Φιλοσοφία | ΣΕΛΙΔΕΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ | hits: 1783
Ο Ρινάλντι παρουσιάζει τον Μπιτσάκη ή πώς να κατασπαράξετε τον μαρξισμό επαινώντας τον μαρξιστή
άρθρο
του Κωστή Παπαϊωάννου
Τετ, 17 Σεπτ 2014

Έλεγα, μέχρι σήμερα, πως το χειρότερο που μπορεί να σου συμβεί είναι να σε επαινέσει πεθαμένο ο ειδικευμένος στις επαινετικές νεκρολογίες Ρινάλντι. Ανακάλυψα όμως πως υπάρχει και κάτι χειρότερο: να παρουσιάσει ο Ρινάλντι το βιβλίο σου όταν είσαι ακόμα ζωντανός! Αυτό το κακό βρήκε τον δυστυχή, τον Ευτύχη Μπιτσάκη. Ο Ρινάλντι διέπραξε μια βιβλιοπαρουσίαση του τελευταίου βιβλίου του, «Ανθρώπινη Φύση», και την δημοσίευσε ευθαρσώς σε τρεις συνέχειες στην ιδιόκτητη εφημερίδα του, τον «δρόμο της Αριστεράς».

Ένα κείμενο βιβλιοπαρουσίασης 5,5 χιλιάδων λέξεων για να παρουσιάσει σε τρία επεισόδια ένα βιβλίο φιλοσοφίας σε μια εβδομαδιαία εφημερίδα δεν είναι κάτι συνηθισμένο: Εδώ, όμως δεν πρόκειται για παρουσίαση: ο Ρινάλντι, με το πρόσχημα της παρουσίασης του φιλοσοφικού συγγράμματος του Μπιτσάκη προβάλλει τις αξιοθρήνητες πολιτικές σκέψεις του, προσπαθώντας να ξελασπώσει ο ίδιος για τις ζημιές που έχει κάνει στο μαρξιστικό λενινιστικό κίνημα και γενικά στην Αριστερά.

Η επιλογή του Μπιτσάκη σαν ασπίδα και ο χρόνος που χρησιμοποιήθηκε δεν είναι τυχαίος: είναι προφανές ότι πολύ γρήγορα στον ΣΥΡΙΖΑ θα υπάρξουν σημαντικές εξελίξεις με επίκεντρο την ΚΟΕ και τον Ρινάλντι.

Το δίδυμο Σαμαρά-Βενιζέλου χρεοκοπεί και το αριστερό άλλοθι του Κουβέλη διαλύεται. Οι επιτελείς του ΣΥΡΙΖΑ είναι υποχρεωμένοι να αναλάβουν την «σωτηρία» του πολιτικού συστήματος. Οι άνθρωποι της βάσης προφανώς δεν θα μπορέσουν να καταπιούν την αντίφαση ενός κόμματος που παριστάνει το αριστερό και κυβερνάει σαν δεξιό. Αυτή την αντίφαση την έκανε μέχρι σήμερα βιώσιμη η ΚΟΕ με την επαίσχυντη ιδέα της «νέας μεταπολίτευσης του λαού» και την βλακώδη ιδέα του «αντιμνημονιακού ξέφωτου» που αποτελούν εμπνεύσεις του Ρινάλντι. Είναι λοιπόν αναμενόμενο πως μια μερίδα των ανθρώπων της ΚΟΕ θα αρχίσει να του ζητάει τον λογαριασμό.

Από την άλλη μεριά ο Ρινάλντι, έχει μέχρι σήμερα γλυτώσει το τομάρι του ξεπουλώντας διάφορους συνεργάτες του ή/και συνένοχούς του, είτε ως άτομα, όπως τον επί χρόνια συνεταίρο του, τον Νίκο Γαλάνη, είτε ως ομάδες με το να καρπώνεται την δόξα από τις συλλογικές προσπάθειες, όπως έγινε με τον Δρόμο της Αριστεράς. Τελευταία έχει καταλάβει τα σκούρα που προκύπτουν από τις αντιφάσεις που έχει ο ίδιος δημιουργήσει και προσπαθεί να αυτονομηθεί παρουσιαζόμενος σαν εξέχουσα δημοσιογραφική προσωπικότητα και δημιουργώντας το δικό του Blog. Με το κόλπο της παρουσίασης του βιβλίου του Ευτύχη Μπιτσάκη συμπληρώνει την αυτονόμηση του προσπαθώντας να παρουσιάσει τον εαυτό του και σαν υπερφιλόσοφο που κανονίζει αξιωματικά ποιος είναι και ποιος δεν είναι ο σπουδαιότερος ευρωπαίος φιλόσοφος.

