Φιλοσοφία | ΣΕΛΙΔΕΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ | hits: 2023
Ο πόλεμος των σκανδάλων και το πολιτικό του περιεχόμενο.
άρθρο του Κωστή Παπαϊωάννου
Κυρ, 4 Δεκ 2005

Ο πόλεμος των αποκαλύψεων, που έχει ανάψει στο τηλεοπτικό κοινοβούλιο, σταδιακά θα κλιμακώνεται. Η ουσία όμως αυτού του πολέμου είναι πολύ διαφορετική από την επιφάνειά του. Υπάρχει πράγματι μια παρασκηνιακή κατάσταση που μπορεί να δώσει υλικό σε ατέλειωτες αποκαλύψεις. Η αστική ηθική και γενικότερα η αστική πολιτιστική αντίληψη, που στηρίζεται στην έννοια της "ευγενικής άμιλλας", έχει φτάσει πράγματι προ πολλού τα όριά της. Αυτό όμως δεν σημαίνει καθόλου ότι μπορεί η πολιτική ζωή να περιστρέφεται γύρω από τον πόλεμο "αποκαλύψεων" για τους προσωπικούς ρόλους που παίζει ο καθένας στην οικονομική και πολιτική ζωή, πολύ περισσότερο στην ζωή γενικά. Και μάλιστα υπό την προτροπή και την καθοδήγηση αυτών που και οι ίδιοι έχουν ρόλους στον ίδιο πόλεμο. Θα ήταν, με άλλα λόγια καταστροφικό, να χωριστεί η ελληνική κοινωνία σε παρατάξεις με βάση την προτίμηση του κάθε πολίτη σε ένα από τα αντιμαχόμενα συγκροτήματα επιχειρήσεων. Όσο παλιομοδίτικο κι αν φαίνεται, το μόνο που μπορεί να ενδιαφέρει, μια υγιή πολιτική αντίληψη, είναι η τοποθέτηση αυτού του πολέμου μέσα στο σημερινό πολιτικό πλαίσιο και η σημασία του στην διαμόρφωση της πολιτικής προοπτικής της ελληνικής κοινωνίας.

Απ' αυτή την άποψη, έχει σημασία ότι ειπώθηκε επιτέλους ανοιχτά, έστω και όψιμα, έστω και από κάποιους παίρνουν μέρος σ' αυτό τον πόλεμο, με τα ίδια ακριβώς όπλα όπως και οι "άλλοι", ότι η υποκατάσταση του θεσμικού μηχανισμού από όποιον έχει τη δυνατότητα να τον υποκαταστήσει και μάλιστα να τον υποκαταστήσει εν ονόματι των θεσμών, είναι η ουσία του φασισμού. Αλλά η αναφορά στον φασιστικό χαρακτήρα αυτών των πρακτικών και το άνοιγμα μιας τέτοιας συζήτησης, δεν σημαίνει καθόλου ότι είναι εύκολο να διαμορφωθεί μια πολιτική αντίθετης αυτήν. Αντίθετα το παρελθόν μας διδάσκει ότι η αντιμετώπιση του φασισμού υπήρξε σχεδόν εξίσου αμαρτωλή όσο και ο ίδιος ο φασισμός. Γιατί οι πολέμιοι του φασισμού θέλησαν να παραβλέψουν το γεγονότος ότι ο φασισμός είναι μια "νόμιμη", εκδοχή της αστικής εξουσίας. Ότι δηλαδή είναι όψιμο τέκνο της αστικής πολιτικής οργάνωσης της κοινωνίας.

