Πολιτική | ΣΕΛΙΔΕΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ | hits: 1966
Ο Γιάννης Χοντζέας και το ανέφικτο της επανάστασης
άρθρο
του Κωστή Παπαϊωάννου
Δευτ, 27 Οκτ 2014

Πέρασαν ήδη 20 χρόνια, από τις 24 Οκτωβρίου του 1994, από την ημέρα που πέθανε, στα 64 χρόνια του, ο Γιάννης Χοντζέας. Έχω γράψει μια-δυό φορές γι αυτόν σε προηγούμενες επετείους του θανάτου του, σ' αυτή όμως την επέτειο αισθάνομαι πολύ βαριά την υποχρέωση να μιλήσω κάπως συνολικά για την ιδιαίτερη προσωπικότητα ενός ανθρώπου που έπαιξε έναν ιδιαίτερο ρόλο στο ελληνικό επαναστατικό κίνημα. Κι αυτό, επειδή πιστεύω πως στις σημερινές συνθήκες το παράδειγμά του δίνει μια βάσιμη απάντηση στις απορίες που γεννιόνται σε κάθε αριστερό άνθρωπο που θέλει να καταλάβει τι συμβαίνει στην εποχή μας και να σκεφτεί με επαναστατικό τρόπο τα πολιτικά ζητήματα.

Σήμερα, ένας αριστερός μοιάζει να είναι νοητικά και ψυχικά «τυφλός» για να μην αντιλαμβάνεται πως ζούμε από πολλά χρόνια τώρα και ίσως θα ζήσουμε και για πολλά χρόνια ακόμα το πέρασμα της ανθρωπότητας από την προϊστορία στην ιστορία, όπως εννοούσε ο Μαρξ την επανάσταση της εποχής μας. Αλλά βέβαια ο Μαρξ μας είχε προειδοποιήσει και για την μαζική τύφλωση που δεν πρέπει να μας φοβίζει γιατί και εξηγείται, και δικαιολογείται και είναι περαστική. Έχει σημασία όμως να θεραπευθεί γιατί όσο παρατείνεται δημιουργεί όλο και μεγαλύτερους κινδύνους όταν από την άλλη μεριά ακούμε με κλειστά μάτια τους επιτελείς της οπορτουνιστικής Αριστεράς να μας μιλάνε για το ανέφικτο της επαναστατικής αλλαγής που προσπαθούν να μας κοιμίσουν για άλλη μια φορά με παραμύθια περί «αντιμνημονιακής διεξόδου» από την «ανθρωπιστική κρίση».

Ο Γιάννης Χοντζέας, σε ολόκληρη την ζωή του, όχι μόνο δεν ήταν τυφλός αλλά ήταν συντονισμένος συνειδητά και έμπρακτα στην πραγματικότητα αυτού του επαναστατικού περάσματος και σε όλα του τα γραφτά ειρωνευόταν τις ανοησίες περί «ανέφικτου» που συνοδεύουν τις μακροπρόθεσμες επαναστατικές αλλαγές και εντείνονται όταν η επαναστατική αλλαγή πλησιάζει. Κι αυτό όχι σε συνθήκες σαν τις σημερινές, όπου τα πάντα έχουν φωτιστεί τόσο εκτυφλωτικά ώστε οι άνθρωποι, όπως είπα, να κλείνουν τα μάτια τους μπροστά στο ξαφνικό και αδυσώπητο φως της κρίσης. Ο Χοντζέας ήταν ένας μετέφερε στις αδύναμες πλάτες του την επαναστατική πολιτική για να την περάσει στις επόμενες γενιές σε συνθήκες πραγματικού ζόφου που ακολούθησε την υποταγή των νικητών στους ηττημένους, στην Βάρκιζα του ελληνικού επαναστατικού κινήματος, και στην συμβολική «Βάρκιζα» του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος.

* * *

Ο Γιάννης Χοντζέας, έτσι κι αλλιώς, είναι ένα παράδειγμα ανθρώπου που έζησε ολόκληρη την ζωή του μέσα στο επαναστατικό κίνημα. Το παράδειγμά του όμως γίνεται εξαιρετικά επίκαιρο σήμερα για τον απλό λόγο ότι εμπεριέχει την απάντηση στο ζήτημα της αναλογίας, ανάμεσα στο μέγεθος του ανθρώπου και στο μέγεθος του ρόλου του, καθώς και στο ζήτημα της χαώδους τυχαιότητας μέσα στην οποία καταλήγει ο κάθε άνθρωπος στην υπηρεσία της επαναστατικής αλλαγής. Ζητήματα των οποίων η λύση γίνεται εξαιρετικά επείγουσα σήμερα που οι άνθρωποι αισθάνονται ασήμαντοι και άσχετοι μπροστά στο τεράστιο (όπως στις τεράστιες όπως τους φαίνονται) δυσκολίες της επαναστατικής αλλαγής και διατηρώντας πεισματικά την λογική της «αυθεντίας» και της «πατρότητας» των ιστορικών εξελίξεων και καταλήγουν να αναμένουν την καταστροφή ή την σωτηρία από «σατανικές» ή «μεσσιανικές» προσωπικότητες, που στην πραγματικότητα είναι ευτελείς και μιας χρήσης, σαν χαρτομάντιλα.

