Στο πρώτο μέρος αυτού του κείμενου, επεσήμανα δύο χαρακτηριστικά του σύγχρονου κόσμου που αποτελούν τα βασικά δεδομένα για το πολιτικό πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας: Το πρώτο χαρακτηριστικό είναι πως η εσωτερική σύγκρουση στο κάθε κοινωνικό σύστημα, δεν είναι αυτή που κάποτε περιγραφόταν σαν ταξική αντίθεση, αλλά έχει εξελιχθεί σε μια αντίθεση ανάμεσα στο πραγματικό σύστημα και στο θεσμικό σύστημα, που σήμερα έχει γίνει αντίφαση και προκαλεί την παρόξυνση της κρίσης. Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι πως η αυτή η σημερινή εσωτερική σύγκρουση κάθε κοινωνίας δεν μπορεί πια να νοηθεί ανεξάρτητη από τις εσωτερικές συγκρούσεις των άλλων κοινωνιών, με μια λογική εθνικής ανεξαρτησίας, αλλά πρέπει πλέον να νοείται παρά σαν μέρος της εσωτερικής σύγκρουσης της παγκόσμιας κοινωνίας.
Σ' αυτό εδώ το δεύτερο μέρος του ίδιου κειμένου, αρχικά ήθελα να μιλήσω για την πολιτική για την οποία όλοι αναρωτιούνται αν υπάρχει και αν μπορεί να δώσει λύση στο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας. Εγώ πιστεύω πως λύση όχι μόνο υπάρχει αλλά αποτελεί ιστορική αναγκαιότητα για κάθε κοινωνία. Είναι φανερό ωστόσο πως, όποια και να είναι αυτή η πολιτική δεν μπορεί παρά να αρχίσει από μια άμυνα στην επίθεση που δέχεται σήμερα η κοινωνία μας. Αυτό μας ξαναγυρίζει πίσω στην απορία "ποιος" θα συλλάβει και "ποιος" θα εφαρμόσει αυτή την στρατηγική. Προσπαθώντας να περιγράψω τους αντικειμενικούς και τους υποκειμενικούς όρους της ελληνικής κοινωνίας ανακάλυψα πως η εξέτασή των όρων αυτών αποτελεί ιδιαίτερο και σοβαρό μέρος του όλου ζητήματος και αποφάσισα να μεταθέσω σε ένα τρίτο μέρος την έκθεση της πολιτικής της στρατηγικής άμυνας.
* * *
Με βάση την εσωτερική αντίθεση του σημερινού κοινωνικού συστήματος και την οικουμενική του έκταση, στο πλαίσιο της παγκόσμιας αυτοκρατορίας, η ελληνική κοινωνία δεν έχει ούτε "προστάτες" ούτε "συμμάχους" ούτε "εταίρους". Σ' αυτό το πλαίσιο, οποιαδήποτε κυβέρνηση της ελληνικής κοινωνίας (τονίζω: ως κυβέρνηση -- δεν μιλάω για πρόσωπα ακόμα και τα εγνωσμένης αθλιότητας) δεν είναι "δική μας" κυβέρνηση, ούτε και καμιά από τις κυβερνήσεις των άλλων κοινωνιών είναι "σύμμαχη" ή "συνέταιρη" κυβέρνηση. Μπορεί η ελληνική κυβέρνηση να επιστρατεύει δικούς μας ανθρώπους, ακόμα και ανθρώπους αγαπημένους, ακόμα και εμάς τους ίδιους άθελά μας ή και με την θέλησή μας: παραμένει όμως "κυβέρνηση" που ως τέτοια "ανήκει" στο παγκόσμιο αυτοκρατορικό σύστημα και δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτό παρά μόνο όταν διαλυθεί η ίδια, ή διαλυθεί η αυτοκρατορία.
