Πολιτική | ΣΕΛΙΔΕΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ | hits: 1771
Για το "συνέδριο" της Εσθονίας και την ιστορική του σημασία
άρθρο
του Κωστή Παπαϊωάννου
Πεμ, 07 Σεπτ 2017

 

Στα πρόθυρα σήμερα μιας τρίτης παγκόσμιας σύγκρουσης, το "συνέδριο" της Εσθονίας, από πολιτική άποψη, δεν ήταν παρά μια κωμική αλλά επικίνδυνη θεατρική παράσταση, που επεδίωκε την προπαρασκευή της σύγχρονης φασιστικής πολιτικής εν όψει της σύγκρουσης που επίκειται.

Ήταν θέατρο γιατί δεν είχε σαν στόχο την εξαγωγή συμπερασμάτων αλλά τον ψυχολογικό επηρεασμό των ανθρώπων με πρόθεση να επιβάλει σαν συμπεράσματα τους αυθαίρετους ισχυρισμούς της χρεοκοπημένης φασιστικής "αφήγησης".

Ήταν κωμικό, γιατί συγκλήθηκε στο πλαίσιο του παρωχημένου αστικού κοινωνικού συστήματος και παρέβλεπε τις μόνες αρχές δικαίου που έχουν μια βαθύτερη και επομένως διαχρονική αξία.

Ήταν επικίνδυνο, γιατί επεδίωκε την νομιμοποίηση των φασιστικών εγκληματών του παρελθόντος με σκοπό να δικαιολογηθούν εκ των προτέρων τα φασιστικά εγκλήματα του μέλλοντος.

Ωστόσο, από ιστορική άποψη, το ίδιο "συνέδριο" είναι σημαντικό, γιατί σαν "συμβάν" μας δίνει σημαντικές πληροφορίες (α) για την μορφή της σύγκρουσης που επίκειται, (β) για τις δυνάμεις που θα αντιπαραταχθούν σ αυτήν, (γ) για τους όρους της διεξαγωγής της και τέλος (δ) για την αλλαγή που θα επιφέρει.

Εξ άλλου, η ιστορική σημασία του "συνεδρίου" της Εσθονίας, (α) εξηγεί την υποκρισία της αποχής από την φάρσα του συνεδρίου του "κυβερνώντος" ΣΥΡΙΖΑ, (β) δικαιολογεί την συζήτηση που άναψε, για τα "εγκλήματα του κομμουνισμού" από την μια και τα "εγκλήματα του ναζισμού" από την άλλη, και (γ) εξηγεί την "εγκληματολογική" σύγχυση που καλά κρατεί (προς το παρόν) στον κόσμο της κοινωνικής βάσης.

Η πολιτική "εγκληματολογία"

Είναι αμφισβητήσιμο αν μπορούμε να ονομάσουμε εγκλήματα τις βίαιες πράξεις που διαπράττονται από άτομα στο πλαίσιο μιας πολιτικής σύγκρουσης, ακόμα κι αν κάτω από το πρόσχημα της πολιτικής κρύβονται πραγματικές εγκληματικές διαθέσεις. Αντίθετα, είναι αναμφισβήτητο πως η πολιτική βία και γενικότερα ο πόλεμος σαν συνέχεια της πολιτικής είναι το έγκλημα και εγκληματική είναι η πολιτική που αναμοχλεύει τις βαθύτερες διαθέσεις των ανθρώπων για βία και τους οδηγεί στην άσκηση βίας και στον πόλεμο στο πλαίσιο της πολιτικής σύγκρουσης. Η πολιτική σύγκρουση της δεκαετίας 1940 - 1950 ήταν ουσιαστικά μια σύγκρουση ανάμεσα στον ναζισμό και στον μπολσεβικισμό και η εγκληματική πολιτική που είχε τις προϋποθέσεις να οδηγήσει (και οδήγησε) στην ανεξέλεγκτη σφαγή που ακολούθησε την συντριβή του φασισμού στο Στάλινγκραντ ήταν ο φασισμός.