Ο Γιάννης ήταν ένας άνθρωπος μικρού «εκτοπίσματος» και πολύ εύκολα, αν δεν τύχαινε να τον δεις στα μάτια, θα τον έλεγες ασήμαντο κι αυτοί που τον ήξεραν και τους ήξερε αλλά δεν μπορούσαν να τον κοιτάξουν στα μάτια τον έβγαζαν «τρελό». Είχε όμως μια απίστευτα σημαντική παρουσία και επίδραση στα πολιτικά πράγματα της ελληνικής Αριστεράς. Στο παράδειγμά του η κατανόηση των σχέσεων μεγέθους και τυχαιότητας μπροστά στην επαναστατική αλλαγή, ξεφεύγουν από τις δυνατότητες της κλασικής πολιτικής σκέψης η οποία αντιστοιχεί στην νευτώνεια ή και στην θερμοδυναμική θεωρία και ανάγονται στην αδιερεύνητη ακόμα λογική που αντιστοιχεί σε μια κβαντική θεώρηση των κοινωνικών φαινομένων.

Χρειάστηκαν και σε μένα πολλά χρόνια για να λύσω το μυστήριο: πώς πρόλαβε και πώς κατάφερε να αποκτήσει της ικανότητες που είχε, να γνωρίσει τόσο καλά ανθρώπους και καταστάσεις, να είναι παρών σε τόσα συμβάντα, όπως προέκυπτε και από τις δικές του αφηγήσεις του και από αφηγήσεις άλλων, μέσα στον σύντομο χρόνο της ελεύθερης ζωής του.

Ο Γιάννης Χοντζέας γεννήθηκε το 1930 και η πολιτική του ζωή αρχίζει ήδη το σημαδιακό για το επαναστατικό κίνημα έτος 1943, το έτος της νίκης στο Στάλινγκραντ (στην οποία επίσης τέθηκε μαζικά και με δραματικό τρόπο το ζήτημα τις της κλίμακας και τις τυχαιότητας), δηλαδή σε ηλικία μόλις 13 ετών. Στα 14 χρόνια του είναι αυτός που διατυπώνει το πασίγνωστο σύνθημα «όταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα». Το σύνθημα που χαρακτηρίζει τα Δεκεμβριανά και από τότε μέχρι τον θάνατό του, 50 χρόνια μετά, είναι ο «άδηλος» πρωταγωνιστής στις εξελίξεις του επαναστατικού κινήματος σε τρείς σαφώς διακεκριμένες φάσεις.

Στην πρώτη φάση, από το 1944 μέχρι το 1964, στην φάση που αρχίζει και ολοκληρώνεται η υποχώρηση του επαναστατικού κινήματος, ο Γιάννης Χοντζέας είναι παράνομος. Μέχρι το 1958, είναι εξόριστος ή φυλακισμένος. Και τέλος μέχρι το 1964 αναλαμβάνουν οι επιτελείς της ΕΔΑ και του ΚΚΕ να του κάνουν την ζωή μαύρη μέχρι να τον διαγράψουν.

Στην δεύτερη φάση, από το 1964 μέχρι το 1974, που είναι, για την ελληνική κοινωνία, η σκοτεινή δεκαετία του 1960, και χαρακτηρίζεται από την γέννηση και την ανάπτυξη του μαρξιστικού λενινιστικού κινήματος και της πολιτιστικής επανάστασης, ο Γιάννης Χοντζέας είναι η ψυχή αυτού του κινήματος.

Στην τρίτη φάση, αρχίζοντας από το 1974 το μαρξιστικό - λενινιστικό κίνημα παρακμάζει και ο Γιάννης Χοντζέας μέχρι το θάνατό του, το 1994, πασχίζει να φτιάξει την γέφυρα για το πέρασμα της επαναστατικής λογικής στην εποχή και στην κατάσταση που έμελε να γίνει προφανής σήμερα 20 χρόνια μετά τον θάνατό του.

Οι τρεις φάσεις της πολιτικής ζωής του Χοντζέα συνδέονται άμεσα με τρείς αντίστοιχες φάσεις του ελληνικού επαναστατικού κινήματος με μια σχέση αλληλεπίδρασης. Και βέβαια όλοι οι άνθρωποι που συμμετείχαν στον επαναστατικό αγώνα είχαν μια σχέση αλληλεπίδρασης με το κίνημα αλλά στην σχέση του Χοντζέα μ' αυτό, τίθεται εμφανώς αυτό το ζήτημα της κλίμακας των μεγεθών μεταξύ προσώπου και έργου καθώς και το ζήτημα της χαώδους τυχαιότητας για τα οποία μίλησα παραπάνω. Ο Χοντζέας δεν «βρέθηκε» απλά στις τάξεις του κινήματος, είναι σα να βρέθηκε στο κίνημα ακριβώς για να το σημαδέψει με την ζωή του, και να ορίσει αυτές τις φάσεις.