Αντίθετα στο πλαίσιο της ελληνικής κοινωνίας σαν άνθρωποι της κοινωνικής βάσης, καλοί ή κακοί, μας αρέσει ή δεν μας αρέσει, είμαστε όλοι (ακόμα και οι χρυσαυγήτες, ακόμα και οι κουκουέδες) συνάνθρωποι, συμπολίτες, συναγωνιστές, σύντροφοι, αδέρφια. Και επίσης από συνάνθρωποι μέχρι αδέρφια μας είναι και οι άνθρωποι των άλλων κοινωνιών. Εξαιρούνται από αυτά τα σύνολα, για την ελληνική κοινωνία, υποθέτω όμως και για κάθε κοινωνία, καμιά δεκαριά καθάρματα, καμιά εκατοσταριά ηλίθιοι, καμιά χιλιάδα εθισμένοι στον σαδομαζοχισμό της εξουσίας. Κι αυτοί όμως δεν θα ήταν επικίνδυνοι αν δεν τους ανεχόμαστε και δεν τους αναθέταμε να μας σώσουν, χωρίς να βλέπουμε, πως αυτοί μόνο το εξουσιαστικό σύστημα θέλουν -- τόσο τους κόβει τόσο προσπαθούν -- να σώσουν.
Οι υπόλοιποι, εμείς όλοι (ως ελληνική κοινωνία), χωριζόμαστε στην συντηρητική πλευρά της κοινωνίας, που είναι η πλευρά που εκφράζει την διαλεκτική ενότητα της κοινωνίας μας και στην επαναστατική πλευρά της κοινωνίας που εκφράζει την διαλεκτική αντίθεση της κοινωνίας μας.
Ο διαχωρισμός της κοινωνίας σε δύο πλευρές δεν είναι πραγματικός αλλά νοητικός: είναι όμως πραγματική η νοητική διάκριση ανάμεσα σε δύο πλευρές της κοινωνίας. Μπορούμε δηλαδή να θεωρήσουμε (με μια λογική που βεβαίως πατάει στα χωράφια της ψυχανάλυσης που τα έχουν κηρύξει "άβατα" διάφοροι απατεώνες της πολιτικής φιλοσοφίας) πως η νοητική διάκριση προκύπτει από την πραγματική διαλεκτική σχέση ανάμεσα στην σαδιστική και στην μαζοχιστική πλευρά του ναρκισσισμού: μια σχέση που, κατά την γνώμη μου, είναι πραγματική και αποτελεί το ψυχολογικό υπόβαθρο της ανθρώπινης υποκειμενικότητας. Μ' αυτή την λογική μπορούμε να θεωρήσουμε πως στην σημερινή συγκυρία, της κρίσης του παγκόσμιου εξουσιαστικού πολιτικού συστήματος, η εσωτερική σχέση που περιγράφω πιο πάνω έχει διαταραχθεί με αποτέλεσμα τόσο ο σαδισμός όσο και ο μαζοχισμός της κοινωνίας να ξεπερνούν τα όρια της εσωτερικής ισορροπίας και να παρουσιάζονται στην πολιτική λειτουργία της κοινωνίας σαν ένα διαστροφικό κοινωνικοπολιτικό σαδομαζοχιστικό πλέγμα οπορτουνισμού και φασισμού.
Είναι φανερό πως μια τέτοια προσέγγιση, χωρίς να επεκταθώ στις λεπτομέρειές της οδηγεί στο συμπέρασμα πως αυτό που πριν 60 -70 χρόνια μπορούσε πολύ καλά να λέγεται με το σύνθημα: προλετάριοι όλου του κόσμου ενωθείτε, ενάντια στις "εθνικές" σας κυβερνήσεις σας, σήμερα δεν μπορεί να ειπωθεί παρά μόνο με το σύνθημα: άνθρωποι της κοινωνικής βάσης όλου του κόσμου ενωθείτε, ενάντια στην παγκόσμια φασιστική αυτοκρατορία.
