Η άχαρη θεωρητική "κόντρα" ανάμεσα στους "διεθνιστές" και στους "πατριώτες" του οπορτουνισμού, που στην πραγματικότητα είναι αντιπαράθεση μεταξύ οπορτουνιστικού κοσμοπολιτισμού και οπορτουνιστικού εθνικισμού δεν είναι καινούρια. Είναι όμως καινούριο το παράδειγμα της κόντρας που παρουσιάστηκε ανάμεσα σε δύο αρθρογράφους του Δρόμου της Αριστεράς, τον Αποστόλη Αποστολόπουλο και τον Φώτη Τερζάκη. Και είναι καινούριο αυτό το παράδειγμα γιατί η "κόντρα" εμφανίστηκε αυτή την φορά ανάμεσα σε δύο ασύμβατα μεταξύ τους πρόσωπα και γιατί εμφανίστηκε μέσα στο πλαίσιο του νέου πολιτικού εγχειρήματος που προσπαθεί να κατασκευάσει ο Ρινάλντι μέσω του "Δρόμου".
Σε αυτό το συγκεκριμένο πλαίσιο το παράδειγμα είναι ενδιαφέρον για τους εξής τρείς λόγους:
Πρώτα-πρώτα, γιατί δείχνει πως το ζήτημα της σχέσης μεταξύ πατριωτισμού και διεθνισμού δεν έχασε την σημασία του μετά την σύγκρουση της δεκαετίας 1940-50 αλλά αντίθετα σήμερα, σε μια εποχή που μπαίνει σε κρίση ανάγεται στην σφαίρα του πολιτισμού, τι ζήτημα είναι ακόμα πιο σημαντικό.
Δεύτερο, γιατί δείχνει πως δεν έχουν απλώς ωριμάσει οι συνθήκες για την θεωρητική επίλυση του προβλήματος της θέσης του ατόμου ανάμεσα στο στενότερο και στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον του, αλλά η επίλυση είναι απαραίτητη για την προσαρμογή της πολιτικής στον σημερινό κόσμο.
Τρίτο, γιατί δείχνει πως η λύση του προβλήματος βρίσκεται στην αποκατάσταση της συνέχειας του επαναστατικού κινήματος η οποία, μετά την Πολιτιστική Επανάσταση, διακόπηκε με την επικράτηση του οπορτουνισμού στα μαρξιστικά λενινιστικά κόμματα.
Πριν περιγράψω συνοπτικά την "κόντρα" θα πρέπει να πω ότι την άποψή μου (σε γενικές γραμμές) πάνω στο ζήτημα την είχα διατυπώσει σε διάφορα γραπτά μου κυρίως όμως σε δύο από αυτά: Σε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στην αρχή του 2005 στην εφημερίδα ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ (Εθνική εξάρτηση χωρίς έθνος, 03 Ιανουαρίου 2005) και σε ένα σχόλιο που δημοσιεύτηκε σχεδόν μια δεκαετία αργότερα στην "ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ" (Πατριωτισμός και διεθνισμός στα στερνά της παγκοσμιοποίησης, 30 Ιουνίου 2014). Αναφέρω αυτά τα γραφτά όχι μόνο γιατί σχετίζονται με την χαρακτηριστική "κόντρα" αλλά και γιατί στα δέκα χρόνια που τα χωρίζει άρχισε το πολιτικό "εγχείρημα" του ΣΥΡΙΖΑ με την "επίκληση" της εθνικής ανεξαρτησίας και τελείωσε με το "ξεπούλημά" της. Σε αποσπάσματα από αυτά τα γραφτά θα αναφερθώ στην συνέχεια.
