Αυτό το σημείωμα ξεκίνησε στις 17/02/17, από μια δημοσίευση στο facebook, πάνω στην "βράση" που είχε τότε το θέμα και όπως συμβαίνει όχι μόνο στο facebook αλλά και στην σημερινή ζωή, το θέμα ξεχάστηκε και παραμέλησα και εγώ αυτό το γραφτό. Κι όμως μπορεί να πει κανείς πως το ζήτημα της διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς (όπως τέθηκε) είναι βασικό στοιχείο του πολιτισμού και δεν αφορά μόνο τα λεγόμενα μνημεία και μάλιστα ως "κληρονομιά" αλλά γενικότερα την στάση μιας κοινωνίας που βρίσκεται σε ένα στάδιο της ιστορίας της απέναντι σε αυτό που ήταν οι ίδιες κοινωνίες στα προηγούμενα στάδιά τους.
Έγραφα τότε στο facebook πως δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η απάντηση που δόθηκε από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ) στο αίτημά του οίκου μόδας Gucci, ξεσήκωσε τέτοια θύελλα αντιπαραθέσεων. Γιατί πατήθηκε ο κάλος όλων των ενδιαφερομένων για τον πολιτισμό (και ό δικός μου) τόσο από το αίτημα όσο και από την απάντηση στο αίτημα (κυρίως από την κυρία Υπουργό του Πολιτισμού) γιατί και οι δύο θέσεις τοποθετούνται, εκ των πραγμάτων, στο ζήτημα της στάσης των ανθρώπων που ζουν στο σημερινό στάδιο του πολιτισμού μας, απέναντι στις υλικές επιβιώσεις του πολιτισμού των προηγούμενων σταδίων που είναι ό,τι πιο καίριο υπάρχει αμέσως μετά από το θεμελιώδες ζήτημα "τι είναι πολιτισμός". Και βέβαια η "ευαισθησία" που επιδείχτηκε από πλευράς αρμοδίων δεν είναι καθόλου άσχετη από ένα τρίτο επίσης "καυτό" ζήτημα πολιτισμού, που είναι η σχέση του πολιτισμού της ελληνικής κοινωνίας με τους πολιτισμούς των άλλων κοινωνιών, στις σημερινές συνθήκες της λεγόμενης "παγκοσμιοποίησης".
Όπως συμβαίνει συνήθως, οι (κατά τεκμήριο ή κατά την φαντασία τους) "επαΐοντες" σκοτώθηκαν οι μεν να καταδικάσουν ή δε να επαινέσουν τους εμπλεκομένους στο συμβάν χωρίς να κάνουν τον κόπο να εξηγήσουν πιο ακριβώς ήταν το συμβάν.
Το τυπικό λοιπόν της υπόθεσης είναι πως ο οίκος μόδας Gucci ζήτησε από το υπουργείο να χρησιμοποιήσει τον Παρθενώνα σαν φόντο ή σαν σκηνικό για την πραγματοποίηση, το καλοκαίρι του 2017, της επίδειξης της συλλογής του για το επόμενο έτος. Το αίτημά του παραπέμφθηκε στους αρμοδίους του ΚΑΣ, αυτοί γνωμοδότησαν αρνητικά, και το αίτημα της εταιρίας απορρίφθηκε. Τέλος την απάντηση των αρμοδίων του ΚΑΣ την επιδοκίμασε η υπουργός και μέχρι εδώ θα ήταν όλα καλά, δεδομένου πως αρμόδιοι ήταν και αρμοδίως αποφάσισαν, αν δεν υπήρχαν και τα σκεπτικά τόσο του ίδιου του ΚΑΣ, όσο ακόμα χειρότερα και της υπουργού, που έσκαψαν τον λάκκο για να θαφτούν οι ίδιοι οι αρμόδιοι ως πολιτιστικές προσωπικότητες.
Να θυμίσω εδώ -- για να μην ξεχνιόμαστε -- πως ο "υπουργός πολιτισμού" είναι ο προϊστάμενος των υπηρετών του πολιτισμού και το ΚΑΣ είναι ένας "συλλογικός" υπηρέτης που λειτουργεί υπό την διεύθυνσή του.
Κατά την διακήρυξη του ρόλου του:
«Το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο είναι ανώτατο, επιστημονικό όργανο του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού. Γνωμοδοτεί για θέματα, που σχετίζονται με την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, την προβολή, ανάδειξη και διαχείριση του πολιτιστικού αποθέματος της χώρας και τη διαμόρφωση πολιτικής στον τομέα της πολιτιστικής κληρονομιάς.»