* * *
Οι άνθρωποι της κοινωνικής βάσης της ελληνικής κοινωνίας, βρισκόμαστε και εμείς σήμερα μαζί με τους ανθρώπους της κοινωνικής βάσης όλων των κοινωνιών του κόσμου, στα πρόθυρα μιας παγκοσμίας σύγκρουσης, απρόβλεπτης και οπωσδήποτε ιδιόρρυθμης, που δεν μπορεί να ονομαστεί παγκόσμιος πόλεμος αλλά που μπορεί να είναι πολύ πιο καταστροφική.
Η σύγκρουση αυτή φαίνεται να ξεκινάει σαν προσπάθεια "κατοχής" των αδύναμων κρατών από τα ισχυρά κράτη εν όψει μιας σύγκρουσης μεταξύ ισχυρών κρατών. Όπως φάνηκε όμως από την υποδοχή που είχαν οι γεωπολιτικοί ερασιτεχνισμοί του κυβερνητικού θιάσου, κανείς από τους διεκδικητές της παγκόσμιας αυτοκρατορίας δεν θέλει να αποσπάσει το "κράτος" το οποίο επιβουλεύεται από το αυτοκρατορικό σύστημα: πολύ απλά γιατί όλοι και ιδίως οι ανατολικοί (κινέζοι -ρώσοι) αντιλαμβάνονται πως ο πραγματικός κόσμος, επί του οποίου επικάθεται το παρασιτικό δίκτυο της αυτοκρατορίας, είναι ενιαίος και αν διαιρεθεί, η αυτοκρατορία δεν θα διαιρεθεί, απλώς, αντίστοιχα αλλά θα καταρρεύσει.
Το συμπέρασμα είναι ότι όπως κι αν ξεκινήσει και όπως κι αν διεξαχθεί η σύγκρουση (την εξέλιξη της οποίας βεβαίως οφείλουμε να παρακολουθούμε) θα καταλήξει, με μαθηματική ακρίβεια, σε μια σύγκρουση ανάμεσα στις κοινωνίες όλου του κόσμου, από την μια μεριά, και στα εξουσιαστικά επιτελεία όλου του κόσμου από την άλλη.
Αν η ελληνική κοινωνία, εν όψει αυτής της σύγκρουσης, ήταν οργανωμένη κατάλληλα, για να την αναγνωρίσει και για να την αντιμετωπίσει τότε ο πόλεμος - σύγκρουση που επίκειται θα ήταν ένα παιχνιδάκι και μάλλον δεν θα μπορούσε ούτε καν να αποτολμηθεί. Η ελληνική κοινωνία όμως, για λόγους ιστορικής δυναμικής, δεν έχει την οργάνωση που χρειάζεται για να αναγνωρίσει και να αντιμετωπίσει την ιδιόρρυθμη πειρατική επιδρομή υφίσταται, παρόλο που αυτή αν και διεξάγεται με άλλα μέσα έχει το ίδιο περιεχόμενο με την επιδρομή που υπέστησαν το Ιράκ και το Αφγανιστάν, από τα επιτελεία της παγκόσμιας αυτοκρατορίας.
Τελικά, μη έχοντας αναγνωρίσει εγκαίρως την κατάσταση και έχοντας ως εκ τούτου ξεπεράσει τα όρια της δυνατότητας να αποκρουστεί η επιδρομή ήμασταν υποχρεωμένοι, ως ελληνική κοινωνία, να υποχωρήσουμε και υποχωρήσαμε πράγματι με τον χειρότερο δυνατό τρόπο: άτακτα και χωρίς το παραμικρό στρατηγικό σχέδιο.