Στην κόντρα λοιπόν του "Δρόμου" βρέθηκαν από την μια μεριά ο Αποστόλης Αποστολόπουλος, ένας παλιός και έμπειρος δημοσιογράφος, που αναλύει την πολιτική και την "γεωπολιτική" κατάσταση με έναν συντηρητικού τύπου πατριωτικό ρεαλισμό και από την άλλη μεριά, ο Φώτης Τερζάκης, ένας πολυπράγμων και "πολυδιάστατος", διανοούμενος του αλλοπρόσαλλου αντιεξουσιαστικού "χώρου", που τσαλαβουτάει στην πολιτική και φιλοσοφική "βιβλιογραφία" για να βγάλει όποιο συμπέρασμα τον βολεύει με μοναδικό στόχο την αλαζονική προβολή της αυθεντίας του. Να ξεκαθαρίσω από την αρχή πως με τα γραφτά του Αποστολόπουλου, τα εξαιρετικά από άποψη γραφής, έχω διαφωνίες κυρίως για τον ("αντισταλινικό") τρόπο που αντιμετωπίζουν το επαναστατικό κίνημα, αλλά στην εν λόγω κόντρα του με τον Τερζάκη συμφωνώ απολύτως μαζί του.
Η "κόντρα" ξεκίνησε από ένα άρθρο του Τερζάκη με τίτλο Διεθνισμός και η "Κρατική Κυριαρχία" (Σάββατο, 03/09/16) στο οποίο ο συγγραφέας επιτίθεται «σε έναν υποτιθέμενα ριζοσπαστικό λόγο» που δυσφημίζει τον διεθνισμό «με πρόσχημα την κριτική σε μια ενδοτική "κυβερνώσα αριστερά" που έχει εκχωρήσει αμαχητί κάθε δικαίωμα "εθνικής κυριαρχίας"». Και αφού δυσφημίσει τον πατριωτισμό, σαν "δηλητηριώδη εθνοπατριωτισμό", διαφημίζει έναν "διεθνισμό" δικής του κοπής (που βρωμάει από μακριά τροτσκισμό) και συστήνει (στους θαυμαστές του) να «πάψουμε να σκεφτόμαστε τα έθνη κράτη ως έσχατα συγκροτητικά υποκείμενα της διεθνούς κοινότητας», προτείνοντας εμμέσως πλην σαφώς τον βλακώδη όρο "κοινότητα" στην θέση του κράτους.
Ο Αποστολόπουλος, που σωστά νοιώθει να τον αφορά η επίθεση, απαντά με ένα άρθρο του με τίτλο Πατριωτισμός και κρατική κυριαρχία (Σάββατο, 17/09/16) αντιλέγοντας πως «γνωρίζουμε ότι τα έθνη-κράτη δεν είναι προαιώνια και κάποτε, ως ιστορικές παρουσίες, θα πάψουν να υπάρχουν. Αλλά "σήμερα" είναι η πιο πρόσφορη οντότητα που επιτρέπει σε μια ομάδα ανθρώπων να αυτο-αναγνωρίζονται ως ομάδα και να δρουν συλλογικά» και υποστηρίζει πως όχι μόνο ό,τι κακό αλλά και ό,τι καλό έχει γίνει μέχρι σήμερα, έχει γίνει στο πλαίσιο του έθνους-κράτους.
Φανερά οργισμένος που κάποιος αντιλέγει στην αυθεντία του, ο Τερζάκης, με αφορμή την απάντηση του "εθνοπατριώτη" Αποστολόπουλου, μας κάνει ένα συμπληρωματικό μάθημα με τίτλο Το αίνιγμα του «συλλογικού υποκειμένου», η επαναστατική ηθική και ο ρόλος της θεωρίας (Σάββατο, 01/10/16) στο οποίο αποδεικνύει πως αγνοεί την ουσία της επαναστατικής αλλαγής, αποσιωπά την ιστορία του επαναστατικού κινήματος και -- το κυριότερο -- κάνει πως δεν ξέρει ότι η διακηρυγμένη κατεύθυνση της τελευταίας επαναστατικής πολιτικής ΔΕΝ ήταν ο σοσιαλισμός αλλά ο κομμουνισμός. Σε ό,τι αφορά τα επιχειρήματα του Αποστολόπουλου, καμία απάντηση! Απλώς "τσιμπάει" μερικές διατυπώσεις είναι κάπως αμήχανες, αλλά καθόλου αβάσιμες, τις οποίες είτε πράγματι δεν κατάλαβε είτε κάνει πως δεν τις κατάλαβε για να χλευάσει τον αντίπαλό του.
