Το κείμενο που ακολουθεί, γράφεται σαν μια κριτική παρέμβαση στις συζητήσεις της Κινηματογραφικής Λέσχης της ΕΡΤ3 και του Κέντρου Ερευνών και Μελετών για το Σινεμά που λειτουργεί στην Θεσσαλονίκη. Γενικά μπορεί να θεωρηθεί σαν έκφραση της αγωνίας του γράφοντος για την αδυναμία των ανθρώπων της κοινωνικής βάσης να συζητήσουμε αποτελεσματικά τα προβλήματα που συσσωρεύονται, αγνοώντας την τεράστια επαναστατική αλλαγή που συμβαίνει στις μέρες μας. Μπορεί τέλος το ίδιο κείμενο να θεωρηθεί σαν μια προσπάθεια υπογράμμισης της ιδιαίτερης σημασία της που έχει η συζήτηση στον πολιτιστικό τομέα που είναι η έβδομη τέχνη και επομένως σαν θερμή διαφήμιση της λέσχης.
* * *
Το ερώτημα στο οποίο θα ήθελα να δώσω μια απάντηση είναι το εξής: μπορεί μια συζήτηση, σε μια κινηματογραφική λέσχη, πάνω σε μια ταινία, να έχει την σημασία της σχετικά με την έκβαση της (κατά την γνώμη μου) απειλούμενης Τρίτης Παγκόσμιας (πολεμικής) Σύγκρουσης που θα είναι η ολοσχερής καταστροφή της ανθρωπότητας ή αντίθετα η οριστική απελευθέρωση του ανθρώπου από την κατάρα του πολέμου;
Η απάντησή μου είναι πως, γενικά μιλώντας, όχι μόνο το μέλλον της κοινωνίας των ανθρώπων εξαρτάται από δυνατότητά τους να συζητούν και από τον τρόπο που συζητούν αλλά στην ιστορική φάση που βρισκόμαστε σήμερα, δεν εξαρτάται από τίποτα άλλο.
Και επειδή η καθαρά πολιτική συζήτηση έχει δολοφονηθεί εν ψυχρώ από τους ηλίθιους που παριστάνουν τους επιτελείς της (πολιτικής και ακαδημαϊκής) λεγόμενης Αριστεράς, το πολύτιμο εργαλείο της συζήτησης, μόνο στο πεδίο του πολιτισμού μπορεί να βρει καταφύγιο και μόνο εκεί μπορεί να γεννηθεί η Αριστερά που περιμένει η κοινωνία.
Πράγμα που άλλωστε είναι φυσικό αφού η κρίση που περνάει ολόκληρη η ανθρωπότητα δεν είναι ούτε οικονομική, ούτε πολιτική αλλά βαθύτατα πολιτιστική.
Και επειδή οι επαναστατικές αλλαγές στο πραγματικό κοινωνικό σύστημα, δεν περιμένουν τους επαναστάτες για να πραγματοποιηθούν, οι αλλαγές οι οποίες με ραγδαίο ρυθμό επισπεύδονται από την κρίση είναι επαναστατικές στην ουσία τους και αντεπαναστατικές στην μορφή τους. Βρίσκονται δηλαδή σε μια αντίφαση που αν δεν λυθεί, το μέλλον της κοινωνίας προοιωνίζεται από ζοφερό έως και μηδενικό.
* * *
Παίρνω λοιπόν σαν παράδειγμα την συζήτηση που ακολούθησε την προβολή της «Ρεβέκκας» του Χίτσκοκ. Μια ταινία γυρισμένη το 1940 που δηλώνει στους τίτλους της πως είναι «απόδοση στην οθόνη» (picturization) του ομώνυμου έργου της Δάφνης Ντι Μωριέ που εκδόθηκε δύο χρόνια νωρίτερα: το 1938.
Η ταινία, πολύ βάσιμα, θεωρείται το αριστούργημα του Χίτσκοκ και παρότι δεν έχει καμία πολιτική αναφορά, πολύ δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί άμοιρη του κοινωνικοπολιτικού προβληματισμού και της τεράστιας πολιτικής σύγχυσης στα τελευταία προπολεμικά χρόνια, όπως δείχνουν η σύγκρουση μεταξύ αναρχικών και μπολσεβίκων στον ισπανικό εμφύλιο και η δυστοκία της αντιφασιστικής συμμαχίας ενάντια στην φασιστική απειλή που σκοτείνιαζε την Ευρώπη.