Τελικά, όσο παράδοξο κι αν φαίνεται, ήταν οι επιτελείς της φασιστικής πολιτικής (αυτής που αποδείχτηκε περίτρανα εγκληματική στην διάρκεια του πολέμου), που με τις δίκες της Νυρεμβέργης, μηχανεύτηκαν την αναγωγή της πολιτικής βίας σε ατομικό έγκλημα, με στόχο να εξατομικευθούν οι ευθύνες των εγκλημάτων της πολιτικής σε συγκεκριμένα πρόσωπα που τους ήταν άχρηστα και θυσιαστήκαν, προκειμένου να σωθεί ο φασισμός, μετα την χρεοκοπία της ναζιστικής εκδοχής του.

Η πολιτική σύγκρουση, σαν εκδήλωση της πολιτικής αντίθεσης, είναι ιστορική αναγκαιότητα και δεν είναι απαραίτητα βίαιη. Αν οι κοινωνικές πλευρές που συγκρούονται, η συντηρητική και η επαναστατική, βρίσκονται στην ιδανική τους κατάσταση από άποψη συνείδησης και δεν είχαν προσβληθεί από τις αρρώστιες του φασισμού και του οπορτουνισμού αντιστοίχως, η σύγκρουσή τους όχι μόνο δεν θα ήταν καταστροφική αλλά θα απέτρεπε το ενδεχόμενο της καταστροφής, χρησιμοποιώντας την βία σαν μέσο προστασίας της κοινωνίας και θα επανέφεραν την σύγκρουση στο πεδίο του λόγου, καθιστώντας την έτσι εποικοδομητική για την κοινωνία. Αυτή είναι η επιδίωξη της επαναστατικής πολιτικής και το καθήκον των ανθρώπων που εμπνέονται από αυτήν είναι να προστατεύσουν την πολιτική τους από τον οπορτουνισμό και να συντελέσουν έτσι στην προστασία της συντηρητικής πολιτικής από τον φασισμό.

Βεβαίως σε εποχές κρίσης του συστήματος κοινωνικών σχέσεων όπως ήταν η αρχή και η μέση του 20ου αιώνα και ακόμα περισσότερο όπως είναι σήμερα η αρχή του 21ου, αιώνα, η κοινωνία γίνεται ευάλωτη στην προσβολή από την δίδυμη αρρώστια του φασιστοπορτουνισμού και είναι αδύνατο να μην υπάρξει μια εκτροπή προς μια βίαια πολιτική σύγκρουση. Το πόσο καταστροφική θα είναι αυτή η σύγκρουση θα εξαρτηθεί, όπως και στις προηγούμενες, από την δυνατότητα του κοινωνικού οργανισμού να αντιδράσει και από την ταχύτητα με την οποία θα επανέλθει η αντίθεση στην φυσιολογική διαλεκτική της κατάσταση. Με άλλα λόγια το μέλλον της ανθρωπότητας θα εξαρτηθεί από την ικανότητα του κοινωνικού οργανισμού να αποβάλει τον ανταγωνισμό από τις κοινωνικές σχέσεις και να μεταφέρει την αντίθεση μεταξύ της συντηρητικής και της επαναστατικής πλευράς της κοινωνίας από την σφαίρα της υλικής βίας στην σφαίρα του λόγου.

Με την παραπάνω λογική και μόνο μπορεί να εξεταστεί αποτελεσματικά το πολιτικό πρόβλημα της εποχής μας και όσο πολύπλοκος και αν είναι ο τρόπος ανάπτυξης αυτής της λογικής μπορούμε να πούμε με ασφάλεια πως "αρμόδιοι" για την ανάπτυξή της δεν είναι οι "αριστεροί" των οπορτουνιστικών επιτελείων αλλά οι αριστεροί της κοινωνικής βάσης· το μέτρο δε της επιτυχίας τους θα είναι δυνατότητά τους να αποσπαστούν οι ίδιοι από τα νύχια του οπορτουνισμού και να αποσπάσουν τους ανθρώπους της συντηρητικής πλευράς της κοινωνίας από τα νύχια του φασισμού.