Αυτή, συνοπτικά, είναι η "κόντρα", και βέβαια μέσα στο "νέο" οπορτουνιστικό πλαίσιο που προσπαθεί να κατασκευάσει ο Ρινάλντι, η "κόντρα" δεν θα μπορούσε παρά να είναι άχαρη. Γιατί το "καινούριο" εγχείρημα του "Δρόμου" δεν προορίζεται να είναι πλαίσιο καρποφόρας πολιτικής συζήτησης αλλά ένας μηχανισμός εξόντωσης κάθε ιδέας που αμφισβητεί την χρεοκοπημένη φασιστοπορτουνιστική ιδεολογία. Ήδη ο Τερζάκης εκμεταλλεύεται την απαξίωση της έννοιας "έθνος" για να θάψει την ιδέα ενός νέου "πατριωτισμού" δήθεν μαζί με τα "δηλητήρια" του "εθνοπατριωτισμού".
Η συγκεκριμένη συζήτηση δεν είναι καινούρια, ούτε και η εμπλοκή του "Δρόμου" σ αυτήν είναι σημερινή. Στο νεότερο από τα δύο σημειώματα που ανέφερα υποστήριζα τα εξής:
«Μια ζωηρή αντιπαράθεση αναπτύσσεται, μετά τις ευρωεκλογές, ανάμεσα στους αριστερούς θιασώτες της "ταξικής πάλης" και του "διεθνισμού" και στους αριστερούς υπερασπιστές της "εθνικής ανεξαρτησίας" και του "πατριωτισμού". Η αντιπαράθεση αυτή, είναι ιστορικά αναμενόμενη και δεν μπορεί να παρακαμφθεί, εφόσον όμως διεξάγεται με όρους εξουσιαστικού συστήματος μπορεί να καταστεί άκρως επικίνδυνη».
Και αφού σημείωνα πως «οι έννοιες "πατριωτισμός" και "διεθνισμός" δεν εφευρέθηκαν από κάποιους "πατριώτες" και "διεθνιστές" αλλά προέκυψαν σε καθορισμένες κοινωνικές συνθήκες», καθώς και πως στις ίδιες συνθήκες «παράλληλα με την γέννηση των εννοιών αυτών γεννήθηκαν και οι έννοιες "εθνικισμός" ή "σοβινισμός" και "κοσμοπολιτισμός", κατέληγα στην πρόβλεψη πως «η αντιπαράθεση πατριωτισμού και διεθνισμού στην αριστερή πλευρά του συστήματος, εφ όσον αναπτύσσεται στο πλαίσιο της κυβερνώσας Αριστεράς, δεν είναι παρά η αριστερή εκδοχή της αντιπαράθεσης κοσμοπολιτισμού και εθνικισμού».
Η πρόβλεψη δεν επιβεβαιώθηκε στο πρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ, αφού η γελοία ιδέα της Κυβερνώσας Αριστεράς (που στηρίχθηκε ιδεολογικά στην "θεωρητική" αερολογία του Ρινάλντι) χρεοκόπησε πριν προλάβει να αντιμετωπίσει τέτοια σοβαρά ζητήματα όπως είναι η σχέση πατριωτισμού και διεθνισμού. Επιβεβαιώνεται όμως τώρα στο πρόσωπο της προσπάθειας να ξεπεραστεί η χρεοκοπία αυτού του κλασικού οπορτουνισμού με το πλασάρισμα ενός νέου οπορτουνισμού από (και υπό) τον Ρινάλντι που προσπαθεί να τσουβαλιάσει το προσωπικό της "πρώην" ΚΟΕ στην υπηρεσία του "νέου εγχειρήματος" του "Δρόμου". Έτσι εξηγείται και η παρουσία του Τερζάκη, ενός ορκισμένου εχθρού του εθνικισμού, σε μια πολιτική παρέα στην οποία επικεφαλής είναι ο Ρινάλντι (ντυμένος με την εθνικιστική του στολή) και η οποία ψάχνει τον νέο θεωρητικό "δρόμο" προς την καταστροφή.