Είναι περιττό να πει κανείς πως ένα γνωμοδοτικό όργανο και μάλιστα επιστημονικό, δεν έχει καμιά θέση στην χάραξη της πολιτικής, που είναι αποκλειστική αρμοδιότητα της κυβέρνησης. Ο ρόλος του θα πρέπει να περιορίζεται στα τεχνικά ζητήματα και στην πληροφόρηση για την πραγματική κατάσταση που επικρατεί και όχι να αποφαίνεται για το πώς πρέπει να ασκηθεί η πολιτική. Η κυρία Κονιόρδου θα έπρεπε να ζητήσει την γνώμη της επιτροπής αν είχε αποφασίσει να παραχωρηθεί ο χώρος για την επίδειξη (μήπως υπάρχει ο κίνδυνος κάποιας φθοράς) και όχι αφού προφανώς η γνώμη της είναι ότι δεν έπρεπε να δοθεί. Αυτή αντίθετα επέλεξε να δώσει την ευκαιρία στο ΚΑΣ να εκφράσει την γνώμη του για την πολιτιστική σημασία της συνεύρεσης της Gucci με τον Παρθενώνα και βέβαια η γνώμη του, για πολλούς λόγους, δεν θα μπορούσε παρά να ήταν βλακώδης:
«Ο ιδιαίτερος πολιτιστικός χαρακτήρας των μνημείων της Ακρόπολης δεν συνάδει με τη συγκεκριμένη εκδήλωση, καθώς πρόκειται για μοναδικά μνημεία και σύμβολα παγκόσμιας κληρονομιάς, μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς της Unesco»
Σε τι έγκειται η βλακεία: Το ζήτημα, πρώτα - πρώτα, δεν είναι να αποφανθεί ένας ειδικός, αν "συνάδει" αλλά να πει την γνώμη του -- και μόνο ως γνώμη -- γιατί "συνάδει" ή δεν "συνάδει". Και κατά δεύτερο λόγο μια γνώμη δεν μπορεί να προκύπτει μέσα από μια ψηφοφορία γιατί πιο εύκολο είναι να πλειοψηφήσει μια λαθεμένη άποψη παρά η σωστή. Η ποιότητα της ίδιας της κυβέρνησης έχει αποδείξει περίτρανα την "αξία" της ψηφοφορίας. Η προβολή επομένως της ομοφωνίας του ΚΑΣ μάλλον είναι ενδεικτική για τους λάκκους (γιατί δεν είναι μόνο ένας) που έχει η πολιτιστική φάβα, του πολιτικού συστήματος.
Είναι πασίγνωστο άλλωστε πως στην μεθοδολογία της ελληνικής "διακυβέρνησης" οι γνωμοδοτικές επιτροπές των υπουργείων χρησιμεύουν στον κάθε υπουργό να περνάει τις σκανδαλώδεις του αποφάσεις από μια επιτροπή που τον συμβουλεύει αυτό που της έχει ο ίδιος, ή κάποιος ανώτερός του, υποβάλει να τον συμβουλέψει. Και πράγματι η κυρία υπουργός περιέφερε, στα κανάλια, την εξής μνημειώδη αναμετάδοση της "γνωμοδότησης" του ΚΑΣ, για την σημασία του "μνημείου":
«Θεωρώ το ότι το μνημείο αυτό, και σύμφωνα με την γνωμοδότηση του ΚΑΣ, είναι ένα μοναδικό μνημείο. Αυτή η παρουσίαση δεν ταιριάζει με το μνημείο που είναι ίσως το μεγάλο σύμβολο όλου του Δυτικού Πολιτισμού, που συνδέει την Ελλάδα με την διεθνή κοινότητα. Συμβολίζει την Δημοκρατία, την Ελευθερία του Πνεύματος, τον Διάλογο. Εμείς οι νεότεροι έλληνες οφείλουμε να σεβόμαστε αυτό το σπουδαίο μνημείο, να το διατηρούμε στην μεγάλη του λαμπρότητα και στο κύρος που οφείλει να έχει και το οποίο δεν συνάδει με μια εκδήλωση που έχει εμπορικό χαρακτήρα»
Αυτή η δήλωση είναι πραγματικά ένα μνημείο παραποίησης της ιστορικής λογικής, ακόμα και αυτής που αναπτύχθηκε μέσα στο πλαίσιο της αστικής κοινωνίας που τώρα πνέει τα λοίσθια. Η "άνεση" με την οποία η υπουργός παραποιεί την λογική που καθορίζει τον πολιτικό λόγο της κυβέρνησής της είναι η απόδειξη πως πρόκειται για μια λογική που έχει πεθάνει. Η δήλωση αυτή περιέχει τρία στοιχεία που την ανάγουν σε τεκμήριο πως ο αληθινά σπουδαίος πολιτισμός που έχει ονομαστεί "δυτικός", έχει αποβιώσει χωρίς να έχει ακόμα φανεί στο προσκήνιο ο διάδοχός του:
Το πρώτο στοιχείο: Ο Παρθενώνας δεν είναι μνημείο της δημοκρατίας και των λοιπών εντυπωσιακών που λέει η υπουργός. Είναι το τεκμήριο της υψηλότερης ακμής του πρώτου, του δουλοκτητικού, από τα τρία κοινωνικά συστήματα που χαρακτήρισαν την ιστορία της πατριαρχίας. Συγχρόνως όμως είναι και το σημείο καμπής προς την αναπόφευκτη παρακμή.