Εδώ όμως πρέπει να γίνει σαφές πως δεν μπορούμε να ζητάμε ρέστα από τους ανθρώπους του πολιτικού συστήματος: η άτακτη υποχώρηση ήταν η τραγική κατάληξη της δικής μας ψευδαίσθησης πως η "κυβερνώσα αριστερά" θα μας έλυνε το πρόβλημα. Το "φταίξιμο" για την τραγική κατάληξη είναι όλο δικό μας: αυτό όμως δεν σημαίνει πως "νικηθήκαμε" σαν κοινωνία, νικήθηκαν οι ηλίθιοι και οι απατεώνες που ηλιθίως εμπιστευτήκαμε και αυτό θα πρέπει να το σκεφτεί πολύ σοβαρά, γιατί η παραδοχή της δήθεν ήττας από τους επιτελείς της Αριστεράς μετά την Βάρκιζα και το άδοξο τέλος του εμφυλίου, έχει γίνει πολικό επάγγελμα, και μας έχει στοιχήσει ακριβά.
Ήττα δεν είναι παρά η παραδοχή της ήττας και τους επιτελείς της "κυβερνώσας Αριστεράς" αυτή η ήττα τους βολεύει. Χάρη σ' αυτήν οι "εταίροι" ονομάζουν τώρα τον Τσίπρα "μεταρρυθμιστή της Ευρώπης". Εμείς σαν κοινωνία πρέπει τώρα να σκεφτούμε πως δεν είναι μόνο ο πόλεμος η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα, αλλά είναι και η πολιτική η συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα, και να αντιληφθούμε πως ναι μεν η έλλειψη ενός στρατηγικού σχεδίου συνεχίζει να δημιουργεί μεγάλους κινδύνους για την κοινωνία, το γεγονός όμως της ανυπαρξίας σχεδίου (που άλλωστε και να υπήρχε, έτσι κι αλλιώς, ακόμα κι αν έμοιαζε με σχέδιο, δεν θα ήταν σχέδιο αλλά το τεκμήριο της ανυπαρξίας σχεδίου) δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να συνειδητοποιηθεί από την κοινωνία όχι μόνο η ανάγκη ενός πραγματικού στρατηγικού σχεδίου αλλά και η ανάγκη να υπάρξει ο προβληματισμός για το ποιος μπορεί να το καταρτίσει.
* * *
Οι αντικειμενικοί όροι που είναι απαραίτητοι για την προσαρμογή της κοινωνίας στις απαιτήσεις της κρίσης και για την κοινωνική αλλαγή είναι από καιρό με το παραπάνω συμπληρωμένοι και άλλωστε αν δεν ήταν συμπληρωμένοι δεν θα οξυνόταν η κρίση. Έχουν όμως αρχίσει να συμπληρώνονται και οι υποκειμενικοί όροι που αποτελούν επίσης προϋποθέσεις: και μάλιστα όπως ήδη έχει φανεί πολύ πιο σημαντικές προϋποθέσεις από τους αντικειμενικούς - πραγματικούς όρους που οι άνθρωποι κάνουν πως δεν τους βλέπουν ή και πραγματικά τυφλώνονται για να μην τους δουν. Μέσα στα χρόνια της παρόξυνσης της κρίσης, απαξιώθηκε σταδιακά στην κοινωνική συνείδηση το κεντρικό πολιτικό σύστημα: πρώτα ο δικομματισμός (Ν.Δ. - ΠΑΣΟΚ), μετά ο διμετωπισμός (μνημονιακών αντιμνημονιακών) και τέλος, εν τη γενέσει του, το "ενιαίο μέτωπο" εθνικής συνεννόησης με την συμμετοχή της κυβερνώσας αριστεράς.
