Το "Μακεδονικό" έχει κοστίσει πολλά στις κοινωνίες των Βαλκανίων τους δύο τελευταίους αιώνες, και στις τρεις τελευταίες δεκαετίες το "σκοπιανό" έχει απασχολήσει δοκιμάσει πολύ σοβαρά την αντιδραστική ελληνική πολιτική επί "δικομματισμού" και την δοκιμάζει ακόμα πιο σοβαρά και σήμερα επί "κυβερνώσας" Αριστεράς.
Η συνεταιρική, μεταξύ φασισμού και οπορτουνισμού, εργολαβία της διακυβέρνησης, δοκιμάζεται από την ταλάντευση ανάμεσα στην ξενοδουλεία που "προσφέρει" την αβέβαιη στήριξη των "ξένων" και στον σωβινισμό που τους "προσφέρει" την προσωρινή ανοχή του ενός τμήματος της κοινωνίας.
Το παιχνίδι με το "όνομα των γειτόνων" γίνεται όλο και πιο επικίνδυνο καθώς, μετά την χρεοκοπία του παραδοσιακού οπορτουνισμού, δεν υπάρχει ούτε ίχνος οργανωμένης αριστερής σκέψης να αντιπαρατεθεί στον παραλογισμό του "πολέμου των πολιτισμών" στον οποίο εντάσσεται και το συγκεκριμένο πρόβλημα.
Παραθέτω τα παρακάτω λόγια, από ένα κείμενο του Γιάννη Χοντζέα γραμμένο το 1983, στην εποχή που κηρύχτηκε η ίδρυση του τουρκοκυπριακού "κράτους"[1] και είναι ίσως το τελευταίο αριστερής λογικής κείμενο που βγήκε μέσα από μια οργανωμένη αριστερή κατάσταση σχετικά με τα λεγόμενα "γεωπολιτικά" προβλήματα.
«Για τους λαούς, ή ακριβέστερα για τους εργαζόμενους, οι σοβινισμοί, οι αντιπαραθέσεις κλπ. είναι τεχνητό πρόβλημα. Αλλά να που µ αυτό το "τεχνητό" πρόβλημα ασχολούνται και θα ασχοληθούν όλοι όσοι παλεύουν πραγματικά για τη χειραφέτησή τους. Ποιο είναι το κριτήριο του "τεχνητού" και του "πραγματικού"; Δεν πρόκειται για γενικές αφαιρέσεις, αλλά για συγκεκριμένη δράση κοινωνικών πολιτικών δυνάμεων και για τα αποτελέσματα αυτής της δράσης που "τεχνητά" προβλήματα τα μετατρέπουν σε "πραγματικά"»[2]
Το παραθέτω επειδή αναφέρεται στην διάκριση μεταξύ "τεχνητού" και "πραγματικού" και το "Σκοπιανό" είναι το κατ εξοχήν παράδειγμα "τεχνητού" προβλήματος που μπορεί να έχει οδυνηρές "πραγματικές" συνέπειες, αν δεν αντιμετωπιστεί στο πραγματικό του πλαίσιο.
Όλοι οι "σοφοί" των "γεωπολιτικών" έχουν μείνει καρφωμένοι στην ιδέα του Λένιν περί αναδιανομής της "πίττας", του πλανήτη, και κανείς τους δεν θέλησε να προσέξει πως το ενδιαφέρον του Λένιν δεν ήταν τα αναδιανεμητικά όνειρα των διεκδικητών αλλά η αναδιαμόρφωση της ίδιας της "πίττας" στο πέρασμα του χρόνου.
Η "γεωπολιτική" πίττα έχει την δική της εσωτερική λογική και τα κομμάτια στα οποία μπορεί να κοπεί αλλάζουν σχήμα και μέγεθος και κυρίως αλλάζουν συγκρότηση, η πίττα δεν μπορεί να κοπεί κατά τον τρόπο που ορέγονται οι "μεγαπαίκτες" και τελικά, στις μέρες μας, έχουν καταλήξει να μην μπορεί να κοπεί καθόλου!