Δεν έχω διαβάσει το μυθιστόρημα της Ντι Μωριέ, αλλά μπορώ να πω με βεβαιότητα πως ο Χίτσκοκ, σαν σκηνοθέτης (είτε σύμφωνα με τον μύθο που μεταφέρει στην οθόνη είτε διασκευάζοντάς τον) καταφεύγει, προκειμένου να ξεκολλήσει από την σύγχυση των ημερών του, στις ρίζες της κοινωνίας των ανθρώπων.
Και εντελώς αντίθετα από ό,τι θα ήταν λογικό για την πατριαρχική κοινωνία (η οποία παρέπαιε ήδη στην διάρκεια του μεσοπολέμου, αλλά στεκόταν ακόμα στα πόδια της, στις μέρες του βιβλίου και της ταινίας) παρουσιάζει την πάλη ανάμεσα στο απόλυτο κακό και στο απόλυτο καλό, όχι στην αρσενική αλλά στην θηλυκή εκδοχή των αντιμαχόμενων προσώπων.
Το απόλυτο γυναικείο κακό υπάρχει και δρα ακόμα και μετά τον θάνατο της Ρεβέκκας, η οποία όχι μόνο εκπροσωπεί το κακό πεθαμένη αλλά χρησιμοποιεί τον ίδιο τον θάνατό της σαν εργαλείο για εκφράσει το μίσος της ενάντια στον άνδρα οποίος, παρά την κοινωνική του ισχύ, εμφανίζεται άκακος.
Και από την άλλη, το απόλυτο γυναικείο καλό δεν έχει καν όνομα (ο θεατής δεν μαθαίνει ποτέ το όνομα της νεαρής δεύτερης συζύγου) και τελεί εν αγνοία ακόμα και της ύπαρξης του απόλυτου κακού που εκπροσωπείται από την νεκρή πρώτη σύζυγο.
Με άλλα λόγια, στην ταινία, το γυναικείο καλό μάχεται, χωρίς ούτε καν να έχει συνείδηση της δύναμής του, και θριαμβεύει ενάντια στο γυναικείο κακό που εξαναγκάζεται να αυτοπυρποληθεί, και η διαμάχη, αν και έχει σαν αντικείμενο τον άνδρα και την ευτυχία του, εκτυλίσσεται ουσιαστικά ερήμην του, στο πεδίο του έρωτα και της αγάπης που μοιάζει να είναι υπόθεση του γυναικείου φύλου και μόνο.
* * *
Σε μια «κανονική» συζήτηση για την «Ρεβέκκα», η άποψή μου θα ήταν πως, αν απαλλάξουμε το story της από τις προκαταλήψεις και την σύγχυση της εποχής της, θα δούμε να προβάλει μπροστά μας μια απελευθερωτική συμβολική απάντηση στον πολιτικό προβληματισμό των προεόρτιων του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου.
Συνοπτικά η απάντηση είναι πως η πάλη ανάμεσα στο κακό και στο καλό που σε διάφορες εκδοχές χαρακτήριζε την κοινωνία σε ολόκληρη την περίοδο του μεσοπολέμου δεν θα κρινόταν στα πεδία των μαχών αλλά στο πεδίο των πρωτογενών κοινωνικών σχέσεων που έχουν σαν κέντρο την γυναίκα.
Θα πρόσθετα πως βεβαίως στην ταινία η απάντηση διατυπώνεται διαισθητικά και μόνο, με την προσφυγή των δημιουργών στην μυθοποιημένη προϊστορία, καθώς η απάντηση αυτή δεν ήταν δυνατόν να δοθεί με την πολιτική λογική εκείνης της εποχής.
Ούτε η Δάφνη Ντι Μωριέ ούτε ο Χίτσκοκ, μπορούσαν να διατυπώσουν συνειδητά και ρητά μια τέτοια απάντηση και αν το επιχειρούσαν η μεν κοινωνία δεν θα κέρδιζε τίποτα η δε τέχνη θα έχανε την μαγεία της και θα μεταβαλλόταν σε μια ανιαρή δασκαλίστικη φλυαρία.
Σε μια τέτοια «κανονική» συζήτηση θα έλεγα συμπερασματικά πως στην δική μας εποχή το πρόβλημα της πάλης μεταξύ καλού και κακού επανέρχεται δριμύτερο και στα προεόρτια μιας Τρίτης Παγκόσμιας Σύγκρουσης και το πολιτικό σύστημα, δεν είναι απλώς ανίκανο να δώσει την οποιαδήποτε απάντηση αλλά ακόμα χειρότερα για τους «λειτουργούς» του συστήματος -- και καλύτερα για την κοινωνία -- είναι κυριολεκτικά ανύπαρκτο.