Απαξιώθηκαν όμως επίσης και οι ιδιωτικοποιημένες πολιτικές οργανώσεις που είχαν αναλάβει κρατικές πολιτικές υπηρεσίες όπως οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, καθώς και τα υποτιθέμενα "κοινωνικά κινήματα" (καθόλου τυχαία κάπως επιβιώνουν παραπαίοντας ιδεολογικά τα κοινωνικά ιατρεία) και διαψεύσθηκαν οι αυταπάτες που καλλιεργούσαν για την "σωτηρία" της πατρίδας, της κοινωνίας, της φύσης, της ιδιοκτησίας, της δικαιοσύνης και άλλων σημαντικών ή μη αγαθών. Το κρυφό όνειρο όλων των αυθεντιών που έπαιρναν μέρος σ' αυτές τις πρωτοβουλίες ήταν η διείσδυση και η άνοδος στην, νέας μορφής, πολιτική και κοινωνική ιεραρχία που αντικατέστησε τον δικομματισμό. Οι αυθεντίες το είχαν, ψιλά ή χοντρά, πιστέψει πως το κρυφό τους όνειρο θα γινόταν περίοπτη πραγματικότητα με την ανάληψη της διακυβέρνησης από τον θίασο του ΣΥΡΙΖΑ: η ανώμαλη πτώση του θιάσου και μάλιστα στην διαδικασία της απογείωσης διέψευσε τα κρυφά όνειρα όλων.
Το γεγονός της συντριβής στην διαδικασία της απογείωσης ή καλύτερα το γεγονός της βύθισης στην διαδικασία της καθέλκυσης σημαίνει βεβαίως πως το σκάφος του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ελαττωματικό από την κατασκευή του και πως φορτώθηκε επιπλέον με το βαρύ φορτίο της αθλιότητας του συστήματος του οποίου ανέλαβε την εργολαβία της διάσωσης. Θα ήταν όμως αφέλεια να πιστέψει κανείς πως με τόση ορμή που έχει συσσωρευτεί στο κοινωνικό σώμα στην διάρκεια της κρίσης, οι αυθεντίες της συμφοράς δεν θα εύρισκαν μια νέα παράσταση στην κεντρική πολιτική σκηνή για την δήθεν σωτηρία της κοινωνίας. Η νέα παράσταση αναγγέλθηκε από τον ειδικό στις μεταλλάξεις τον Ρούντι Ρινάλντι -- καθώς έχει μεταλλαχθεί ο ίδιος τρεις φορές -- με τον τίτλο «η μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ και η αντιστασιακή καλλιέργεια βιολογικών πολιτικών προϊόντων» και όλοι σπεύδουν να βρουν έναν ρόλο όσο γίνεται πιο μεγάλο στην καινούρια παράσταση.
Οι προσπάθειες για την δημιουργία μιας νέας παράστασης δήθεν "αντίστασης" στην δήθεν "μετάλλαξη" του ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχει κανένα ενδιαφέρον σαν επιχείρηση για την καλλιέργεια σύγχυσης και τον εφησυχασμό της κοινωνίας για μια δήθεν "διέξοδο" από την κρίση. Κανείς πια δεν πιστεύει πως μπορεί να υπάρξει λύση μέσα από την ανάληψη της διακυβέρνησης από μια "κυβέρνηση της Αριστεράς" ακόμα κι αν το κυβερνητικό σχήμα επρόκειτο να επρόκειτο να είναι μια σοβαρή κυβέρνηση και όχι ένας πολιτικός θίασος ποικιλιών. Η παράσταση όμως έχει μεγάλο ενδιαφέρον στον βαθμό που στον Ρινάλντι και στους συνενόχους του από την ΚΟΕ, έχει γίνει πια φανερό πως δεν μπορούν να κάνουν παιχνίδι με την απλή επίκληση της εμπλοκής του κοινωνικού παράγοντα στην άσκηση της πολιτικής αλλά πρέπει να εμπλέξουν πραγματικά την κοινωνία.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο βεβαίως πως η προσπάθεια εμπλοκής της κοινωνίας στην πολιτική έχει ξεκινήσει από την ΚΟΕ, όπως άλλωστε από την ΚΟΕ (από την παρακμή του μαρξιστικού λενινιστικού κινήματος) ξεκίνησε και η προσπάθεια της μεταφοράς του αιτήματος της κοινωνικής ενότητας από την κοινωνική βάση στο εξουσιαστικό σύστημα, που είχε σαν προϊόν την κατασκευή του ΣΥΡΙΖΑ και την αναγωγή του σε "κόμμα εξουσίας". Σ' αυτή την νέα προσπάθεια εξαπάτησης (συνειδητή ή όχι είναι άλλο ζήτημα) οι υπόλοιποι, όπως Λαφαζάνης, Κωνσταντοπούλου, Νταβανέλος και άλλοι που βάζουν την υπογραφή τους κάτω από διάφορα αστεία ρητορικά κείμενα, δεν μπορούν να παίξουν σοβαρό ρόλο -- ασχέτως αν ως συνήθως θα εισπράξουν τα κέρδη από την δουλειά του Ρινάλντι και του συνεργείου του.
