαίει πάνω από την Ευρώπη, θα ασκεί «διακυβέρνηση» ή «εξουσία». Στην πράξη ωστόσο, το «φάντασμα» της «κυβερνώσας Αριστεράς» ταλαντεύεται με την ακρίβεια εκκρεμούς ανάμεσα στην υπόσχεση, προς την κοινωνία, μιας καλύτερης «διακυβέρνησης» και στην υπόσχεση, προς τις αγορές, μιας καλύτερης «εξουσίας».
Την πορεία του εξουσιαστικού πολιτικού συστήματος προς τα αριστερά την καθορίζει η αντίθεση ανάμεσα στις δυνάμεις της διακυβέρνησης (κοινωνικό σύστημα) και στις δυνάμεις της εξουσίας (εξουσιαστικό σύστημα).
Η «κυβερνώσα Αριστερά» θα συνεχίσει υποχρεωτικά να ταλαντεύεται ανάμεσα στις πλευρές αυτής της αντίθεσης που έχει διαδεχτεί την αντίθεση ανάμεσα στην εργασία και στο κεφάλαιο. Μετά από τις ευρωεκλογές και την υιοθέτηση, και από το «μαύρο μέτωπο», της ιδέας για μια «νέα μεταπολίτευση» το εκκρεμές της «κυβερνώσας Αριστεράς» βρίσκεται στο κενό, ανάμεσα στην «αρμοδιότητα» της διακυβέρνησης που δεν την έχει και στην «ισχύ» της εξουσίας που δεν υπάρχει: σε μια κατάσταση δηλαδή που δεν μπορεί παρά να εγκυμονεί εσωτερικές εξελίξεις.