Η ιστορία

Ο χιτλερικός και ναζιστικός φασισμός αντιμετωπίστηκε από τις δυτικές πολιτικές δυνάμεις -- οι οποίες, σημειωτέον, δεν θα κατάφερναν να τον νικήσουν χωρίς τη συμμαχία με τη σοβιετική ένωση και χωρίς την κινητοποίηση της αριστεράς στις χώρες που κατέκτησε -- με έναν τρόπο που από τη μια μεριά τον υποβάθμιζε και την άλλη μεριά τον χρησιμοποιούσε. Δεν είναι μόνο ότι πριν αρχίσει η σύγκρουση, αυτοί ήσαν εντελώς απρόθυμοι να τον αντιμετωπίσουν. Δεν είναι ότι στη διάρκεια της σύγκρουσης μια συνεργασία -- όχι πάντα διακριτική -- μ' αυτόν ποτέ δεν έλειψε. Δεν είναι ότι αυτές οι δυνάμεις αποδείχτηκαν πριν και μετά τον πόλεμο περισσότερο φασιστικές από τον, απλώς πατενταρισμένο, φασισμό των Χίτλερ και Μουσολίνι. Είναι κυρίως το γεγονός ότι προβλήθηκαν τα εντυπωσιακά στοιχεία του φασισμού, οι γκριμάτσες των πρωταγωνιστών του, οι μεγάλες συγκεντρώσεις και παρελάσεις, και οι θηριωδίες τους κυρίως εναντίον των Εβραίων. Από την άλλη μεριά αποκρύφτηκε εντελώς το πολιτικό πλαίσιο του φασισμού, η πραγματική σχέση του με τις κοινωνίες στις οποίες εκτράφηκε, και ιδίως την γερμανική, και τέλος αποκρύφτηκαν οι δυνατότητες και οι ποιότητες των καθεστώτων που δημιουργήθηκαν από την φασιστική πολιτική. Μ' αυτό τον τρόπο, οι αστοί αντίπαλοι του φασισμού, κατάφεραν να κοινωνικοποιήσουν τις ενοχές για τον φασισμό, αφήνοντας όμως ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα να γοητευτεί το επιρρεπές μέρος της κοινωνίας από μια καινούργια φασιστική πολιτική. Κατάφεραν τέλος να περισπάσουν την προσοχή των δικών τους κοινωνιών, από την απορρόφηση και την εκμετάλλευση του επιστημονικού και οργανωτικού "πλούτου" που δημιούργησε ο φασισμός, εκ μέρους της δυτικής εξουσίας, και ιδιαίτερα των ΗΠΑ και την μεταφύτευση του φασισμού στην πολιτική των κοινωνιών τους -- παράδειγμα ο μακαρθισμός.

Το ίδιο πράγμα επαναλήφθηκε και με όλα τα φασιστικά καθεστώτα που οι ίδιοι επέβαλαν σε διάφορες χώρες του κόσμου, με εξέχον, όπως πάντα, παράδειγμα το ελληνικό. Δημιουργήθηκε έτσι όχι μόνο μια φασιστική πολιτική αλλά και μια πολιτική κατάλληλη για μετά την πτώση του φασισμού. Όταν ήρθε η ώρα της να πέσει, η δικτατορία του Παπαδόπουλου, αντιμετωπίστηκε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Η προσοχή του κόσμου διοχετεύτηκε προσεκτικά στις μακρόσυρτες φράσεις του δικτάτορα και στην αστυνομική δραστηριότητα του καθεστώτος του. Το γεγονός ότι έλυσε τα χέρια του αστικού καθεστώτος σε πολύ σημαντικά πολιτικά και οικονομικά ζητήματα και ότι δημιούργησε έναν μηχανισμό που αργότερα και μέχρι σήμερα φάνηκε πολύτιμος, αυτό αποσιωπήθηκε προς τα έξω και χρησιμοποιήθηκε προς τα μέσα. Με άλλα λόγια η περίφημη κάθαρση, καθάρισε τα "φλούδια" της δικτατορίας και κράτησε τον καρπό.