* * *

Για να ξεκινήσω από την τυχαιότητα, ο ίδιος ο Γιάννης, μου είχε πει, σαν εξήγηση για την ένταξή του στο κίνημα, πως μια αδερφή του (ένα από τα 10 αδέρφια του που πέθαναν σε μικρή ηλικία) πέθανε από πνευμονία, στις μέρες της δικτατορίας του Μεταξά, επειδή μαζί με άλλα παιδιά περίμενε ώρες κάτω από την βροχή προκειμένου να παρελάσει μπροστά στον δικτάτορα. Το γεγονός αυτό τον γέμισε μίσος για τον φασισμό σε ηλικία μικρότερη από 10 χρόνια και στα 13 του, βρέθηκε οργανωμένος στο ΚΚΕ και αγωνιστής στην αντίσταση. Βεβαίως δεν ήταν ο μόνος άνθρωπος νεαρής ηλικίας που σπρώχτηκε από κάποιο τυχαίο γεγονός στην αντίσταση και αργότερα στον εμφύλιο, δεν είχαν όμως όλα τα νεαρά άτομα το ψυχικό σθένος, την ιδεολογική επιμονή, την κριτική ικανότητα και τελικά την πνευματική ωριμότητα του Γιάννη.

Τι ρόλο έπαιξε άραγε η τύχη στην δική του περίπτωση; Λειτούργησε ερήμην της ιστορίας; Ερήμην της αναγκαιότητας του επαναστατικού περάσματος της παγκόσμιας κοινωνίας σε μια επόμενη φάση; Προφανώς όχι, αλλά αυτό ούτε μπορούμε ούτε είναι ανάγκη να το διερευνήσουμε: καλά θα κάνουμε να το αφήσουμε στην σφαίρα του ιερού.

Το δεύτερο ζήτημα είναι αυτό της κλίμακας. Το σύνθημα που χαρακτήριζε την σύγκρουση του Δεκέμβρη το σκέφτηκε και το διατύπωσε ο Γιάννης. Κατά την γνώμη μου, το σύνθημα αυτό δεν εξέφραζε μόνο την δική του πλευρά της σύγκρουσης αλλά και την απέναντι πλευρά των συντηρητικών ανθρώπων της κοινωνικής βάσης, ακόμα και των ταγματασφαλιτών και των δωσίλογων και επομένως καθόριζε το ιστορικό στίγμα της ελληνικής κοινωνίας και, όπως αποδείχτηκε, και της παγκόσμιας. Πώς έγινε και συνόψισε την παγκόσμια ιστορική κατάσταση ένα δεκατετράχρονο παιδί, την ίδια στιγμή που οι μεγάλοι ηγέτες του ΚΚΕ και του ΕΑΜ έπεφταν σαν κουτορνίθια στην παγίδα του Παπανδρέου και του Τσόρτσιλ και είχαν βρεθεί σε αδιέξοδο; Την ίδια στιγμή που ο Βελουχιώτης και οι μπαρουτοκαπνισμένοι αρχηγοί της αντίστασης είχαν υποταχθεί στις αποφάσεις των ηγετών του ΚΚΕ και κυνηγούσαν τους κλεφτοκοτάδες του ΕΔΕΣ στην Ήπειρο;

Η επιφανειακή εξήγηση είναι προφανής: Το πνεύμα που οδήγησε τον Γιάννη στην διατύπωση του συνθήματος, ήταν διάχυτο στους ανθρώπους του κινήματος και γενικά στους ανθρώπους της κοινωνικής βάσης. Σαν σύνολο όμως η κοινωνία εκείνης της εποχής ήταν υποταγμένη στην αίγλη και στην δύναμη της εξουσιαστικής ιεραρχίας και από αυτήν την ιεραρχία περίμεναν την επιλογή των όπλων ή των αλυσίδων. Ο Χοντζέας, ποτέ στην ζωή του, δεν ήταν υποταγμένος, ένιωθε όμως πως τα πολιτικά όρια της εποχής του ήταν ιστορικά καθορισμένα και αντιλαμβανόταν ότι δεν μπορούσε να τα υπερβεί αλλά αυτό δεν τον εμπόδιζε να συντονίζεται με την αναγκαιότητα του περάσματος στην επόμενη ιστορική εποχή.

Ο Γιάννης Χοντζέας, όπως κατά την γνώμη μου όλοι οι αδιαμφισβήτητα μεγάλοι, διατηρούσε την απεραντοσύνη της σκέψης του, σεβόμενος όμως την περατότητα της πράξης του, δεν χανόταν σε τόπους μακρινούς και αχρείαστους αλλά εξαντλούσε το βάθος των κοινωνικών ζητημάτων που επεξεργαζόταν κι αυτό εξηγεί βαθύτερα, από υποκειμενική άποψη, την εμβέλεια της επίδρασής του.