Η στάση των επιτελών της "Αριστεράς"

Η δήθεν "εναντίωση" στο συνέδριο από την οπορτουνιστική Αριστερά των επιτελείων ήταν επίσης μια παράσταση ούτε λιγότερο κωμική ούτε λιγότερο εγκληματική. Το επιχείρημα πως είναι ανεπίτρεπτη η εξίσωση ναζισμού και κομμουνισμού, είναι πρώτα - πρώτα κατάφορα υποκριτικό αφού αυτοί που το χρησιμοποίησαν, από τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχουν "σούρει" στον "κομμουνισμό" λιγότερα από όσα οι φασίστες! Αλλά εκτός από υποκριτικό το επιχείρημα είναι και επιεικώς ηλίθιο. Πρώτα - πρώτα γιατί τα λεγόμενα εγκλήματα δεν τελέστηκαν στο πλαίσιο μιας σύγκρουσης ιδεολογιών, αλλά στο πλαίσιο της πολιτικής σύγκρουσης ανάμεσα στην ναζιστική πολιτική και στην μπολσεβίκικη πολιτική, οι οποίες δεν μπορούν να κριθούν εκ των υστέρων γιατί κρίθηκαν και αμείφτηκαν ή τιμωρήθηκαν μέσα από την σύγκρουσή τους. Και μετά, γιατί ακόμα και αν θεωρήσουμε πως οι σφαγές που συνέβησαν στην διάρκεια μιας γιγάντιας πολιτικής σύγκρουσης είναι εγκλήματα, ανεπίτρεπτη δεν είναι η "εξίσωση" της εγκληματικότητας των πολιτικών που συγκρούστηκαν αλλά η ίδια η ιδέα της "βαθμολόγησης" δύο αντιμαχόμενων πολιτικών με μέτρο την εγκληματικότητά τους.

Η αποχή του υπουργού δικαιοσύνης Σταύρου Κοντονή από το "συνέδριο" της Εσθονίας προφανώς δεν υπαγορεύθηκε από την επαναστατική ευαισθησία του αλλά από την απελπισία της "κυβερνώσας" παρέας που, ανίκανη καθώς είναι να βάλει έστω και ένα ίχνος δικής της βούλησης στην εργολαβία της διακυβέρνησης που έχει αναδεχθεί, βλέπει να χάνει και τα τελευταία της ερείσματα στους αριστερούς της κοινωνικής βάσης· χωρίς τους οποίους είναι ξοφλημένη.

Η αποχή προβλήθηκε (για το θεαθήναι) με την βλακώδη δικαιολογία πως δεν αποδέχεται την "εξίσωση" των φασιστικών με τα "κομμουνιστικά" καθεστώτα, ενώ οι επιτελείς του ΣΥΡΙΖΑ έχουν ανερυθρίαστα αποδεχτεί και συνυπογράψει την νομιμότητα μιας τέτοιας σύγκρισης. Και βέβαια η αποχή από μια συζήτηση που κυρίως ο οπορτουνισμός έχει ξεκινήσει, με πρόσχημα την καταδίκης του "σταλινισμού" όχι μόνο δεν μποϊκοτάρει αλλά αντίθετα ενισχύει την προσπάθεια της φασιστικής "προεδρίας" της Εσθονίας να αναζωπυρώσει μια σύγκρουση που, από άποψη κοινωνικής ηθικής, κρίθηκε οριστικά και αμετάκλητα στην μέση της δεκαετίας 1940-1950.

Η στάση των επιτελών της "αριστερής" ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στο συνέδριο της Εσθονίας, εκτός από θρασύτατα υποκριτική είναι και βαρέως καταστροφική αφού διευκολύνει την εμπλοκή της ελληνικής κοινωνίας -- στο πλευρό του φασιστικού ή του οπορτουνιστικού άξονα, αδιάφορο -- σε μια νέα παγκόσμια πολεμική σύγκρουση, της οποίας η βιαιότητα όχι μόνο δεν είναι ιστορικά αναγκαία αλλά αντίθετα είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, για όλη την ανθρωπότητα, να αποτραπεί.

Η στάση υπολοίπων επιτελών της "επαναστατικής" ή "μαρξιστικής λενινιστικής" ή "μαοϊκής" ή "ριζοσπαστικής" Αριστεράς, δεν είναι ούτε λιγότερο υποκριτική ούτε λιγότερο επικίνδυνη, καθώς: είτε (α) έχουν υιοθετήσει μια δήθεν περήφανη σιωπή πάνω στο ζήτημα του αντισταλινισμού που είναι το πρόσχημα της οπορτουνιστικής απάτης και το όχημα της επιβολής του φασισμού, είτε (β) δήθεν "υπερασπίζονται" με μια κούφια ρητορεία τον πολιτικό ρόλο του Στάλιν.