Βεβαίως αυτή η νέα προσπάθεια πολιτικής εξαπάτησης δεν έχει μέλλον: το γεγονός όμως πως από τον κόσμο της Αριστεράς της κοινωνικής βάσης η προσπάθεια γίνεται, έστω και με επιφυλάξεις, αποδεκτή ως συζητήσιμη λύση είναι ενδεικτικό για την υστέρηση της κοινωνικής συνείδησης έναντι της κοινωνικής πραγματικότητας.
* * *
Η εμπλοκή των ανθρώπων της κοινωνικής βάσης στην άσκηση της πολιτικής είναι και σήμερα ιστορικά αναγκαία. Χωρίς αυτήν καμιά δυνατότητα δεν υπάρχει να εφαρμοστεί μια πραγματική πολιτική, γιατί μια πολιτική χωρίς την κοινωνία είναι ταυτόσημη με μια στρατηγική χωρίς στρατό. Μ' αυτή την λογική η στροφή του Ρινάλντι, του Λαφαζάνη και των άλλων "αντιστασιακών" προς τους ανθρώπους της βάσης δεν πρέπει να εκπλήσσει κανέναν: το εκπληκτικό θα ήταν να διαπιστώσουμε πως η στροφή είναι κάτι παραπάνω από ρητορική αερολογία. Ας μείνουμε όμως στο απαράβατο γεγονός πως η εμπλοκή των ανθρώπων της κοινωνικής βάσης είναι υποχρεωτική, για οποιαδήποτε στρατηγική αλλά και ας σκεφτούμε πως μπορεί να νοείται αυτή η εμπλοκή.
Η τελευταία φορά που οι κοινωνίες όλου του κόσμου έπαιξαν έναν άμεσο ή έμμεσο ρόλο στην στρατηγική ήταν στην μεγάλη σύγκρουση της δεκαετίας του 1940. Οι στρατηγικές που συγκρούστηκαν ήταν: η φασιστική στρατηγική που ως ναζισμός χρεοκόπησε με τον πιο οικτρό για το φασιστικό σύστημα και τον πιο ολέθριο για το κοινωνικό σύστημα τρόπο και η επαναστατική στρατηγική που -- αν και, από πολλές απόψεις, ατελής -- αποδείχτηκε ανυπέρβλητη, χωρίς όμως να μπορέσει να αποτρέψει την σφαγή της κοινωνίας.
