Είναι αρκετός καιρός πια, που έχουν βγει στο πολιτικό προσκήνιο τα τρία μεγάλα ζητήματα της κοινωνικής ζωής, στην σημερινή τους εκδοχή. Ζητήματα κεντρικά που αντιστοιχούν στα τρία στάδια της ζωής του κοινωνικού ατόμου: την νεότητα, ωριμότητα, και γερατειά και έχουν ήδη τεθεί. Το πρώτο, με την προσπάθεια για τη μεταρρύθμιση της ανώτατης παιδείας. Το δεύτερο, με την προσπάθεια για την δημιουργία μιας τάξης στον τομέα της εργασίας και των εισοδημάτων. Το τρίτο, με την προσπάθεια αναμόρφωσης του ασφαλιστικού συστήματος. Τα μεγάλα αυτά ζητήματα υποβιβάζονται από όλες τις πολιτικές δυνάμεις στις γνωστές αντιπαρατιθέμενες λογικές του "νεοφιλελεύθερου μονόδρομου" και της "αντίστασης στον μονόδρομο". Λογικές που ουσιαστικά στηρίζουν η μια την άλλη. Ακριβώς εδώ βρίσκεται η διπλή, αμφίπλευρη, αθλιότητα της σύγχρονης πολιτικής και επιστημονικής σκέψης.
Την αθλιότητα την εννοώ όπως, όπως την εννοούσε, κατά την γνώμη μου, ο Μαρξ όταν έλεγε για το βιβλίο του Προυντόν, πως δεν είναι φιλοσοφία της φτώχειας ( philosophy of poverty ) αλλά αθλιότητα της φιλοσοφίας ( poverty of philosophy ). Η σημερινή αθλιότητα δεν διαπράττεται στο επίπεδο της φιλοσοφικής σκέψης αλλά στο επίπεδο της συγχωνευμένης πολιτικοακαδημαϊκής σκέψης. Αυτή στο όνομα της υπεράσπισης της κοινωνίας, κλείνει μάτια και αυτιά στα κοινωνικά δεδομένα. Δεν προσπαθεί υπερασπιστεί την κοινωνία προσπαθεί να εμποδίσει τον δρόμο της. Έναν δρόμο που διαγράφεται καθαρά από την κοινωνική καθημερινότητα, αλλά ακόμα πιο καθαρά από την καθημερινή υποκρισία αυτών που διαμορφώνουν την πολιτική και ακαδημαϊκή πρακτική.
Ασφαλώς πολλοί από τους παραγωγούς του πολιτικού και ακαδημαϊκού λόγου έχουν ελαφρυντικά. Δεν συμμετέχουν στην παραγωγή του μέχρι αθλιότητας φτωχού εξουσιαστικού λόγου για να κάνουν το χόμπι τους αλλά επειδή πρέπει να κάνουν ένα επάγγελμα. Τα δε μέλη της βάσης της πολιτικής και ακαδημαϊκής ζωής, δηλαδή το πλήθος αυτών που επανδρώνουν τα κομματικά και τα πανεπιστημιακά συγκροτήματα, αυτοί -- σε μια τέτοια εποχή τεράστιας κοινωνικής αλλαγής όπως η σημερινή -- θα μπορούσαν να αναφωνήσουν, ως άλλοι Οιδίποδες επί Κολωνώ: "την αθλιότητά μου δεν την διαπράττω, την παθαίνω". Η επιείκεια της κοινωνικής σκέψης μπορεί και πρέπει να συγχωρεί την αθλιότητα, ακόμα και την αλαζονεία στην διάπραξή της, αλλά δεν μπορεί να ευγνώμων για την συμβολή της στην ανάπτυξη της κοινωνικής πολιτικής και της κοινωνικής επιστήμης. Πρέπει επιτέλους, η κοινωνική σκέψη, να ονομάσει την αθλιότητα με το όνομά της: αναπόφευκτη, αθέλητη έστω, αλλά πάντως αθλιότητα. Γιατί η συνειδητή αποσιώπηση των κοινωνικών δεδομένων, από μια δήθεν κοινωνική επιστήμη και μια δήθεν κοινωνική πολιτική δεν είναι τίποτα λιγότερο από αθλιότητα.