Απ' την άλλη μεριά η δεξιά φιλολογία περί "αριστερόχουντισμού" και η αριστερή φιλολογία περί "χουντοαριστερισμού", αποτέλεσαν την γέφυρα για να συνδεθούν η "καλή" Δεξιά και η "καλή" Αριστερά και το "καλό" Κ.Κ.Ε., με πρωταγωνιστή της εθνικής γεφυροποιίας, όπως πάντα τον Μίκη, και να ξεφορτωθούν τις "ενοχλητικές" αριστερές απόψεις μαζί με τις "ενοχλητικές" δεξιές απόψεις. Τις αριστερές απόψεις στο βαθμό που θα ήταν ενδεχόμενο να εγείρουν αξιώσεις για μια σε βάθος εξέταση του πολιτικού συστήματος, και τις δεξιές απόψεις στο βαθμό θα μπορούσαν να διεκδικήσουν έναν σοβαρό ρόλο στη διακυβέρνηση της χώρας υπενθυμίζοντας το ομογάλακτο της πολιτικής τους καταγωγής με τους δημοκράτες δεξιούς. Τους ένωνε εξάλλου η κοινή ευθύνη, και ενοχή, όλων των επισήμων πολιτικών δυνάμεων τόσο της δεξιάς όσο και το κέντρου και της αριστεράς, στον βαθμό που οι πολιτικές τους οδήγησαν κατά τη δεκαετία του '60 στο φασισμό του Παπαδόπουλου. Τους ένωνε τέλος και η προσπάθεια να περιορίσουν τις προοπτικές της μεταπολίτευσης, μέσω μιας εντελώς επιφανειακής αντιμετώπισης της δικτατορικής εκτροπής.

Σήμερα βρισκόμαστε πάλι μπροστά στην όξυνση της πολιτικής κατάστασης, τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς. Μπροστά στην πρωτόγνωρη κατάσταση που έχει διαμορφωθεί με την λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, την αυτοκρατορία και τον πόλεμο της τρομοκρατίας, χαρακτηριστικά που δεν είναι καθόλου άσχετα από μια εντελώς αμοραλιστική "ηθικοποίηση" της πολιτικής ζωής και τον πόλεμο των σκανδάλων, προς το παρόν, όλες οι πολιτικές τάσεις βαδίζουν στα τυφλά. Είναι αλήθεια ότι η πολιτική σύγκρουση είναι πάντα ανάμεσα σε παρατάξεις που στον έναν ή στον άλλο βαθμό βαδίζουν στα τυφλά. Αλλά η ιστορική προοπτική της κοινωνίας δεν είναι καθόλου στα τυφλά. Η παρατήρηση των ιστορικών τάσεων, από καμία πλευρά της κοινωνίας δεν μπορεί να είναι απολύτως καθαρή, αλλά η πολιτική σκέψη έχει τη δυνατότητα να αντιλαμβάνεται την εκ των προτέρων την "λογική" της ιστορίας, σε έναν βαθμό που εξαρτάται, καθορίζεται, επίσης από την ιστορική συγκυρία. Σε ό,τι αφορά το συγκεκριμένο θέμα, σίγουρα οι δυνατότητες είναι πολύ μεγαλύτερες από αυτές που εκφράζονται στην τρέχουσα πολιτική σκέψη. Η πείρα που έχει προηγηθεί είναι πολύ μεγάλη, τόσο στην ίδια την πολιτική πρακτική του φασισμού, όσο και στην αντιμετώπιση του.