Τελικά τόσο οι μεν όσο και οι δε, παρακάμπτουν -- είτε έτσι είτε αλλιώς -- την μεγάλη ανάγκη μιας ουσιαστικής και βαθειάς ιστορικής κριτικής στην λεγόμενη σταλινική περίοδο, που ουσιαστικά ταυτίζεται με την διάρκεια της ύπαρξης της δικτατορίας του προλεταριάτου στην Σοβιετική Ένωση, με τα επαναστατικά κινήματα σε όλο τον κόσμο και με την τροχιά που διέγραψε η μπολσεβίκικη πολιτική. Με τις κραυγές για "κομμουνιστικά" εγκλήματα από τον φασισμό και με την ένοχη σιωπή από τον οπορτουνισμό κανείς δεν εξετάζει την πραγματικότητα και την σημασία της ιστορικής φάσης (1923 - 1953) κατά την οποία λειτούργησε θετικά και αρνητικά η μπολσεβίκικη πολιτική. Και είναι σίγουρο ότι αν τα συμπεράσματα μιας τέτοιας εξέτασης δεν ενσωματωθούν στην κοινωνική συνείδηση, εν όψει της τρίτης μεγάλης κοινωνικής σύγκρουσης, η κοινωνία θα βγει από αυτή την σύγκρουση ολοσχερώς κατεστραμμένη ή βαρύτατα τραυματισμένη.

Το ιστορικό ζήτημα

Ωστόσο, το "συνέδριο" της Εσθονίας είναι ένας σημαντικός κόμβος στην εξέλιξη της σύγχρονης εξουσιαστικής πολιτικής η οποία σήμερα αν και οριστικά χρεωκοπημένη βρίσκεται ακόμα σε ισχύ και, σαν τέτοιος κόμβος, στα πρόθυρα της τρίτης παγκόσμιας σύγκρουσης, έχει μια δυσανάλογα για την ποιότητά του, βαρύνουσα σημασία:

Πρώτο, γιατί το "συνέδριο" ήταν μια μάχη στο πεδίο της "μνήμης" και στο πλαίσιο του "πολέμου των πολιτισμών" ο οποίος παγκοσμιοποιείται ραγδαία, πράγμα που ακόμα μια φορά αποδεικνύει πως η κρίση του εξουσιαστικού κοινωνικού συστήματος καθώς και η σύγκρουση στην οποία θα καταλήξει, δεν είναι ούτε οικονομική ούτε πολιτική αλλά πολιτιστική.

Δεύτερο, γιατί το "συνέδριο" δεν ήταν μια μάχη ανάμεσα σε δύο διαφορετικά καθεστώτα, αφού το εξουσιαστικό κοινωνικό σύστημα είναι πια ενιαίο σε ολόκληρο τον πλανήτη, αλλά μια μάχη ανάμεσα σε δύο ομάδες επιτελών που διεκδικούν ο καθένας για τον εαυτό του την "έδρα" της παγκόσμιας φασιστικής αυτοκρατορίας των αγορών, και με υποταγμένες στην δική του αυτοκρατορική εξουσία σαν αυτοκρατορικές επαρχίες.

Τρίτο, γιατί με το "συνέδριο", καταγγέλλεται και ουσιαστικά διαλύεται η λυκοσυμμαχία των οπορτουνιστών που κληρονόμησαν τον "μπολσεβικισμό", με τους φασίστες που κληρονόμησαν τον "ναζισμό", η συμμαχία που, δέκα χρόνια νωρίτερα, ευνοούσαν τα δύο μνημόνια του Συμβουλίου της Ευρώπης, καταδικάζοντας αυστηρά την τάση "να μην καταδικάζεται ο κομμουνισμός" και μαζί επιτιμώντας χαϊδευτικά την τάση "να θαυμάζεται ο Ναζισμός".

Με άλλα λόγια με το "συνέδριο" των φασιστών της Εσθονίας ξεκαθαρίζει ακόμα περισσότερο η ιδεολογική φυσιογνωμία της επικείμενης παγκόσμιας σύγκρουσης, σαν μια πολύπλοκη σύγκρουση ανάμεσα στις δυνάμεις που περιστρέφοντα γύρω από τον άξονα του οπορτουνισμού και αυτές που περιστρέφονται γύρω από τον άξονα του φασισμού. Ξεκαθαρίζει επίσης η μορφή της οργάνωσής της σαν μεταβαλλόμενη και πολύτροπη που θα εμπλέκει τον κόσμο της κοινωνικής βάσης, πολύ περισσότερο από ό,τι οι δύο προηγούμενες συγκρούσεις, δηλαδή σχεδόν καθολικά.