Το "νέο" εγχείρημα του Ρινάλντι αργά ή γρήγορα θα χρεοκοπήσει. Προς το παρόν όμως είναι η μοναδική οπορτουνιστική φωνή που έστω και άναρθρα αναγκάζεται να θέτει ορισμένα θεωρητικά ζητήματα, και αυτά της συγκεκριμένης "κόντρας" είναι από τα πιο σπουδαία. Φαντάζομαι πως η αντιπαράθεση Αποστολόπουλου - Τερζάκη διαφημίζεται από τον "Δρόμο" σαν παράδειγμα δημοκρατικής "πολυφωνίας", στην πραγματικότητα όμως είναι απλώς ένα "φόντο" στην μονοφωνία του Ρινάλντι. Ο Τερζάκης απλώς κρατάει "ίσον" στις λατινοαμερικάνικες "ριζοσπαστικές" αναζητήσεις του "Δρόμου" που εκφράστηκαν με την αναγόρευση ενός καραμπινάτου περονικού ρεφορμιστή, του Αλβάρο Γκαρσία Λινέρα -- που μάλλον φαίνεται ήδη να χρεοκοπεί -- σε Λένιν της εποχής μας.
Ο Τερζάκης τα βάζει με τον Αποστολόπουλο για τον "δηλητηριώδη εθνοπατριωτισμό" του αλλά κάνει το κορόιδο όταν ο Ρινάλντι φτύνει κατάμουτρα τον δήθεν ειρηνόφιλο "διεθνισμό" του και ξεσπάει σε μια αφάνταστη "εθνικιστική" υστερία, με αφορμή την πραγματική επιθετικότητα αλλά όχι βεβαίως της "Τουρκίας" αλλά των ηγετών της.
Ο Αποστολόπουλος από την άλλη μεριά βλέπει τα ωραία του κείμενα του και τις ρεαλιστικές του αναλύσεις να γίνονται άλλοθι για τις πολεμικές κραυγές του Ρινάλντι που έχουν σαν επιχείρημα την "επιθετικότητα της Τουρκίας". Τί κι αν οι αναλύσεις του Αποστολόπουλου επισημαίνουν τα αδιέξοδα των ιμπεριαλιστικών ορέξεων. Τι κι αν αυτός περιγράφει με ζωηρά χρώματα το μπερδεμένο κουβάρι των διεθνών σχέσεων και αντιπαραθέσεων. Ο Ρινάλντι απτόητος δεν παύει να επισημαίνει την "παντοδυναμία" της επιθετικής "Τουρκίας" ταυτίζοντας ηλιθίως μια κοινωνία 75 εκατομμυρίων με τον Ερντογάν.
Δεν είχα σκοπό να επεκταθώ στον "καραμπελισμό - παπαθεμελισμό" του Ρινάλντι. Δεν μπορώ όμως να μην επισημάνω πως στην μέση ακριβώς της "άχαρης" κόντρας μεταξύ της επίθεσης του Τερζάκη και της απάντησης του Αποστολόπουλου, ο Ρινάλντι εξαπολύει το άρθρο Μύθος ή πραγματικότητα ο τουρκικός επεκτατισμός; (Σάββατο, 08/10/2016), στο οποίο ούτε λίγο ούτε πολύ, όχι μόνο θαυμάζει την τεράστια δύναμη του καθεστώτος Ερντογάν το οποίο «έχει μια μεγάλη εσωτερική στήριξη, δεν κινδυνεύει από κάποια αντιπολίτευση, δεν νοιώθει πίεση από καμία αριστερή δύναμη κι επομένως έχει περιθώρια για κινήσεις και πρωτοβουλίες στο γεωπολιτικό πεδίο», όχι μόνο θεωρεί πως «ο μόνος πραγματικός αντίπαλος του τούρκικου επεκτατισμού είναι το εθνικό κίνημα των Κούρδων» αλλά υποδεικνύει τους, ούτε έναν ούτε δύο, αλλά οκτώ όρους πολεμικής προετοιμασίας (!!!) για την αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής.