Υπάρχει ωστόσο και η αντικειμενική άποψη. Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, η αναγκαιότητα του περάσματος σε μια νέα εποχή, σε μια νέα κοινωνία έγινε ακατανίκητη ακριβώς επειδή οι επαναστάτες που λειτουργούσαν προς αυτή την κατεύθυνση μέχρι την νίκη στο Στάλινγκραντ, κοκάλωσαν μετά από αυτή, «αναλογιζόμενοι» το μέγεθος της αλλαγής που είχαν μπροστά τους. Βαθειά μέσα τους την αλλαγή δεν την ήθελαν επειδή ακριβώς ήσαν «μεγάλοι» και η επαναστατική αλλαγή θα τους «μίκραινε». Δεν υπάρχει άνθρωπος που δεν έχει βαθειά μέσα του τον φόβο της αλλαγής, το βλέπουμε καθαρά σήμερα στις, έτσι κι αλλιώς, ασήμαντες φιγούρες του οπορτουνισμού, πόσο μάλλον στους «μεγάλους» που αναδείχτηκαν μέσα από τον πόλεμο.

Δεν είναι τυχαίο πως ο Μάο Τσε τουνγκ, έχοντας την πικρή πείρα της έκβασης της μεγάλης σύγκρουσης, έλεγε στους ανθρώπους της κοινωνικής βάσης πως πρέπει να τολμούν την εξέγερση και κυρίως πως πρέπει να τολμούν την νίκη. Ο Γιάννης Χοντζέας ήταν το ζωντανό παράδειγμα της τόλμης και για την εξέγερση και για την νίκη, πρώτα-πρώτα γιατί αναγνώριζε τους φόβους του και τις αδυναμίες του σαν «κληρονομιά» του παρελθόντος του και, δεύτερο, γιατί δεν ήταν μπροστά σε κάποια αλλαγή, που θα τον υποβάθμιζε, καθώς αυτός είχε (συμβολικά αλλά ουσιαστικά) γεννηθεί ήδη στην επόμενη κοινωνία. Αυτό εξηγεί την παράδοξη ανάμειξη της αυστηρότητας με τον σεβασμό για τις προσωπικότητες του επαναστατικού κινήματος, που επεδείκνυε στον προφορικό του λόγο αλλά και προσεκτικά, για να μην παρεξηγείται είτε προς την μια είτε προς την άλλη κατεύθυνση, και στον γραφτό του λόγο.

Ο Χοντζέας έμοιαζε σαν να μην είχε ζήσει περιορισμένος σε φυλακές και εξορίες στα 17 από τα 30 πρώτα χρόνια και εμμέσως εγκλωβισμένος σε έναν εξ οικείων κλοιό αντίθεσης στην επαναστατική του σκέψη, στο σύνολο των 50 χρόνων της πολιτικής του ζωής. Όταν τον άκουγες να μιλά για πρόσωπα και πράγματα, μπερδευόσουν ανάμεσα σ' αυτά που είχε ζήσει ο ίδιος και σ' αυτά που ήξερε από άλλους γιατί γνώριζε εξ ίσου καλά τόσο τα μεν όσο και τα δε. Κι αυτό γιατί δεν έβλεπε την κατάσταση από μια θέση παρελθοντική αλλά από μια θέση μελλοντική, γιατί δεν έβλεπε την κοινωνία στην επιφάνειά της αλλά στην δυναμική λειτουργία της και παρακολουθούσε την κίνησή της.

Στις τρείς φάσεις της πολιτικής του ζωής ο Χοντζέας ήταν πρωταγωνιστής στις εξελίξεις των αντίστοιχων ιστορικών φάσεων όχι ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους, όπως λένε αυτοί που τον εκμεταλλεύτηκαν με «μοναδικό» τρόπο, αλλά κόντρα σε χιλιάδες άλλους που συνειδητά ή όχι τον εμπόδιζαν ή και τον υπέσκαπταν: κόντρα, ακόμα και σ' αυτούς στους οποίους ήταν αναγκασμένος να στηρίζεται. Η ιστορική εξήγηση και η σημασία αυτής της παράδοξης αντιπαλότητας δεν μπορεί να εκτεθεί αυτή την στιγμή: απαιτεί άλλο πλαίσιο συζήτησης. Πάντως όμως οι δυσχέρειες που συναντούσε ο Γιάννης είναι ένα δεδομένο της ιστορικής μελέτης της ελληνικής επανάστασης και γενικά ισχύει γι αυτές, αν και με τρόπο οδυνηρό, το ρητό «κάθε εμπόδιο για καλό».

* * *

Στην πρώτη φάση, το σύνθημα του Χοντζέα προδόθηκε, αυτοστιγμεί, από ολόκληρο το κίνημα και την μαρτυρολογική και γονατιστή (όπως απαθανατίστηκε στην φωτογραφία που έσωσε για τις μετέπειτα γενιές) κουλτούρα του, και επίσης προδόθηκε ρητώς, επισήμως και εγγράφως με την επιλογή των αλυσίδων στις διαπραγματεύσεις της Βάρκιζας.