Το δεύτερο στοιχείο: Ο ελληνικός πολιτισμός δεν είναι κληρονομιά κανενός και σίγουρα δεν ανήκει ούτε στην Δύση, ούτε στην Unesco, ούτε σε κανένα από τα ιδρύματα που διατηρούν, με νύχια και με δόντια, στην ζωή το κλινικά νεκρό εξουσιαστικό σύστημα. Ο ελληνικός πολιτισμός είναι ένα σημαντικό σκαλοπάτι στην ιστορία του πολιτισμού της ανθρωπότητας που δεν έχει με αυτόν μια σχέση ιδιοκτησίας αλλά μια σχέση ιστορικής συνέχειας.
Το τρίτο στοιχείο: Έτσι κι αλλιώς οι πολιτιστικές σχέσεις είναι κι αυτές σχέσεις ανταλλαγής και άρα σχέσεις εμπορευματικές. Οι ιεροί τόποι όλων των πολιτισμών περιβάλλονται από τους τόπους της αγοράς ακριβώς για να θυμίζουν στους ανθρώπους ότι δίπλα στην υλικότητα της ζωής υπάρχει και η ιερότητα των ανθρώπινων σχέσεων. Είναι λοιπόν υποκρισία να μιλάει η υπουργός μιας κυβέρνησης που ζει με τα χίλια ζόρια μέχρι την επόμενη (χρηματική) δόση της, για εμπόριο.
Αυτά είναι προφανή όπως προφανές είναι και το πρόβλημα, πως η υλικότητα της ζωής έχει εξαφανιστεί στις "αγορές" και οι "αγορές" έχοντας χάσει την υλικότητά τους υποδύονται την ιερότητα. Έγιναν ξαφνικά ο μοναδικός θεσμός, ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών. Ο "θεός".
Τελικά η κόντρα στην οποία κληθήκαμε ξαφνικά να πάρουμε θέση δεν ήταν μεταξύ Gucci και Παρθενώνα, ήταν μεταξύ Gucci και ΣΥΡΙΖΑ. Και σίγουρα ανάμεσα στις δύο εμπορικές επιχειρήσεις η πρώτη, και πιο καλόγουστη είναι, και πιο έξυπνη είναι, και καλύτερη σχέση έχει με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Το επιχείρημά της πως ο σύγχρονος πολιτισμός πρέπει να συμβιώνει με τον παλιό, είναι παρασάγγες πιο σύγχρονο από το επιχείρημα του ΚΑΣ πως ο σύγχρονος πολιτισμός δεν "συνάδει" με τον αρχαίο.
Πρόκειται όμως για μια κόντρα στην οποία κανένας σοβαρός άνθρωπος δεν θα μπορούσε να πάρει θέση, γιατί ναι μεν θεωρητικά η σωστή άποψη είναι της Gucci αλλά δεν έχουμε φτάσει ακόμα, ως κοινωνία, να συνειδητοποιήσουμε τις αρχές του δικού μας πολιτισμού και επομένως η σχέση μας με τον αρχαίο είναι αμφιβόλου ποιότητας. Προς το παρόν η θέση της κυβέρνησης είναι πως ανάμεσα στους γκάγκστερ και στην διαχείριση του πολιτισμού μεσολαβεί το πορτοφόλι τους. Η κυρία Κονιόρδου είπε πως σέβεται την Gucci, δεν είμαι καθόλου σίγουρος πως η Gucci έχει τον παραμικρό λόγο να σέβεται τον ΣΥΡΙΖΑ.