Η Αριστερά της κοινωνικής βάσης

Αν πάρει κανείς στα σοβαρά και τοις μετρητοίς -- εν όψει της επικείμενης σύγκρουσης -- τα υποκειμενικά δεδομένα της σημερινής πολιτικής κατάστασης, όπως φάνηκαν με την ευκαιρία του "συνεδρίου" της Εσθονίας, αν δηλαδή θεωρήσει κανείς την συνείδηση τόσο των επιτελών όσο και των ανθρώπων της βάσης σαν αναλλοίωτη στο διηνεκές, θα καταλήξει στο συμπέρασμα πως είναι αναπόφευκτη μια ολική καταστροφή.

Ωστόσο το ίδιο το συνέδριο της Εσθονίας παρέχει επίσης ενδείξεις για το αντίθετο. Πως δηλαδή η ίδια η σύγκρουση μπορεί να οδηγήσει στην αναστροφή αυτής της μοιραίας πορείας προς την καταστροφή και την αποσόβησή της.

Πρώτα-πρώτα, η αναγκαστική κατάληξη της επικείμενης σύγκρουσης στην βάση της ιδεολογικής αντίθεσης ανάμεσα στην διαστροφή του φασισμού και στον εκφυλισμό του οπορτουνισμού, δημιουργεί ένα πρόσφορο έδαφος για την ιδεολογική εξυγίανση της κοινωνίας με την μεταφορά της σύγκρουσης στην υγιή αντίθεση ανάμεσα στην συντηρητική πολιτική και στην επαναστατική πολιτική.

Δεύτερο, η προφανώς αναγκαία εμπλοκή του συνόλου των ανθρώπων της κοινωνικής βάσης στην ιδεολογικοποιημένη σύγκρουση, εξισώνουν ή μάλλον καθιστούν συμμετρικές τις πλευρές της σύγκρουσης και μεταφέρει το έδαφος της σύγκρουσης στην κοινωνική βάση πράγμα που σημαίνει πως θα επικρατήσει όχι η πλευρά που φαίνεται να έχει σήμερα την πολιτική εξουσία αλλά η πλευρά που έχει συνείδηση της κοινωνικής προοπτικής.

Τρίτο, το γεγονός πως την απόφαση του συνεδρίου την υπέγραψαν οι αντιπρόσωποι χωρών που κάποτε ανήκαν στο λεγόμενο σοσιαλιστικό στρατόπεδο, σημαίνει πως ακόμα και η φασιστική πλευρά της σύγκρουσης είναι υποχρεωμένη να στηριχθεί στην ιδεολογική δύναμη των κοινωνιών που έχουν περάσει από το σχολείο της επαναστατικής ιδεολογίας.

Αυτές οι ενδείξεις και άλλες λεπτομερειακές και δευτερεύουσες -- που όμως όλες ενισχύουν τις πρωτεύουσες -- ενισχύουν την άποψη πως μέσα από την επόμενη τρίτη παγκόσμια σύγκρουση η αποτροπή της καταστροφής και η αλλαγή της κοινωνίας είναι πιο πιθανή από την ολοκλήρωση της καταστροφής. Η άποψη αυτή όπως και η αντίθετή της δεν είναι αποτέλεσμα επιστημονικής προσέγγισης αλλά αποτέλεσμα πίστης, πράγμα που ανοίγει ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο στην διαμόρφωση της πολιτικής θεωρίας. Κι από την άλλη μεριά ακόμα κι αν η πίστη αυτή είναι σωστή η αποτροπή της καταστροφής είναι υπό την αίρεση πως η ηλιθιότητα στην οποία στηρίζεται τόσο ο φασισμός όσο και ο οπορτουνισμός δεν θα επιτρέψουν ένα σοβαρό ατύχημα εκτός των προθέσεών τους.

Τελικά, ακόμα μια φορά βρίσκεται κανείς μπροστά στην ανάγκη να τονίσει πως το μέλλον της ανθρωπότητας βρίσκεται στα χέρια των ανθρώπων της κοινωνικής βάσης, τόσο των δεξιών όσο και των αριστερών με τους συνδυασμένους μεταξύ τους ρόλους που έχει να παίξει ο καθένας.