Και επιπλέον τα σημερινά "γεωπολιτικά" ζητήματα γεννιούνται στην σημερινή εποχή των βρικολάκων, σαν πλάσματα απεχθή, αφού η αιμοβόρα μορφή που προσιδιάζει στην διεκδίκηση της εξουσίας πασχίζει να ρουφήξει ένα περιεχόμενο ανύπαρκτο στην πραγματική κατάσταση που έχει ήδη διαμορφωθεί.
Το "Σκοπιανό" έχει τα δεδομένα του: μια κοινωνική ομάδα ανθρώπων αποκομμένων με την βία από τις γειτονικές κοινωνίες (αλβανική, ελληνική, βουλγαρική) με τις οποίες είχαν δεσμούς συγγενικούς και άλλους, αποκόπτεται με την βία από την ευρύτερη κοινωνία της Γιουγκοσλαβίας η οποία διαλύθηκε με την βία, και υποχρεώνεται με την βία ξαναμπεί στην κολυμπήθρα για να πάρει ένα νέο όνομα "χώρας"!
Με βάση αυτά τα δεδομένα η λύση του προβλήματος είναι απλή: η πλήρης αποκατάσταση των σχέσεων, της επικοινωνίας, της μετακίνησης, των ανθρώπων αυτής της κοινωνίας με τους φίλους τους και τους συγγενείς τους στις γειτονικές κοινωνίες, καθώς και η ελεύθερη διατήρηση των πολιτιστικών τους παραδόσεων.
Κανένα λογικό όνομα δεν υπάρχει για μια "χώρα" που δημιουργήθηκε με την βία για τον πολύ απλό λόγο πως η ίδια η έννοια "χώρα" (κάποτε είχε αλλά τώρα) δεν έχει κανένα νόημα στην πραγματική οικονομική και πολιτική κατάσταση που εξελίσσεται ασυγκράτητα και ραγδαία κάτω από την λεγόμενη "παγκοσμιοποίηση".
Το πρόβλημα επομένως είναι πραγματικό μόνο αν αντιμετωπιστεί σαν πρόβλημα πολιτιστικό και για να λυθεί πρέπει πρώτα να συνειδητοποιηθεί το πραγματικό οικονομικό και πολιτικό του υπόβαθρο όχι μόνο στην συγκεκριμένη περιοχή αλλά σε όλο τον πλανήτη, πράγμα που θα συμβεί όταν καταφέρουν να μείνουν στην ησυχία τους, οι άνθρωποι που εμπλέκονται στο πρόβλημα, ελεύθεροι να το λύσουν σε συνεννόηση ή έστω και με κάποιους καβγάδες μεταξύ τους.
Στο κείμενο του Χοντζέα αναφέρεται:
«[Την λύση] δεν θα την δώσουν ούτε ο OHE, ούτε οι μηχανισμοί της Ζυρίχης, ούτε οι διεθνείς διασκέψεις. Την λύση θα τη δώσει ο ίδιος ο κυπριακός λαός γενικά, µε την συμπαράσταση του λαού της Ελλάδας και της Τουρκίας».
Και έτσι φτάνουμε στην "ουτοπία" (!) γιατί βεβαίως οι άνθρωποι που έχουν μια θέση στο χρεοκοπημένο σύστημα εξουσιαστικών σχέσεων, θα προσπαθήσουν με το ζόρι να επιβεβαιώσουν την βλακώδη -- κι ωστόσο βάσιμη στο πλαίσιο που αναπτύχθηκε -- ιδέα του Χάντιγκτον περί "πολέμου των πολιτισμών" και δεν θα παραιτηθούν ποτέ από την άσκηση της ποικιλόμορφης βίας την οποία διαθέτουν.
Κι αυτό δεν ισχύει μόνο για τους διεκδικητές της παγκόσμιας εξουσίας που έχουν μετατρέψει την περιοχή των Βαλκανίων σε πεδίο του ανταγωνισμού τους. Ισχύει επίσης αν όχι ακόμα περισσότερο για τους δουλόφρονες εργολάβους της διακυβέρνησης των γύρω περιοχών, για το "προσωπικό" της εργολαβίας που περιλαμβάνει έναν πολύ μεγάλο ποσοστό των ανθρώπων της βάσης. Ισχύει τέλος και για τους εκπαραθυρωμένους από την κυβερνητική εργολαβία "ηγέτες" της αριστερής συμφοράς (Ρινάλντι και Σία) που θυμήθηκαν όψιμα τον αντιαμερικανισμό τους και συντάσσονται πίσω από τον Καραμπελιά.