Οι δύο αυτές στρατηγικές αναγνώριζαν το ίδιο καλά την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής τους και κυρίως την πραγματικότητα της επικείμενης κατάρρευσής του πολιτικού συστήματος και το νόημα της ύπαρξής τους ήταν η διάσωση του κοινωνικού συστήματος. Η διαφορά τους ήταν στον τρόπο της εμπλοκής της κοινωνίας στην στρατηγική της επιχείρησης για την διάσωση του κοινωνικού συστήματος. Συγκεκριμένα η φασιστική στρατηγική ενέπλεξε τους ανθρώπους της κοινωνικής βάσης αφενός απομυζώντας την οργανωτική και γνωστική πείρα τους και αφετέρου καταφέρνοντας να εξασφαλίσουν την τυφλή τους πειθαρχία τους στην ιεραρχία με την υπόσχεση της επιδίωξης ενός κόσμου ανάπτυξης, ευημερίας και ειρήνης. Η επαναστατική στρατηγική δεν στηρίχτηκε απλά στους ανθρώπους της βάσης της σοβιετικής κοινωνίας αλλά ορίζοντας ένα ρεαλιστικό πλαίσιο της στρατηγικής τους άφησε την πρωτοβουλία της δράσης αλλά και της σκέψης, τους ενέπλεξε δηλαδή στην καθημερινή επεξεργασία του στρατηγικού σχεδίου.
Με άλλα λόγια η διαφορά ανάμεσα στην στρατηγική του φασισμού και στην στρατηγική της επανάστασης είναι η διαφορά τους πάνω στο ζήτημα της εξουσίας. Η υπόσχεση πως η υποταγή των ανθρώπων της κοινωνικής βάσης στην αυθεντία των αρχηγών θα τους εξασφάλιζε το μέλλον που έκαναν εφικτό με την εργασία τους ήταν απάτη εκ μέρους αυτών που προπαγάνδιζαν την προπαγάνδιζαν την υποταγή και αυταπάτη αυτών που την αποδέχονταν. Δεν είναι τυχαίο πως τα κείμενα η σοβιετική προπαγάνδα δεν ονόμαζε τους Ναζί μόνο δολοφόνους αλλά κυρίως "απατεώνες".
Από την δεκαετία του 1940 μέχρι σήμερα τα δεδομένα της πολιτικής έχουν αλλάξει σημαντικά, με συνέπειες στην διαμόρφωση των σχέσεων εξουσίας αλλά άλλη στρατηγική εκτός από την φασιστική και την επαναστατική δεν έχει εμφανιστεί. Ο οπορτουνισμός που επικράτησε στην ελληνική Αριστερά, και ουσιαστικά σε όλο τον κόσμο δεν έχει καμιά δυνατότητα να χαράξει δική του στρατηγική. Στον βαθμό που η οπορτουνιστική σκέψη δεν μπορεί να φανταστεί άλλου είδους πολιτική σχέση εκτός από την εξουσιαστική δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο από μια αριστερή εκδοχή του φασισμού.
Ο φασισμός άλλωστε δεν μπορεί να παραχθεί παρά από την μη διαλεκτική σύζευξη της επαναστατικότητας και του συντηρητισμού, από την μετατροπή δηλαδή της διαλεκτικής ενότητας σε υποταγή και της διαλεκτικής αντίθεσης σε ανταγωνισμό. Το παράδειγμα της κατασκευής και της χρεοκοπίας του ΣΥΡΙΖΑ δίνει την απόδειξη της αδυναμίας του οπορτουνισμού να διαχειριστεί την κοινωνική λειτουργία και την απόδειξη της φυσικής κατάληξής του στην υπηρεσία της φασιστικής στρατηγικής, της μοναδικής στρατηγικής που είναι σήμερα διατυπωμένη στο πλαίσιο της παγκόσμιας φασιστικής αυτοκρατορίας των αγορών.