Πριν μπω στην ουσία του θέματος, θα ήθελα, για άλλη μια φορά, να τονίσω πως παραφράζοντας την γνωστή ρήση: «την προδοσία πολλοί αγάπησαν τον προδότη όμως ουδείς» θα πρέπει πω ότι θεωρώ τον Ρινάλντι σαν κατά συρροή αυτουργό της πιο συνειδητής, ιδιοτελούς, αναίσχυντης διαστρέβλωσης του επαναστατικού λόγου, υπαίτιο δηλαδή της πιο μισητής πράξης που, κατά την γνώμη μου, μπορεί να διαπραχθεί στην εποχή μας αλλά η πράξη του είναι πάντα τόσο σοφά επίκαιρη που καθίσταται συμβολή στην επαναστατική αλλαγή.

Στην ουσία λοιπόν, στο συγκεκριμένο ζήτημα ο Ρινάλντι πατάει επάνω στο κεφάλι του Μπιτσάκη για να διαστρεβλώσει τα τρία βασικά θεωρητικά-φιλοσοφικά ζητήματα που χαρακτηρίζουν την « εποχή μας»: (α) το ζήτημα της σχέσης του σύγχρονου ανθρώπου με την θεωρία, (β) το ζήτημα της ιστορικής αναγκαιότητας και (γ) το ζήτημα της κοινωνικής προοπτικής.

Τα τρία αυτά ζητήματα υπάρχουν εξ αντικειμένου και απασχολούν ολόκληρη την κοινωνία αλλά για τους αριστερούς συνδέονται με την θεωρία του Μαρξ, η οποία αποτελεί την απάντηση που έδωσε μέσω του Μαρξ η κοινωνία, σ' αυτά τα ερωτήματα, πριν από την αρχή του 20ου αιώνα. Και ενώ το καθήκον των επαναστατών είναι να δίνουν την δική τους απάντηση σ' αυτά τα ζητήματα, έχοντας υπ' όψη τους την απάντηση που έδωσε η κοινωνία μέσω της Μαρξικής θεωρίας, οι διανοούμενοι της αριστεράς όπως όλοι οι πατροκτόνοι ορκίζονται πίστη στον πατέρα Μαρξ την ίδια ώρα που κατακρεουργούν την θεωρία του.

Το κοινό που συνδέει τον Μπιτσάκη και τον Ρινάλντι είναι πως, ανεξάρτητα από την θεωρητική τους κατάρτιση, η πολιτική τους ένταξη παραβαίνει ακόμα και την πιο στοιχειώδη αντίληψη για την πολιτική της επαναστατικής αλλαγής. Ο Ευτύχης Μπιτσάκης (ένας άνθρωπος που αντίθετα από τον Ρινάλντι μου είναι εξαιρετικά συμπαθής) είναι ο θεωρητικός μέντορας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, μιας γελοιογραφία της γελοιογραφίας που είναι ήδη το ΚΚΕ. Ο Ρινάλντι είναι ο εκμαιευτής του συριζαϊκού εκτρώματος και ο εμπνευστής της ιδέας της «μεταπολίτευσης του λαού». Το ενδιαφέρον είναι πως ο Ρινάλντι προκείμενου να απορρίψει την ιδέα της επαναστατικής αλλαγής, για να σερβίρει κρύα την «μεταπολίτευση του λαού» χρειάστηκε να αναφερθεί στους «επαναστάτες της φράσης» εννοώντας τους επιτελείς της ΑΝΤΑΡΣΥΑ τους οποίους συμβούλευε ο Μπιτσάκης.

Όμως οι καιροί αλλάζουν και ο Ρινάλντι θυμήθηκε την πίστη του στον Μαρξ και βάλθηκε να τον κατακρεουργήσει μέσω των εγκωμίων του στο πρόσωπο και στην δουλειά του Μπιτσάκη. Για τα εγκώμια του στο πρόσωπο του Μπιτσάκη το θύμα του εγκωμιασμού θα μπορούσε κάλλιστα να του κάνει μήνυση για δυσφήμιση. Βρίσκει, για παράδειγμα πως ο Μπιτσάκης είναι, από τα νιάτα του, ένας τύπος «αντιφατικός» γιατί ενώ θα έπρεπε να ασχολείται με την «επιστήμη του» είναι πρόθυμος να τρέχει στα «καλέσματα» του «προοδευτικού» κινήματος στο οποίο προφανώς ο κυριότερος ιθύνων νους είναι (κατά τον άρρωστο ναρκισσισμό του) ο ίδιος ο Ρινάλντι. Από την αρχή δηλαδή ο Ρινάλντι ξεκαθαρίζει πως ο Μπιτσάκης είναι (πολιτικώς μιλώντας) στην υπηρεσία της μεγαλειότητας του και παράλληλα με την ίδια φράση διαγράφει την μόνη αντίληψη για την θεωρία του Μαρξ που ισχύει και θα ισχύει στους αιώνας των αιώνων πως η θεωρία δεν είναι δόγμα αλλά οδηγός στην πράξη.