Επιστρέφοντας στην συγκεκριμένη αντιπαράθεση, νομίζω πως πρέπει πρώτα - πρώτα να αναρωτηθούμε γιατί σε μια συζήτηση που υποτίθεται πως διεξάγεται στο πλαίσιο της Αριστεράς, το περιεχόμενο του όρου "διεθνισμός" εμφανίζεται εχθρικό στο περιεχόμενο του όρου "πατριωτισμός".
Ο Τερζάκης θα έχει σοβαρές αντιρρήσεις, αλλά η τελευταία πολιτική έκφραση επαναστατικού κινήματος που ήταν ο μπολσεβικισμός, κατέληξε στην δεκαετία του 1940 στην πολιτική των λαϊκών μετώπων που ήταν η τελευταία στην κοινωνική ιστορία, σε πολιτικό επίπεδο, συμμαχία ανάμεσα στην επαναστατική και στην συντηρητική πλευρά της κοινωνίας. Μια πολιτική συμμαχιών που ξεκίνησε από την διεθνιστική διάθεση των κομμουνιστικών κομμάτων αλλά στηριζόταν στην συντηρητική επιθυμία της εθνικής ανεξαρτησίας και στην στράτευση του συντηρητικού κόσμου στον αγώνα κατά του φασισμού. Τελικά η πολιτική των λαϊκών μετώπων ήταν μια επαναστατική πολιτική συμμαχίας μεταξύ του επαναστατικού "διεθνισμού" και του συντηρητικού "πατριωτισμού".
Η πολιτική των λαϊκών μετώπων ήταν μια πολιτική σαφέστατη και εφαρμόσιμη, που όμως, όταν έφτασε στην νίκη και στην δυνατότητα να κατακτήσει την εξουσία πλησίασε την νίκη, όταν εμφανίστηκε η δυνατότητα της εξουσίας και ακριβώς εξ αιτίας αυτής της δυνατότητας, διαστρεβλώθηκε από τον οπορτουνισμό, και κατέληξε στην Βάρκιζα με αποτέλεσμα να καρπωθεί ο φασισμός τα αποτελέσματα των αιματηρών αγώνων και να αιματοκυλήσει εκ νέου τις κοινωνίες.
Δεν ήταν επομένως η συμμαχία του διεθνισμού με τον πατριωτισμό που έβλαψε την κοινωνία αλλά το οπορτουνιστικό κατρακύλισμα της επαναστατικής ιδεολογίας στον συντηρητισμό, η παραίτηση του επαναστατικού κόμματος από τον επαναστατικό του ρόλο και τελικά ο περιορισμός του στην συντηρητική πολιτική που επέτρεψε την φασιστική απομίμηση της επαναστατικής ιδεολογίας από τον συντηρητισμό.
Αιτία του Β Παγκοσμίου Πολέμου δεν ήταν οι "γεωπολιτικές" βλέψεις των ιμπεριαλιστικών κρατών αλλά η διεκδίκηση της παγκόσμιας κυριαρχίας. Το ξαναμοίρασμα του κόσμου δεν ήταν πια δυνατό, ο κόσμος ήταν ήδη ολόκληρος και αδιαίρετος και το γεωπολιτικό παιχνίδι ήταν απλώς η τακτική στην διεκδίκησή του. Ήταν λοιπόν η κρίση του ιμπεριαλιστικού αστικού συστήματος που οδήγησε στον πόλεμο γιατί εξουσιαστικό όπως ήταν αδυνατούσε να προσαρμοστεί στην εκ των πραγμάτων επιβεβλημένη παγκοσμιότητα.