Με δεδομένη την παντελή έλλειψη ρητής κοινωνικής θεωρίας, η αποσιώπηση των πραγματικών κοινωνικών δεδομένων, και μάλιστα στο όνομα του πραγματισμού, έχει μεν μια συναγόμενη, από την πράξη, θεωρητική βάση, αλλά δεν έχει καμιά θεωρητική αξία· είναι έμπρακτη. Οι δυό πλευρές της σημερινής πολιτικής, η μονοσήμαντη κυβερνητική και η ποικιλόχρωμη αντιπολιτευτική, αντιμετωπίζουν τα τρία θεμελιώδη προβλήματα σαν μια υπόθεση αγοραίας συναλλαγής ανάμεσα στο εξουσιαστικό σύστημα και στο κοινωνικό σύστημα. Αλλά σε όλη την ιστορία του πολιτισμού, το εξουσιαστικό σύστημα δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια κυμαινόμενη διαμεσολάβηση ανάμεσα στην πλευρά της κοινωνίας που παράγει και στην πλευρά της κοινωνίας που καταναλώνει. Σήμερα με την κοινωνικοποίηση της παραγωγής και την συγχώνευση της χειρονακτικής και πνευματικής εργασίας, αυτές οι δύο πλευρές τείνουν να ταυτιστούν και επομένως η ανάγκη της διαμεσολάβησης παρέλκει.
Εν τούτοις, σήμερα περισσότερο παρά ποτέ, η διαμεσολάβηση του εξουσιαστικού συστήματος, που υλοποιείται από την αγορά, ανάγεται σε ανώτατο ρυθμιστή των κοινωνικών πραγμάτων. Μέσα από την λογική μιας διευρυμένης αλλά και διχασμένης ταυτόχρονα γραφειοκρατίας, η αγορά έχει αναχθεί, με κοινή συναίνεση, σε ένα είδος μεταφυσικής ανώτατης δύναμης που αναγνωρίζεται, ανάλογα με τις διακυμάνσεις του εξουσιαστικού συστήματος, πότε με την μορφή του θεού και τη μορφή σατανά. Τόσο από την κυβερνητική πλευρά του εξουσιαστικού συστήματος όσο και από την πλευρά της αντιπολίτευσης, η αγορά, αναγνωρίζεται σε μια από τις δύο εκδοχές της ή και στις δύο μαζί, ανάλογα με την θέση τους στον αγώνα για την διεκδίκηση των εξουσιαστικών θέσεων.
Υπάρχει τελικά σήμερα μια διαδικασία επιστροφής στην αναγωγή του εξουσιαστικού συστήματος σε ένα αφηρημένο και μεταφυσικό σύμβολο που όπως ακριβώς το σύμβολο του θεού δεν έχει καμιά συμμετοχή στην πραγματική κοινωνική λειτουργία. Αποτελεί απλά το συμβολικό έδαφος για την ανάπτυξη ενός πολιτικού λόγου τον οποίο εκφωνούν οι λειτουργοί του δίκην ευαγγελίου. Όσο αυτός ο αγοραίος πολιτικός λόγος καταφέρνει να παρατείνει την ύπαρξή του στήνοντας απέναντί του έναν επίσης αγοραίο, και επομένως ψευδή, αντίλογο στο πλαίσιο της διπλής αθλιότητας για την οποία μιλάω εδώ, υπάρχει ακόμα μπροστά στην κοινωνία το ενδεχόμενο μιας καταστροφής. Ακριβώς όμως επειδή αυτή η επιστροφή σε μια τόσο εξαθλιωμένη θεότητα όπως η αγορά, σημαίνει την πλήρη αποκοπή του εξουσιαστικού συστήματος από το κοινωνικό σύστημα, διευκολύνεται επίσης και η πλήρης απελευθέρωση της κοινωνίας από την αχρηστία του. Με άλλα λόγια η τεράστια, από πολιτική άποψη, αθλιότητα του αυτοκρατορικού πολιτικού και ακαδημαϊκού συστήματος αποτελεί από ιστορική άποψη μια μεγαλειώδη ιστορική εξέλιξη.