Χωρίς να έχω διαβάσει το βιβλίο του Μπιτσάκη μπορώ να πω ότι μέσα από την δήθεν παρουσίαση του Ρινάλντι φαίνεται πως είναι πρόσφορο για την θεωρητική διαστρέβλωση που επιχειρεί αυτός ο τύπος: είναι πρόσφορο για την διαστρέβλωση αλλά δεν την αξίζει και σίγουρα όπως είναι πρόσφορο για την αρπακτική διάθεση του Ρινάλντι είναι πρόσφορο και για μια σοβαρή συζήτηση. Τον Μπιτσάκη θα τον περιέγραφα σαν έναν θεωρητικό που προσπαθεί να κάνει κριτική σ' αυτούς που διαστρεβλώνουν την επαναστατική αντίληψη, κατοικώντας όμως στον ίδιο (ακαδημαϊκό και πολιτικό) χώρο και χρησιμοποιώντας την ίδια γλώσσα με αυτούς που κριτικάρει. Τεχνικά μιλώντας, ο Μπιτσάκης υπόκειται (όπως όλοι μας) στην μοίρα του ανθρώπου  που όπως λέει ο Μαρξ «μόνον όταν αρχίσει (...) να ξεχνά τη μητρική του γλώσσα, θα μπορέσει να αφομοιώσει το πνεύμα της καινούριας γλώσσας και να δημιουργήσει σ' αυτήν». Από ηθική άποψη υποπίπτει σε ένα ολίσθημα που όμως είναι πολύ δύσκολο να το αποφύγει κανείς ακόμα και όταν δεν έχει αναγκαστεί να βγάζει (μεταφορικά μιλώντας) το ναρκισσιστικό του «ψωμί» μέσα από το υπάρχον εξουσιαστικό πολιτικό πλαίσιο.

Καμιά σχέση όμως με τον Ρινάλντι! Αυτός με τους όρκους πίστης στον Μαρξ δεν προσπαθεί απλώς να συγχωρεθεί για τα παλιά του αμαρτήματα-εγκλήματα αλλά χρησιμοποιεί τους όρκους για να προβεί στην διάπραξη νέων ακόμα βαρύτερων.

Το αναίσχυντο πόνημά του, είναι πλούσιο σε επιμέρους διαστρεβλώσεις όχι μόνο της εκλεπτυσμένης Μαρξικής λογικής αλλά και της ισχύουσας στοιχειώδους υλιστικής πολιτικής λογικής:

Στο πρώτο από τα ζητήματα που ανέφερα, πολύ μακριά ο Ρινάλντι από το να καταλάβει την σημερινή σχέση του ανθρώπου με την θεωρία, δεν αντιμετωπίζει ο ίδιος την θεωρία, σαν αφηρημένη προσέγγιση, περιγραφή και κατανόηση της πραγματικότητας αλλά σαν μια αυθαίρετη κατασκευή εικόνων, μιας χρήσης, που διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα, με τις οποίες προσπαθεί να δελεάσει όποιους χρειάζεται να δελεάσει, προκειμένου να του προσφέρουν μια θέση στο εξουσιαστικό σύστημα, όποιο κι αν είναι την στιγμή που λιγουρεύεται την θέση.