Η ανυπαρξία του πολιτικού συστήματος είναι ευεργετική για την κοινωνία, γιατί εν όψει της Τρίτης Παγκόσμιας Σύγκρουσης, αντίθετα από ό,τι πριν από την προηγούμενη Δεύτερη, της δεκαετίας του 1940, η κοινωνία και ικανή είναι να κατανοήσει το πρόβλημα, και από την σύγχυση που προκαλεί η έλλειψη πολιτικής σκέψης να ξεφύγει και να το λύσει και επιτέλους τίποτα άλλο δεν μπορεί να γίνει, με μόνο άγνωστο το κόστος αυτής της εξέλιξης.
* * *
Αν αυτή την άποψη την εκφράσει κανείς σε κάποια από τις στημένες ηλίθιες συζητήσεις που οργανώνονται από τα επιτελεία της λεγόμενης Αριστεράς, είναι βέβαιο και απολύτως λογικό πως θα αντιμετωπιζόταν με σαρκασμό, καγχασμούς και περιφρόνηση.
Στην συζήτηση ανάμεσα στα μέλη της Κινηματογραφικής Λέσχης της ΕΡΤ3, η άποψη αυτή απλώς δεν ακούστηκε και δεν θα μπορούσε να ακουστεί και πολύ λιγότερο θα μπορούσε να μεταφερθεί στο τεχνικό, ιστορικό και καλλιτεχνικό πλαίσιο του σινεμά.
Τέτοιος προσανατολισμός είναι απολύτως φυσικό να μην υπάρχει στην λέσχη, και είναι επίσης φυσικό πως τα μέλη της λέσχης δεν είναι έτοιμα να συμμετάσχουν σε μια τέτοια συζήτηση. Είναι αντίθετα απολύτως φυσικό πως η συζήτηση εξαντλήθηκε σε μια παράθεση πληροφοριών για το σινεμά.
Δεν είναι όμως καθόλου τυχαίο πως παρά τον καταιγισμό πληροφοριών επί παντός του κινηματογραφικώς επιστητού και παρά το ως συνήθως χαώδες της συζήτησης ακούστηκαν δυο απόψεις απολύτως σχετικές και περίπου αντίθετες με την άποψη που εκφράστηκε παραπάνω.
Η πρώτη άποψη ήταν πως σ αυτήν την ταινία η γυναίκα "ακυρώνεται", επειδή (υποθέτω) η νεαρή σύζυγος παρουσιάζεται αφελής και ανύποπτη της κακίας που κρυβόταν πίσω από την εκθαμβωτική ομορφιά και την επιβλητικότητα της Ρεβέκκας.
Η δεύτερη άποψη πρόκυψε εμμέσως από την κατάταξη από τον Αλέξη Δερμεντζόγλου της ταινίας σε μια κατηγορία του «μεταμοντέρνου νουάρ», από την οποία μπορεί κανείς να συμπεράνει πως θεωρείται ότι το έργο διαπνέεται από την λογική του μεταμοντερνισμού.
* * *
Δεν μπορώ βεβαίως να συμφωνήσω με καμιά από αυτές τις δύο απόψεις. Τις αναφέρω όμως επειδή απαντούν στα ίδια ερωτήματα: Στην αναδρομή σε αρχέγονους τύπους σχέσεων που υπάρχει στην ταινία και κάθε άλλο παρά μεταμοντερνισμός είναι και στην πάλη μεταξύ καλού και κακού που όμως κατά την γνώμη μου κάθε άλλο παρά το καλό είναι σ αυτήν την πάλη ακυρωμένο..
Και κάνω αυτή την αναφορά, για να υποστηρίξω πως ακόμα και στις πιο χαοτικές πολιτιστικές συζητήσεις η ουσία των πολιτιστικών ζητημάτων που συζητιόνται θα αναδυθεί, είτε μέσα από τις απόψεις που προσπαθούν να την αναδείξουν, είτε μέσα από τις απόψεις που προσπαθούν να την θάψουν.
Σε κάθε περίπτωση η ουσία παραμένει υπαρκτή, είτε κάποιος την έχει ως άποψη και την εκφράζει, είτε περνάει απαρατήρητη και μια και δυο και πολλές φορές. Το κυριότερο όμως είναι πως μια κινηματογραφική λέσχη και όποιος άλλος τόπος συζητήσεων πολιτιστικού περιεχομένου, παραμένει χώρος προνομιακός για τέτοιου είδους συζητήσεις.