Αυτό που κατέστησε τον ΣΥΡΙΖΑ ικανό να υπάρξει, έστω και παραπαίοντας, ήταν η προσέλκυση και η εμπλοκή των ανθρώπων της κοινωνικής βάσης σε πολιτικούς ρόλους που δημιουργήθηκαν μέσα από τις μεγάλες κοινωνικές αναταραχές του αντιπολεμικού κινήματος, του Δεκέμβρη του 2008 και των πλατειών. Αυτό που οδήγησε τον ΣΥΡΙΖΑ στην χρεοκοπία ήταν πως οι ρόλοι στους οποίους ενέπλεξε τον κόσμο της βάσης δεν ήταν ρόλοι επαναστατικοί αλλά ρόλοι εξουσιαστικοί. Την δυνατότητα όμως της εμπλοκής του κόσμου της κοινωνικής βάσης σε τέτοιους ρόλους την οφείλουν οι χειριστές του ΣΥΡΙΖΑ στην εξαγορά της ελληνικής κοινωνίας με τις κοινοτικές "επιχορηγήσεις" που όμως θα ήταν αδύνατη χωρίς την συμμετοχή -- με βασικό πυρήνα τους επιτελείς της ΚΟΕ υπό τον Ρούντι Ρινάλντι -- ανθρώπων που πέρασαν μέσα από το μαρξιστικό λενινιστικό κίνημα.
* * *
Μετά την χρεοκοπία του εγχειρήματος του ΣΥΡΙΖΑ οι ίδιοι άνθρωποι στους οποίους οφείλεται και η κατασκευή του και η χρεοκοπία του έδωσαν ήδη αν και κάπως επιφυλακτικά το σύνθημα της φυγής από το βουλιαγμένο καράβι, και αποδύονται τώρα στην προσπάθεια να "δημιουργήσουν" ένα νέο "ριζοσπαστικό" κίνημα, στα αχνάρια των κινημάτων της Λατινικής Αμερικής.
Η επαναστατική ιστορία των κοινωνιών της Λατινικής Αμερικής είναι πολύπλοκη κι αυτό γιατί η τα κινήματα της Λατινικής Αμερικής έχουν μια μακριά παράδοση ρεφορμισμού που τα έκανε να ταλαντεύονται ανάμεσα στην ορμή της επαναστατικότητας και στον ριζοσπαστισμό του φασισμού. Θα ήταν παράξενο να μην μυριστεί ο ριζοσπαστικός οπορτουνισμός της ΚΟΕ του Ρινάλντι την επικαιρότητα της λατινικής ταλάντευσης και δεν είναι καθόλου παράξενο που ο ιδρυτής της ΚΟΕ και εμπνευστής του ΣΥΡΙΖΑ έχει σπεύσει να γνωρίσει στον ελληνικό οπορτουνισμό το θεωρητικό έργο του αντιπρόεδρου της Βολιβίας Αλβάρο Γκαρσία Λινέρα, ο οποίος άλλωστε ήταν ο πρωταγωνιστής του φεστιβάλ resistance που οργάνωσε και φέτος ο "Δρόμος της Αριστεράς" του Ρινάλντι. Το θεωρητικό έργο του Λινέρα είναι ένα ενδιαφέρον αναποδογύρισμα της αντίληψης του Λένιν για την σχέση κράτους και επανάστασης αφού στην εκδοχή Λινέρα η επανάσταση δεν καταλαμβάνει το κράτος για να το γκρεμίσει αλλά για να το "μεταρρυθμίσει".
Το ζήτημα των κινημάτων της Λατινικής Αμερικής είναι πολύπλοκο και άξιο σοβαρής μελέτης αλλά η απομίμησή του που σκέφτεται να επιχειρήσει ο Ρινάλντι θα καταλήξει απ' ότι φαίνεται στις τσέπες του Λαφαζάνη. Η απόπειρα όμως της απομίμησης έχει ενδιαφέρον στον βαθμό που θα αποτελέσει την απόπειρα μιας νέου τύπου εμπλοκής των ανθρώπων της βάσης στην πολιτική διαδικασία. Η νέα στρατηγική του Ρινάλντι, θα είναι ένα ακόμη κακέκτυπο φασιστικής πολιτικής αλλά στις σκέψεις για μια στρατηγική της κοινωνίας που σκοπεύω να εκθέσω στο επόμενο και τελευταίο μέρος αυτού του κειμένου η στρατηγική του Ρινάλντι δεν μπορεί να μείνει στο απυρόβλητο.