Έτσι στα τελευταία χρόνια είδε την κρίση σαν «μπελά» αλλά και σαν «ευκαιρία», απεφάνθη ηλιθίως πως «η μόνη διέξοδος από την κρίση» είναι η «μεταπολίτευση του λαού» (πως η επαναστατική αλλαγή είναι φράσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ) και ως πρώτο βήμα είναι «το ξέφωτο». Τώρα που όλα αυτά αποδείχτηκαν φούσκες, που όχι μόνο έσκασαν αλλά έσκασαν μπροστά στην μούρη του, χωρίς να του αποδώσουν την παραμικρή αίγλη. Έφτιαξε το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ που χρησιμοποίησε ο Δραγασάκης σαν φανταιζί περιτύλιγμα για την ρεαλιστική αποκήρυξη του οικονομικού ρεαλισμού. Κατάργησε την ΚΟΕ, σαν οργάνωση, που κάποτε την κατασκεύασε δια πυρός και σιδήρου (ψευτιάς και λογοκρισίας) για να «έχει η Ελλάδα, το 2000, κομμουνιστική οργάνωση». Ξεπούλησε τους συντρόφους του σε προφανώς μυστικές συνεννοήσεις με τους παράγοντες του ΣΥΡΙΖΑ για να κερδίσει τί; Μια θέση άνευ χαρτοφυλακίου στην πολιτική γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ, που έτσι κι αλλιώς είναι ένα "όργανο" για τα μάτια του κόσμου.

Και τώρα μετά από όλα αυτά επιστρέφει στον Μαρξ για να τον απορρίψει μια και έξω, αφού «κριτικάρει» όλους τους άλλους (χυδαίους, αγοραίους, πραγματιστές, δογματικούς, ρομαντικούς, ντετερμινιστές κλπ. κλπ.) μαρξιστές που τον διαστρέβλωσαν χωρίς, όχι να εξηγεί, αλλά ούτε καν να υπαινίσσεται τι διαστρέβλωσαν όλοι αυτοί από τον Μαρξ.

Στο δεύτερο ζήτημα, της ιστορικής αναγκαιότητας ο Ρινάλντι έχει ειδικευτεί από πολύ παλιά να απορρίπτει την ιστορική αναγκαιότητα με το πρόσχημα πως κριτικάρει τον «τεχνολογικό ντετερμινισμό» και την αντίληψη περί «προόδου» και περί «ανάπτυξης» που δήθεν σχετίζονται με την «μανία» της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Είναι αλήθεια ότι έχουν υπάρξει πολλές διαστρεβλώσεις της σημασίας που δίνει ο Μαρξ στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και στην αντίφασή τους με την ανάπτυξη των παραγωγικών σχέσεων. Κανείς όμως δεν έχει διαστρεβλώσει την σημασία που δίνει ο Μαρξ και αργότερα ο Λένιν, ο Στάλιν και ο Μάο σ' αυτή την αντίφαση όσο ο Ρινάλντι.

Βεβαίως το χοντροκομμένο μυαλό ενός αριστοτέχνη της αρπαγής, δεν μπορεί να επεξεργαστεί ούτε καν να καταλάβει την λεπτότητα αυτού του ζητήματος. Δεν μπορεί επομένως να καταλάβει ο Ρινάλντι πως η αναγκαιότητα είναι μια έννοια απαραίτητη στην σκέψη των ανθρώπων και ο Μαρξ δεν έκανε τίποτα άλλο από το να αφαιρέσει την απαραίτητη ιδέα της αναγκαιότητας από τα χέρια της μεταφυσικής και να την τοποθετήσει στην βάση της υλικής πραγματικότητας. Ο κοινωνικός βολονταρισμός με τον οποίο ο Ρινάλντι δήθεν αντικατέστησε τον τεχνολογικό ντετερμινισμό, δεν είναι τίποτα άλλο από ένας ηλίθιος μεταφυσικός ντετερμινισμός που σε τελευταία ανάλυση αποδίδει θεϊκές ιδιότητες στο φουσκωμένο από την μανία της εξουσίας κεφάλι του.

Στο τρίτο ζήτημα, της κοινωνικής προοπτικής, εδώ είναι που ο Ρινάλντι δίνει τα ρέστα του. Ενώ προβάλλοντας την «μεταπολίτευση του λαού» ως «μοναδική» εφικτή «διέξοδο» από την κρίση προσπαθούσε να μας πείσει να ξεχάσουμε προσωρινά την κοινωνική αλλαγή, πράγμα έτσι κι αλλιώς εγκληματικό, τώρα, με την «φιλοσοφική» του προσέγγιση στο ζήτημα του κομμουνισμού, πατώντας και πάλι με βαρβαρότητα πάνω στο κεφάλι του Μπιτσάκη μας καλεί να ξεχάσουμε οριστικά την απαλλαγή της κοινωνίας από τον εξουσιαστικό βραχνά φασιστικού ή οπορτουνιστικού τύπου που την βασανίζει.