Κι αυτό γιατί στην καθαρά πολιτική συζήτηση οι ιδέες είναι φυσικό να συγκρούονται με στόχο την επικράτηση και επομένως είναι εύκολο να εκτρέπονται στην αλληλοεξόντωση, ενώ αντίθετα σε μια πολιτιστικού περιεχομένου συζήτηση το φυσικό είναι οι ιδέες να συγκρούονται μεν αλλά όχι για να επικρατήσουν αλλά για να αλληλοδιεισδύσουν και να συγχωνευθούν μεταξύ τους.
Αυτό που υποστηρίζω με άλλα λόγια, είναι πως ακόμα και αν -- όπως συμβαίνει συνήθως -- υπάρχει η πρόθεση της επικράτησης, αυτό που θα συμβεί στο τέλος, είτε εύκολα είτε δύσκολα, είναι η συγχώνευση.
* * *
Θα μπορούσε αυτό το κείμενο να τελειώσει εδώ, γιατί είμαι σε θέση να κατανοώ πως η ιδέα που υποβάλει είναι παντελώς αδύνατο να γίνει αποδεκτή γιατί ο τρόπος που συζητάμε τόσο στο αμιγώς πολιτικό πεδίο όσο και στο πεδίο του πολιτισμού είναι ένα ζήτημα ναρκισσισμού πολύπλοκο και ακανθώδες.
Η άποψη της "σιδηράς" κυρίας Θάτσερ πως δεν υπάρχει κοινωνία αλλά μόνο άτομα βεβαίως έχει την βασιμότητά της και τα άτομα είτε τρομοκρατημένα από το πρώτο μέρος είτε παρακινημένα από το δεύτερο μέρος άποψης, έχουν καταλήξει στην εθελούσια υπερδιόγκωση του ναρκισσισμού τους.
Θεωρώ επομένως πως οι σημερινοί άνθρωποι είναι αδύνατο να ακούσουν οτιδήποτε αντιβαίνει στην αγωνία τους να επικρατήσουν ως άτομα ακόμα και λέγοντας κοινότυπες βλακείες για τον «καπιταλισμό» και το «χρήμα», βλακείες που ουσιαστικά κυκλοφορούν σε όλες τις πνευματικές στάθμες και ομηγύρεις, με επιστημονικό ή μεταφυσικό ένδυμα.
Σε κάθε περίπτωση η συζήτηση είναι σαν να βάζει κανείς στο google μια λέξη και να θεωρεί συζήτηση τις απαντήσεις που θα πάρει και με άλλα λόγια, σε όλα τα επίπεδα και σε όλους τους χώρους η συζήτηση είναι μια παράθεση μονολόγων, και προφανώς μια συζήτηση μονολόγων δεν είναι συζήτηση.
Κι από την άλλη, επειδή οι μονόλογοι της συζήτησης είναι στερεότυπα προσηλωμένοι στην καταγγελία του "καπιταλισμού" και στην απέχθεια για το "χρήμα", τόσο που η καταγγελία καταντάει ύμνος και η απέχθεια καταντάει λατρεία, και η συζήτηση μεταβάλλεται σε έναν αυτιστικό μονόλογο.
Βεβαίως ένας πολιτιστικός όμιλος, όπως είναι μια κινηματογραφική λέσχη, συγκροτείται με βάση την αναγκαιότητα της ειρηνικής συνύπαρξης ή καλύτερα της ειρηνικής σύγκρουσης των ιδεών, τίποτα δεν αποκλείει, πάνω σ αυτή την αναγκαιότητα να πατήσει ένας συγκαλυμμένος και «στοργικός ανταγωνισμός», πιο σφοδρός και πιο καταστροφικός από όσο σε έναν όμιλο πολεμικών τεχνών ή σε μια χαρτοπαικτική λέσχη.
Και τότε ο πολιτιστικός όμιλος θα διαλυθεί, όχι τόσο για λόγους υποκειμενικούς, επειδή θα βαρεθούν και θα φύγουν δυο τρεις άνθρωποι, όσο για λόγους ουσίας, επειδή σαν τόπος «εκπαίδευσης» για «αδαείς», σε μια εποχή που κανείς δεν ξέρει τί θα του ξημερώσει, δεν έχει κανέναν μα κανέναν λόγο ύπαρξης.
Ο μόνος τρόπος να αποφευχθεί η διάλυση είναι να καλλιεργηθεί η πραγματική συζήτηση, αφενός μεν προετοιμάζοντας τις υλικές συνθήκες διεξαγωγής της, και αφετέρου τηρώντας τους υποκειμενικούς όρους που κάνουν την συζήτηση πραγματική συζήτηση.