Στην δεύτερη φάση, η προσπάθεια της «αναγέννησης» προδόθηκε εκ των προτέρων μεν από τους ανθρώπους που αναμένονταν να συμβάλλουν στην προσπάθεια και δεν εμφανίστηκαν καθώς και από τους ανθρώπους που (κουτσά, στραβά) την διέτρεξαν και τράπηκαν σε φυγή τέλος της διαδρομής για να έχουν την εύνοια της «νέας» Κίνας του Τενγκ Σιάο Πινγκ και της «νέας» Ελλάδας του Ανδρέα Παπανδρέου.

Στην τρίτη φάση, που μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα, η δραματική προσπάθεια του Γιάννη να γεφυρωθούν ιδεολογικά και πολιτικά οι δύο εποχές του μεταπολεμικού επαναστατικού κινήματος, προδόθηκε από αυτούς στους οποίους στηρίχθηκε. Μιλάω εδώ για τον νεαρό τότε Ρούντι Ρινάλντι και μια μικρή παρέα από άλλους επίσης νεαρούς ανθρώπους που σχημάτισαν την Α/συνέχεια και «βοηθήθηκαν» όπως λένε οι ίδιοι από τον Χοντζέα στην πολυτάραχη και αμφιρρέπουσα πορεία τους μέχρι τον θάνατό του. Η προσπάθεια του Χοντζέα μέσω της Α/συνέχειας ήταν να αποτιμηθεί ιστορικά το επαναστατικό κίνημα μέχρι την δεκαετία του 1960 και να εκτιμηθεί η συνέχειά του και το μέλλον του μετά από αυτή την δεκαετία.

Στην πορεία των 20 χρόνων της τρίτης φάσης οι άνθρωποι που συναναστράφηκαν πολιτικά με τον Χοντζέα, ποτισμένοι από το πνεύμα της παραίτησης, δεν μπόρεσαν να δουν στην συναναστροφή τους μ' αυτόν τίποτα άλλο από το προσωπικό τους βόλεμα (μεταξύ άλλων και με τις «αμαρτίες» του παρελθόντος τους) ή από την προσωπική τους καριέρα στην δόξα και στο χρήμα, που εν τω μεταξύ, με το ΠΑΣΟΚ είχε αρχίσει να ρέει εξαγοράζοντας ολόκληρη την κοινωνία με διάφορους τρόπους αλλά κυρίως μέσα από την εξαγορά των επιτελών της Αριστεράς.

Στα 20 χρόνια που μεσολάβησαν από το θάνατο του Χοντζέα, ο Ρούντι Ρινάλντι και η παρέα του προσπάθησαν ανοιχτά πια και εντελώς συνειδητά, να ολοκληρώσουν αυτό που προσπαθούν τα προηγούμενα 20 χρόνια. Με νύχια και με δόντια, προσπάθησαν να κατασπαράξουν και να καταβροχθίσουν, κάθε στοιχείο επαναστατικότητας στην δουλεία του Χοντζέα, για να παραγάγουν όλη αυτή την κοπριά που τελικά συσκευάστηκε από τον Ρινάλντι στο φασιστικό «πακέτο» με την επιγραφή: «η μόνη εφικτή αλλαγή είναι η μεταπολίτευση του λαού στο μεταμνημονιακό ξέφωτο».

Και εδώ πρέπει να τονίσω πως στην πολύχρονη προσπάθεια του Ρινάλντι, συμπαραστάθηκαν όχι μόνο διάφοροι τυχοδιώκτες αλλά και πολλοί σοβαροί και καλοπροαίρετοι άνθρωποι, που εκ των υστέρων είτε το φυσούσαν και δεν κρύωνε, στο σπιτάκι τους, είτε έκαναν τα πικρά γλυκά και τον ακολουθούν μέχρι σήμερα γιατί η ζωή τους έτρεχε αναγκαστικά στο λούκι που χάραξε ο Ρινάλντι.

Το ζήτημα όμως τελικά σ' αυτό το κείμενο δεν είναι να επισημάνω για άλλη μια φορά την δυσοσμία του οπορτουνισμού την οποία, ασχέτως της συνολικής της ιστορικής σημασίας, αποπνέει η ΚΟΕ, ούτε κυρίως και να υποστηρίξω μια άρνηση κάθε πράξης και κίνησης που έγινε μέσα στο πλαίσιό της.

Το ζήτημα εδώ είναι να απαντήσω σε δυό ισάξια και παράλληλα ερωτήματα: Τελικά (α) μήπως πρέπει να αποφασίσουμε πως ΔΕΝ κατασκευάστηκε η γέφυρα; Και επομένως (β) μήπως πρέπει να αποφασίσουμε πως πήγε χαμένη τελικά η ζωή αυτού του ανθρώπου, στις αδύναμες πλάτες του οποίου έριξε τόσο μεγάλο βάρος η Ιστορία;

Να απαντήσω πρώτα το δεύτερο ερώτημα: Μα η Ιστορία δεν έριξε κανένα «βάρος» στις πλάτες του Χοντζέα, στον Χοντζέα, αντίθετα, η Ιστορία φύσηξε αέρα στα πανιά του. Όλο το βάρος η Ιστορία το έριξε στις πλάτες αυτών που προσπάθησαν να τον εμποδίσουν να ταξιδέψει. Και θα τους βασανίζει αυτό το βάρος όσο συνεχίζουν, με την θέλησή τους, το «θεάρεστο» έργο που ενέπνευσε, και πάλι η Ιστορία, στον Ρινάλντι. Αυτοί «αμείφθηκαν» στην διάρκεια της «ανοδικής» τους πορείας, με ένα, όλο και μεγαλύτερο φιάσκο, και σήμερα με τα «αργύρια» της προδοσίας τους, που δεν είναι από άργυρο αλλά από τον κοπανιστό αγέρα των αγορών.