Είναι συζητήσιμο ακόμα και αν μπορούμε να μιλάμε για αποτυχία της επαναστατικής πολιτικής στην δεκαετία του 1940, και πάντως ακόμα κι αν θεωρούμε πως υπάρχει αποτυχία αυτή δεν σημαίνει πως ακυρώθηκε και σταμάτησε η επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας. Αντίθετα η αλλαγή προχώρησε ακόμα πιο γοργά, αφού δεν εμποδίζονταν από την αδυναμία της κοινωνίας να αντιληφθεί την ιστορική αναγκαιότητα και να προσαρμοστεί σ αυτήν με όλη την επικινδυνότητα που (όπως βλέπουμε σήμερα) συνεπάγεται ένα τέτοιο (τυφλό) προχώρημα. Απ την άλλη, το κλειδί για την κατανόηση της πολιτικής κατάστασης και της ιστορικής κίνησης, και της σημερινής και της παρελθούσας είναι η διαλεκτική σχέση συντηρητισμού και επαναστατικότητας τόσο στο κοινωνικό άτομο όσο και στο κοινωνικό σώμα που σχηματίζουν τα άτομα.
Διαλεκτική σχέση σημαίνει σχέση πραγματικής ενότητας και πραγματικής αντίθεσης, και μέχρι την σύγκρουση της δεκαετίας του 1940, η ενότητα διασφαλιζόταν από την έννοια του έθνους ενώ η αντίθεση εκφραζόταν με την συνείδηση της ταξικής διαίρεσης. Η σημερινή επαναστατική πολιτική δεν μπορεί να είναι επανάληψη της πολιτικής των λαϊκών μετώπων γιατί έχουν τροποποιηθεί οι υλικές συνθήκες και γιατί και οι υποκειμενικές συνθήκες -- παρότι υπολείπονται των υλικών συνθηκών -- έχουν επίσης τροποποιηθεί από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, οπότε άρχισε να συντελείται, έντονα όπως στην Κίνα και άδηλα όπως στις περισσότερες χώρες της δύσης, η μεγάλη πολιτιστική επαναστατική αλλαγή, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ξαναμπαίνει λοιπόν επί τάπητος το ζήτημα του κοινωνικού συστήματος όπως μπήκε και στην σύγκρουση της δεκαετίας του 1940. Το ερώτημα όμως τώρα δεν είναι αν το πολιτικό σύστημα θα είναι μια δικτατορία της αστικής τάξης ή μια δικτατορία του προλεταριάτου ή του λαού αλλά αν η πολιτική λειτουργία θα απαλλαγεί από το εξουσιαστικό σύστημα.
1) Στην δεκαετία του 1940 αποδείχτηκε πως οι έννοιες δεν κατασκευάζονται στα μυαλά των διανοουμένων αλλά αναδύονται όλες -- ορθές και λαθεμένες -- μέσα από την αέναη σκέψη και πράξη των ανθρώπων της κοινωνίας, καθώς αυτοί, όπως λέει ο Μαρξ, έρχονται σε, ανεξάρτητες από την θέλησή τους, σχέσεις μεταξύ τους.
2) Είχαν επομένως πραγματική υπόσταση σαν θεωρητικοί όροι, τόσο ο πατριωτισμός όσο και ο διεθνισμός, όσο αυτοί περιέγραφαν μια συγκεκριμένη κοινωνική πρακτική και θεωρητικοποιούσαν τις πραγματικές σκέψεις των ανθρώπων που εμπλέκονταν σ αυτή την πρακτική, αλλά και όσο αυτή η πρακτική διατηρούσε τον διαλεκτικό της χαρακτήρα.
3) Η περιγραφή και η θεωρητικοποίηση της κοινωνικής πρακτικής, είτε η τελευταία ήταν σε μια συντηρητική κατεύθυνση, είτε σε μια επαναστατική κατεύθυνση, δεν θα μπορούσε παρά να είναι μια ακόμα δραστηριότητα της κοινωνίας που ήταν πραγματική όσο ως δραστηριότητα εκφραζόταν σε μια διαλεκτική σχέση ενότητας και αντίθεσης μεταξύ συντηρητισμού και επαναστατικότητας.