Ωστόσο το ζήτημα της κοινωνικής προοπτικής είναι δύσκολο να συζητηθεί διότι έχει συνδεθεί με μια ψευδή εικόνα του κομμουνισμού, τον όποιο άλλοι τον θεωρούν σαν μια ουτοπία (μεταξύ αυτών και ο Ρινάλντι) και άλλοι τον θεωρούν σαν μοντέλο μιας ήσυχης και ωραίας κοινωνικής οργάνωσης (σαν έναν επίγειο παράδεισο) που προτάθηκε κάποτε από τους μαρξιστές και σε κάποιους αρέσει ενώ σε κάποιους άλλους όχι.

Φαίνεται όμως πως ούτε και ο Μπιτσάκης έχει τρόπο να χειριστεί την έννοια του κομμουνισμού σαν μια πραγματική περίοδο της κοινωνικής ιστορίας. Με όλες τις δυσκολίες βεβαίως που έχει ο καθορισμός της ιστορικής περιόδου. Στο φιλοσοφικό επίπεδο ο Μπιτσάκης καταφεύγει στην ευκολία της ακαδημαϊκής διαλεκτικής, στραπατσάροντας έτσι την ιδέα του Μαρξ που μιλούσε για «επιστροφή στην αρχέγονη κοινότητα, σε ανώτερο επίπεδο» με την μετάφρασή της στην "διαλεκτική" σαν «Οι ταξικές κοινωνίες ήταν η άρνηση της αρχέγονης κοινοκτημοσύνης. Ο κομμουνισμός θα είναι η άρνηση της άρνησης». Εδώ δεν κάνει εντύπωση τόσο η χρήση της διαλεκτικής με την μορφή την κάπως ντεμοντέ που ταιριάζει στο ΚΚΕ: θέση-αντίθεση-σύνθεση (ή άρνηση της άρνησης) αλλά η προέκταση της έννοιας της ιδιοκτησίας (κοινοκτημοσύνη) στην αρχέγονη κοινότητα.

Στο πολιτικό επίπεδο όμως απ' ότι φαίνεται από την παρουσίαση (δεν έχω στα χέρια μου το βιβλίο) ο Μπιτσάκης αντιμετωπίζει τον κομμουνισμό σαν στόχο πολιτικού προγραμματισμού. Στο τελευταίο κεφάλαιο μιλάει «για τον κομουνισμό του πεπερασμένου» και ενώ αρχίζει με την «δομική κρίση του καπιταλισμού» και την «επιβίωση της ανθρωπότητας» (λογική αρχή αν αφαιρέσει κανείς το "προαπαιτούμενο" της αναφοράς στον καπιταλισμό) μέσα από αναφορές σαν «το πρόβλημα της ηγεμονίας» και «το πρόβλημα των συμμαχιών» καταλήγει στην αναφορά στον στόχο «για μια ρεαλιστική κομμουνιστική κοινωνία» όπου ο "ρεαλισμός" σκεπάζει όλη την φιλοσοφία με μια βαριά ταφόπλακα.

Καταλαβαίνω τις δεσμεύσεις που έχει ο Ευτύχης Μπιτσάκης προκειμένου να εξασφαλίσει την παραμονή του στον δημόσιο χώρο. Πρέπει όμως να καταλάβει κι αυτός πως το κόστος της συνδρομής στο κλαμπ αυθεντιών του δημόσιου χώρου στον οποίο κυριαρχεί ο πολιτικός σαλτιμπαγκισμός του σημερινού οπορτουνισμού είναι πολύ ακριβή για την φτωχή απόλαυση που προσφέρει. Ήδη είναι πολύ βαρύ τίμημα να δίνεις την ευκαιρία στον Ρινάλντι να εκφράσει την χυδαιότητα: «ο κομμουνισμός κατηγορείται ότι δεν έδωσε σημασία στο άτομο, ότι στερεί τις δυνατότητες ανάπτυξης του ανθρώπου, ότι στερείται ο ίδιος ανθρωπισμού» και να βάζει τον φιλοσοφικό σου λόγο να απολογείται για τα αμαρτήματα ενός ηλιθίως προσωποποιημένου (από τους εχθρούς της επαναστατικής αλλαγής) κομμουνισμού. Τελικά είναι κρίμα ότι ένα βιβλίο με το οποίο απ' ό,τι φαίνεται προσπαθεί ο Ευτύχης Μπιτσάκης να εκφράσει μια σύγχρονη θεωρητική σκέψη είχε την ατυχία να χρησιμοποιηθεί από την χυδαιότητα του Ρινάλντι σαν όπλο ενάντια στην σκέψη.