Το γεγονός ότι πάνω στον Γιάννη έπεσε η «ευλογία» και όχι η «κατάρα» της Ιστορίας -- για να ησυχάσουν και όσοι τον αγάπησαν αλλά και όσοι τον εμπόδισαν με την θέλησή τους ή άθελά τους -- πρέπει να πω, πως δε το συνάγω εγώ εκ των υστέρων αλλά το ήξερε και το απέπνεε και ο ίδιος. Ο Γιάννης, θύμωνε πολλές φορές, γκρίνιαζε αρκετές φορές, γινόταν άδικος λίγες φορές. Ποτέ μα ποτέ όμως, ενώ κατανοούσε την απογοήτευση και την απαισιοδοξία των άλλων, ο ίδιος δεν είχε κρίσεις απογοήτευσης ή απαισιοδοξίας.

Μπορεί να ηχήσουν κάπως άσχετα σ' αυτό το κείμενο αλλά θα ήθελα να θυμηθώ γραπτώς εδώ δυο περιστατικά από την ζωή του Γιάννη που εξηγούν νομίζω την άποψή μου:

Στο πρώτο ήμουν μπροστά: Στην τελευταία σύσκεψη, πριν την δικτατορία, που έγινε στα γραφεία της «αναγέννησης», μιλώντας για την προσπάθεια που γινόταν τότε, μπροστά στον κίνδυνο της δικτατορίας που όλοι παρέβλεπαν εκτός από αυτόν, έλεγε περίπου πως η «προσπάθεια που κάνουμε εμείς εδώ είναι σαν ένα κεράκι» και τον θυμάμαι να δείχνει με το δάχτυλό του, πως είναι το κεράκι «που δυνατοί άνεμοι φυσάνε πασχίζοντας να το σβήσουν, αλλά ... ». Δεν θυμάμαι τί ακριβώς ήταν το «αλλά», σίγουρα όμως δεν ήταν πως το «κεράκι» θα σβήσει.

Το δεύτερο περιστατικό το έμαθα: επτά περίπου χρόνια αργότερα μετά την «ανάληψη» της δικτατορίας από τον Ιωαννίδη, ο Γιάννης ξαναπιάστηκε από την ΕΣΑ και πήγε εξορία (ουσιαστικά φυλακή) στην Γυάρο. Στο τμήμα μεταγωγών, με τα πλευρά κυριολεκτικά σπασμένα από τα ρόπαλα των εσατζήδων έκανε πλάκες και έφτιαχνε το κέφι και όχι μόνο αυτό αλλά και το φρόνημα των συγκρατούμενών του, πράγμα που συνεχίστηκε και στην Γυάρο.

Στο πρώτο ερώτημα, η απάντηση είναι πως η γέφυρα βεβαίως κατασκευάστηκε και τώρα είναι στα τελειώματα και στα μερεμέτια:

Πριν πεθάνει ο Χοντζέας έριξε τα θεμέλια της γέφυρας με τα χέρια αυτών που προσπαθούσαν συνειδητά ή χωρίς να το καταλαβαίνουν, να τον εμποδίσουν να λειτουργήσει.

Με τον Ρινάλντι επικεφαλής, όλοι αυτοί προσπαθούσαν να οικειοποιηθούν τις ιδέες του, να τις αλλοιώσουν κατά την ιδιοτελή τους βούληση και να τις πουλήσουν αλλοιωμένες για δικές τους. Το πρώτο πράγμα που μου είπε ο Ρινάλντι, όταν με «καλωσόρισε» στην Α/συνέχεια για το μεστό αηδιαστικής εμπειρίας διάστημα που εντάχθηκα οργανωτικά στην Α/συνέχεια, ήταν πως ο Χοντζέας τους «κατηγορούσε» ότι «δεν τον άκουγαν» και τους «απειλούσε» πως «δεν θα τους γράφει κείμενα». Αυτή είναι η περίφημη «δυσκολία» που ο Ρινάλντι υποχρεώθηκε να την παραδεχτεί, στις σχέσεις τους με τον Χοντζέα.

Μετά τον θάνατό του, οι ίδιοι αυτοί, νομίζοντας πως κόβουν τις γέφυρες με το επαναστατικό παρελθόν, ίσα-ίσα τόνιζαν τις διαχρονικές αξίες που είχα καταγραφτεί σ' αυτό και με τα ίδια τους τα χέρια, έφτιαχναν την γέφυρα που θα περάσει αυτές τις αξίες στο επαναστατικό μέλλον, και τώρα 20 χρόνια μετά, η γέφυρα είναι σχεδόν έτοιμη.