Από την άλλη μεριά, μέχρι την Β Παγκόσμια Σύγκρουση τόσο ο πατριωτισμός όσο και ο διεθνισμός είχαν νόημα μέσα σε κοινωνίες που αναπτύσσονταν τεχνολογικά και έτειναν να συνδέονται μεταξύ τους σε παγκόσμια έκταση. Τόσο η ανάπτυξή της κάθε κοινωνίας όσο και η σύνδεσή της με τις άλλες κοινωνίες γινόταν μέσα από την αποικιοκρατία αρχικά και τον ιμπεριαλισμό αργότερα. Σ αυτές τις συνθήκες η αναγκαιότητα της συνένωσης εκφραζόταν από τον διεθνισμό της εργατικής τάξης και τον κοσμοπολιτισμό της αστικής τάξης ενώ η αναγκαιότητα της αυτοτέλειας και της εσωτερικής ενότητας της κοινωνίας εκφραζόταν από τον πατριωτισμό των ανθρώπων της κοινωνικής βάσης και τον εθνικισμό των ανθρώπων των εξουσιαστικών επιτελείων.
Αυτό που δημιουργεί την σύγχυση, την οποία εκμεταλλεύονται τόσο οι απολογητές του φασισμού όσο και αυτοί του οπορτουνισμού είναι το γεγονός ότι για πολλούς λόγους οι άνθρωποι δεν θέλουν να καταλάβουν πως μετά το τέλος της δεκαετίας του 1940, η ανάπτυξη της τεχνολογίας έχει σταδιακά ξεπεράσει την στενότητα της υλικής βάσης που επέβαλλε τον αυστηρό έλεγχο της διανομής των αγαθών και δικαιολογούσε την ταξική διάκριση μεταξύ εργάτη και εργοδότη, και δικαιολογούσε επίσης την ηγεμονία του έθνους, ή κάποιας άλλης συνδετικής έννοιας -- αντί του έθνους -- στο όνομα της οποίας συγκροτούνταν η εξουσία.
Τελικά, τόσο ο πατριωτισμός όσο και ο διεθνισμός είχαν νόημα όχι μόνο σαν έννοιες ενότητας αλλά και σαν έννοιες αντιπαράθεσης σε κάποιον εχθρό. Ο προλεταριακός διεθνισμός στρεφόταν ενάντια στον ιμπεριαλιστικό επεκτατισμό και ο εθνικός πατριωτισμός στρεφόταν ενάντια στην επιβουλή μιας αλλοεθνούς εξουσίας. Με άλλα λόγια η έννοια του έθνους είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την έννοια της εξουσίας και άρα σήμερα η έννοια "έθνος" δεν έχει νόημα επειδή δεν έχει νόημα η έννοια "εξουσία".
Το γεγονός όμως πως αυτό που ονομάζουν εθνικισμό δεν έχει νόημα δεν σημαίνει πως έχασε το νόημά της και ή έννοια του πατριωτισμού. Και επίσης το γεγονός πως οι κοινωνίες δεν διακρίνονται μεταξύ τους σαν έθνη δεν σημαίνει πως οι άνθρωποι μιας κοινωνίας δεν μπορούν να συνδεθούν με τους ανθρώπους μιας άλλης κοινωνίας. Πολύ απλά θα χρειαστεί να βρεθούν άλλα ονόματα γι αυτά που κάποτε ονομάζονταν "πατριωτισμός" και "διεθνισμός" και είναι βέβαιο πως αυτά τα ονόματα θα βρεθούν στην πορεία των κοινωνιών προς το κοινό τους μέλλον.
Προς το παρόν μπορούμε να συμμαχήσουμε με έναν πατριωτισμό που ψάχνει να βρει το καινούριο του όνομα στα γραφτά του Αποστολόπουλου ενάντια σε έναν τροτσκιστικό διεθνισμό που ψάχνει στα γραφτά του Τερζάκη για να βρει μια θέση "εισοδισμού" στην εξουσία.