Δεν είναι καθόλου παράδοξο, ωστόσο, το γεγονός πως για άλλη μια φορά (μετά το δημοψήφισμα) σχηματίζονται δυό παρατάξεις, η μία υπέρ και η άλλη κατά του "δικαιώματος" να ονομάσουν όπως γουστάρουν οι γείτονες την "χώρα" τους (τόσο "χώρα" όσο και η "Ελλάς"), γιατί αν προσέξει κανείς θα παρατηρήσει πως και οι δύο παρατάξεις ουσιαστικά αντιτίθενται στον "νονό" από τις ΗΠΑ, πράγμα που κατά την γνώμη μου -- παρά την επικινδυνότητα μιας άγριας τοπικής σύγκρουσης που περιέχει -- έχει και την αίσια πλευρά του στον βαθμό που αποσπά το τοπικό πρόβλημα από τον ευρύτερο ανταγωνισμό για την παγκόσμια εξουσία.
Γενικότερα μιλώντας δεν μπορούμε να μην προσέξουμε πως και οι Αμερικάνοι που παίζουν τον ρόλο του "ιερέα" (του διαβόλου) στα βαφτίσια του νέου "κράτους", ανεξαρτήτως του αν για άλλους λόγους ευνοούν περισσότερο τους νέους "δούλους" που εποφθαλμιούν για την στρούγκα του ΝΑΤΟ, δεν επιδιώκουν πια, όπως προηγούμενα, την σύγκρουση μεταξύ των "υπηρετών" τους στην γεωγραφική περιοχή των Βαλκανίων.
Επιδιώκουν πολύ περισσότερο την "συναδέλφωση", των δικών τους ανθρώπων προκειμένου βεβαίως να τους στρέψουν όλους μαζί "αδελφωμένους" εναντία στους σημερινούς αντιπάλους τους, τους Ρώσους και τους Κινέζους, και ενάντια στους αυριανούς αντιζήλους τους, τους Γερμανούς, τους Γάλλους και τους Εγγλέζους.
Βρισκόμαστε επομένως σαν κοινωνία μπροστά σε μια "νέα" μακεδονική σαλάτα που μπορεί να γίνει εξαιρετικά δηλητηριώδης χωρίς μια αριστερή πολιτική. Χωρίς μια πολιτική επαναστατική κατά το γεγονός πως μπορεί:
Α. Να παραμένει σταθερή στο δρόμο προς την αναγκαία συνένωση των κοινωνιών όλου του πλανήτη σε ένα παγκόσμιο κοινωνικό σύστημα απαλλαγμένο από τον εξουσιαστικό ανταγωνισμό.
Β. Να μην παραβλέπει το γεγονός πως ο εξουσιαστικός ανταγωνισμός επιβιώνει και μετά την χρεοκοπία του εξουσιαστικού συστήματος έχοντας καταφύγει στην περιφέρεια της πολιτικής συγκρότησης της κοινωνίας.
Γ. Να παρεμβαίνει σε κάθε σημείο πολιτικής δραστηριότητας ενάντια στην άσκηση εξουσίας αλλά και ενάντια στην αφέλεια ή στην υποκρισία της άμεσης δημοκρατίας και της ριζοσπαστικής δραστηριότητας.
Χρειαζόμαστε επομένως επειγόντος, σαν κοινωνία, μια πραγματικά αριστερή (δηλ. επαναστατική) πολιτική. Η οποία βεβαίως για να ασκηθεί οργανωμένα και συντονισμένα χρειάζεται έναν αριστερό (δηλ. επαναστατικό) φορέα. Τέτοιος φορέας δεν υπάρχει, αν όμως για να "ασκηθεί" η επαναστατική πολιτική χρειάζεται φορέα, κανένας φορέας δεν χρειάζεται για να αναγνωριστεί αυτή η πολιτική όπως προκύπτει πεντακάθαρη μέσα από τις ίδιες τις κοινωνικές αντιθέσεις.