Αναφέρομαι εδώ σε μια διαδικασία που, με την πολιτική λογική που κυριαρχεί, είναι ακατανόητη. Η Ιστορία όμως δεν «σκέφτεται» με την πολιτική λογική: έχει την δική της λογική που κατά καιρούς την δανείζεται η πολιτική σκέψη και μετατρέπεται σε επαναστατική. Πολλά πράγματα έλεγε ο Χοντζέας που ήταν απόρροια της Ιστορικής λογικής, κυρίως ο τρόπος που μεταχειριζόταν την έννοια του «ανέφικτου» της επανάστασης αλλά ποτέ δεν αναφέρθηκε παρά μόνο σιβυλλικά σ' αυτή την λογική γιατί δεν μπορούσε και δεν ήθελε να δράσει έξω από το πολιτικό πλαίσιο και την κομματική οργάνωση που (κακήν κακώς) διατηρείται μέχρι σήμερα.

Σύμφωνα μ αυτή την λογική δεν είναι οι επαναστάτες αλλά οι συντηρητικοί, ακόμα και οι αντιδραστικοί που δημιουργούν τις συνθήκες και τους μηχανισμούς που είναι απαραίτητες για την επαναστατική αλλαγή. Κι αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με τον απαίσιο τρόπο που το κάνουν οι εχθροί της κοινωνικής αλλαγής προσπαθώντας να την αποτρέψουν. Θα ήταν ένας πραγματικός εφιάλτης αν ο Ρινάλντι και ο Γαλάνης και τα υπόλοιπα μέλη της συμμορίας είχαν την ικανότητα να παριστάνουν πειστικά πως συνεχίσουν την δουλειά του Χοντζέα, σεβόμενοι το επαναστατικό οργανωτικό πλαίσιο που κληρονόμησαν (που κληρονομήσαμε) όπως το σεβόταν αυτός. Και ευτυχώς ο εφιάλτης αποτράπηκε από την μανία την μανιακή φιλοδοξία τους να κατασκευάσουν μια "κομμουνιστική" οργάνωση σαν τα μούτρα τους. Και αφού την κατασκεύασαν -- με θεμελιώδη αρχή πως η επανάσταση είναι «ανέφικτη» -- την ξεφτίλισαν επαρκώς επί δέκα ολόκληρα χρόνια ώσπου να την σιχαθεί όλος ο κόσμος, ακόμα και οι ίδιοι, και την διέλυσαν (υποτίθεται μόνο συμβολικά) για να συνεχίσουν την καριέρα τους στον θίασο ποικιλιών που είναι ο ΣΥΡΙΖΑ.

Κι όμως ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να γίνει, και κατά την γνώμη μου θα γίνει, η γέφυρα για το πέρασμα του επαναστατικού κινήματος στο μέλλον. Ο ΣΥΡΙΖΑ, όχι βεβαίως σαν σωτήρας της κοινωνίας από την «ανθρωπιστική κρίση» αλλά σαν ακριβώς η μορφή του θιάσου ποικιλιών που είναι. Το έχω ξαναπεί, πως το ιδεολογικό χάος που επικρατεί στον ΣΥΡΙΖΑ επικρατεί και στην κοινωνία. Θα το πω τώρα από την ανάποδη το ιδεολογικό χάος που επικρατεί στην κοινωνία επικρατεί και στον ΣΥΡΙΖΑ. Ο τρόπος όμως με τον οποίο το ιδεολογικό χάος εκδραματίζεται στον ΣΥΡΙΖΑ δεν επιστρέφει στην κοινωνία σαν ιδεολογική τάξη αλλά σαν ακόμα μεγαλύτερο ιδεολογικό χάος, δημιουργώντας επικίνδυνες καταστάσεις και μεγεθύνοντάς τες κάθε μέρα που περνάει.

Ωστόσο αυτή με την μεταφορά από την κοινωνία στην πολιτική σκηνή και από την πολιτική σκηνή στην κοινωνία λειτουργεί η αλληλεπίδραση της κοινωνίας με την πολιτική στην οποία αλληλεπίδραση τον κύριο ρόλο στην εποχή του Λένιν τον έπαιζε η πολιτική αλλά σήμερα τον κύριο ρόλο τον παίζει η κοινωνία, κι αυτό σημαίνει πως αφού ο ΣΥΡΙΖΑ δεν υπάρχει περίπτωση να υπηρετήσει την κοινωνία, η κοινωνία θα αναζητήσει ένα άλλο σχήμα, ανύπαρκτο και άγνωστο μέχρι σήμερα, που θα μπορεί να την υπηρετήσει. Το γεγονός πως τώρα οι επιτελείς της τώρα άτυπης ΚΟΕ να αποσείσουν την ευθύνη της προδοσίας τους, οργανώνοντας την αντίσταση και την κριτική ενάντια στην Κυβερνώσα Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ που κυρίως αυτοί διευκόλυναν και κατασκεύασαν δεν είναι άμοιρο αυτής της αναζήτησης και επομένως δεν εντάσσεται αλλού παρά στην διαδικασία της γέφυρας για την οποία μίλησα.