Ο κάθε αριστερός μπορεί να αναγνωρίσει και να υιοθετήσει την επαναστατική πολιτική. Μπορεί ακόμα και να την ασκήσει στο κοντινό του περιβάλλον, στην "περιφέρεια" όπως λέω παραπάνω, αρκεί να πειστεί πως δεν υπάρχει καμία (μα καμία) δυνατότητα, οι καραγκιόζηδες που σήμερα παριστάνουν τους "μπροστάρηδες" της επανάστασης να του "φέρουν" την επανάσταση στο πιάτο.
Για να ξαναγυρίσω στο "σκοπιανό": το πρόβλημα υπάρχει σαν πρόβλημα πολιτιστικό και σαν τέτοιο δεν μπορεί να λυθεί παρά μόνο με συνεννόηση ανάμεσα στους ανθρώπους της ελληνικής κοινωνίας και στους ανθρώπους των γειτονικών κοινωνιών. Άλλος τρόπος να βρεθεί λύση δεν υπάρχει, κι από την άλλη μεριά είναι αδύνατο η λύση τελικά να μην βρεθεί.
Για άλλη μια φορά θα πω, πως κανέναν άνθρωπο καμιάς κοινωνίας δεν αντιπροσωπεύουν ούτε ο Νίμιτς, ούτε οι δούλοι του χρεοκοπημένου εξουσιαστικού συστήματος, ούτε οι Έλληνες ούτε αυτοί των γειτονικών κοινωνιών και επομένως μπορούμε να είμαστε σίγουροι πως ό,τι κι αν συμφωνήσουν θα εξανεμιστεί σε λίγο καιρό.
Από την στιγμή που κανέναν άνθρωπο που να μας αντιπροσωπεύει, δεν καλέσανε στην διάσκεψή τους, εμείς δεν έχουμε κανένα λόγο να έχουμε γνώμη σε ένα πρόβλημα που το όρισαν άλλοι σύμφωνα με τα συμφέροντά τους. Έχουμε όμως γνώμη για κάποια "τεχνικά" προβλήματα που γυροφέρνουν το "τεχνητό" και αυτή μπορούμε να την ανακοινώσουμε:
α) Δεν συμβουλεύουμε κανένα γείτονα να "μπει" στο ΝΑΤΟ και εμείς θα πρέπει να ξαναθυμηθούμε σοβαρά πως κακώς είμαστε σ αυτή την στρατιωτική συμμαχία γιατί δεν έχουμε εχθρούς σε καμιά κοινωνία του κόσμου εκτός από αυτούς που έχουν και οι ίδιες οι κοινωνίες όλου του κόσμου.
β) Δεν έχουμε καμιά (μα καμιά) διάθεση να κόψουμε τον δρόμο σε οποιαδήποτε παραγωγική ή εμπορική δραστηριότητα που περνάει από τον τόπο μας, αλλά δεν έχουμε και διάθεση να αποκτήσουμε καινούριους αφέντες, ούτε γελοίους, ούτε σοβαρούς, εν ονόματι των δικαιολογημένων αναγκών της παγκόσμιας οικονομίας.
γ) Γενικά και μακροπρόθεσμα θεωρούμε αναπόφευκτη, αναγκαία και επιθυμητή την συνένωση όλων των κοινωνιών του κόσμου σε μια παγκόσμια κοινωνία, αλλά αυτή δεν μπορεί να είναι η παγκόσμια φασιστοπορτουνιστική αυτοκρατορία που ονειρεύονται οι φασίστες της "Δεξιάς" και οι τροτσκιστές της "Αριστεράς".
[1] Δεν γράφω "ψευδοκράτος" γιατί κατά την γνώμη μου δεν υπάρχει κανένα κράτος που να μην είναι ψευδές, αφού κανένα κράτος δεν νόημα σήμερα.
[2] Για το Κυπριακό και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, Γιάννης Χοντζέας, 1983. Πηγή: koel.gr