* * *

Για τις λεπτομέρειες αυτής της διαδικασίας θα χρειαστούν πολλές ακόμα σελίδες και αυτές δεν μπορώ να τις γράψω εδώ. Νομίζω πως εξήγησα κάπως τον μηχανισμό της γέφυρας και θα πρέπει να αρκεστώ σ' αυτή την εξήγηση σε ένα κείμενο που αφορά τον Γιάννη Χοντζέα. Θα πω όμως κάτι ακόμα τελευταίο, που ελπίζω να χρησιμεύσει ως έναυσμα για κάποιες σκέψεις σ' αυτούς που προσεγγίζουν το ζήτημα του «εφικτού» της επανάστασης από την θεωρητική μεριά και σ' αυτούς που προσεγγίζουν εμπράκτως το ίδιο ζήτημα από την πολιτική μεριά.

Κι αυτό γιατί η απαίσια μορφή που παίρνει ο ΣΥΡΙΖΑ με όλες αυτές τις «αυθεντίες» που δεν αντέχουν όχι σε ολόκληρη αλλά ούτε σε μισή χρήση, γίνεται τελικά όπλο του ΣΥΡΙΖΑ γιατί κανείς δεν παίρνει τις ανοησίες που λέγονται στα σοβαρά ενώ πρέπει να λαμβάνονται υπ' όψη στα σοβαρά ακριβώς επειδή ακριβώς είναι ανοσίες, πράγμα που όμως δεν σημαίνει πως επειδή πρέπει να παίρνει στα σοβαρά τις ανοησίες πρέπει και να τις αναπαράγει.

Ο Λένιν έλεγε πως χωρίς «επαναστατικό κόμμα» δεν γίνεται «επανάσταση». Και ο ίδιος σε ότι αφορά την «κατασκευή» του επαναστατικού κόμματος έλεγε εμμέσως πλην σαφώς πως τόσο την θεωρητική σύλληψη του κόμματος η εργατική τάξη έπρεπε να την δανειστεί από την διαλεκτική σκέψη που της ερχόταν «απ' έξω», την δε οργανωτική δομή, ακόμα χειρότερα, έπρεπε να την δανειστεί από την οργάνωση του βιομηχανικού εργοστασίου δηλαδή από τον πιο εκλεπτυσμένο και συγχρόνως τον πιο άγριο μηχανισμό «εκμετάλλευσης» της εργασίας που υπήρξε μέχρι τότε στην ιστορία.

Η βασική κοινωνική αντίθεση, δηλαδή η αντίθεση που συγκροτεί την κοινωνία, υπάρχει και σήμερα. Ποιες είναι όμως σήμερα οι δυνάμεις που συμμετέχουν σ' αυτή την αντίθεση στην θέση της εργατικής τάξης και στην θέση της αστικής τάξης. Οι «δανειστές» από την μια μεριά και οι «φτωχοί» από την άλλη; Αν θέλουμε να είμαστε σοβαροί θα πρέπει αλλού να αναζητήσουμε την αντίθεση και βάσει αυτής να φανταστούμε την σύγχρονη επαναστατική οργάνωση.

Ο ΣΥΡΙΖΑ μας δείχνει και με την ιδεολογική του και με την οργανωτική του μορφή δυο πλευρές που είναι συγχρόνως ανύπαρκτες αν τις εξετάσουμε σαν μορφές εξυπηρέτησης της κοινωνίας άλλα είναι πολύ σκληρά υπαρκτές σαν μορφές καταπολέμησης της κοινωνικής αγανάκτησης.

Ο Γιάννης Χοντζέας ήταν ένας «μικρός το δέμας» μεγάλος επαναστάτης, γιατί κατάφερνε να συνδυάζει σε όλη του την ζωή του, αυτή την ιδέα του Λένιν για την επαναστατική οργάνωση με την ιδέα του Μάο για το δικαίωμα του επαναστάτη στην εξέγερση εναντίον της επαναστατικής οργάνωσης. Δεν ξέρω αν υπάρχει σήμερα κανείς που έχει το σθένος να εφαρμόζει αυτόν τον «ανέφικτο» συνδυασμό σε ό,τι αντιπροσωπεύει σήμερα η Αριστερά σαν σύγχρονη επαναστατική πολιτική οργάνωση. Αύριο όμως όταν αυτή η Αριστερά της πλάκας θα γίνει κυβέρνηση δεν θα χρειάζεται τόσο σθένος όσο είχε ο Χοντζέας και θα υπάρξουν πολλοί.

Κι όταν υπάρξουν θα βρουν έτοιμο τον μηχανισμό που σήμερα είναι στα χέρια των υποκριτών, ηθικολόγων, δήθεν ανθρωπιστών της οπορτουνιστικής Αριστεράς που αναζητούν «διέξοδο» για την αντιμετώπιση της «ανθρωπιστικής κρίσης» και θα τον εφαρμόσουν εκεί που πρέπει: Όχι στην πολιτική σκηνή των υπηρετών των «αγορών» αλλά στην βάση της κοινωνίας.