Το τέλος πριν από την αρχή

Τι ακριβώς μπορεί να σημαίνει ιστορική "λογική"; μπορούμε να μιλάμε για τέτοια λογική; υπάρχει δυνατότητα της πολιτικής σκέψης να προβλέπει την λογική της ιστορίας; πώς σχηματίζεται μια τέτοια πολιτική; αυτά είναι προφανώς μείζονα πολιτικά ζητήματα που ξεφεύγουν από τις προθέσεις και δυνατότητες αυτού του κειμένου. Μπορούμε να δούμε όμως, κάπως ευκολότερα, την πολιτική "λογική", με την οποία αντιμετωπίζεται ο φασισμός. Μια "λογική" που από την άλλη μεριά δεν είναι -- και δεν μπορεί να είναι -- ερήμην της ιστορίας. Παραθέτουμε πιο κάτω δύο εντελώς διαφορετικές "λογικές" αντιμετώπισης του φασισμού. Η πρώτη είναι σύγχρονη: προέρχεται από ένα εξαιρετικά εμπεριστατωμένο άρθρο του καθηγητή του συνταγματικού δικαίου κ. Αντώνη Μανιτάκη, με τίτλο «Τηλεοπτικός Ολοκληρωτισμός», που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "ελευθεροτυπία" (28/11/2005) και αναφέρεται στο φαινόμενο της τηλεοπτικής σκανδαλοθηρίας. Η δεύτερη είναι παλιά: προέρχεται από ένα σύντομο άρθρο που γράφτηκε από τον Νίκο Καζαντζάκη γύρω στο 1927 με τίτλο «ο φασισμός». Παρατίθεται σύμφωνα με το χειρόγραφο του υπάρχει στο μουσείο Καζαντζάκη, στο χωριό Βάρβαροι, μερικά χιλιόμετρα έξω από την Κνωσό.

Μια σύγχρονη τοποθέτηση

Ο κ. Μανιτάκης στο άρθρο του περιγράφει το φαινόμενο που ονομάζει "τηλεοπτικό ολοκληρωτισμό", μιλάει για την θέση του σαν πολιτικό φαινόμενο μέσα στην συνταγματική τάξη της χώρας και για όλες τις επιπτώσεις που έχει στην πολιτική και κοινωνική ζωή. Κατά τον αρθογράφο το φαινόμενο των εκπομπών τύπου "Ζούγκλα" και "Κίτρινος Τύπος", «δεν είναι ένα φαινόμενο μεμονωμένο ή ξαφνικό, που μπορεί να εξαφανιστεί από τη μια μέρα στην άλλη με καταγγελίες διά του Τύπου και δημόσιες αποδοκιμασίες. Αποτελεί ένα κραυγαλέο, ακραίο αλλά αρκετά χαρακτηριστικό σύμπτωμα της ραδιοτηλεοπτικής ασυδοσίας, ... » Το φαινόμενο προέκυψε από τότε που «καταργήθηκε το κρατικό μονοπώλιο και εγκαταστάθηκε "ντε φάκτο" η ιδιωτική, "ελεύθερη" τηλεόραση και ραδιοφωνία.» Το άνοιγμα αυτής της ιδιωτικής οδού οδήγησε σε ένα «ραδιοτηλεοπτικό χάος, σε μια τηλεοπτική ζούγκλα, την οποία η πολιτική εξουσία δεν θέλησε ή δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει και από την οποία εκπορεύονται διαρκώς χαμηλής και σε ορισμένες περιπτώσεις αηδιαστικής ποιότητας εκπομπές.» Αυτή είναι η αρχική περιγραφή και η γενεαλογία της κατάστασης "τηλεοπτικού ολοκληρωτισμού". Συνοπτικά: Το φαινόμενο οφείλεται στην "ασυδοσία" που συνεπάγεται η ιδιωτικοποίηση - φιλελευθεροποίηση αφού δεν μπορεί ή δεν θέλει να το "αντιμετωπίσει" η "πολιτική εξουσία".

Στο υπόλοιπο άρθρο περιγράφονται όλες οι λεπτομέρειες, της αντισυνταγματικής και ουσιαστικά παράνομης δραστηριότητας του "τηλεοπτικού ολοκληρωτισμού": Κρυφές κάμερες, υποκλοπές, μεθοδευμένη χρήση αποδεικτικών μέσων, παράκαμψη και υποκατάσταση των θεσμών της δικαιοσύνης και όλων των άλλων. Περιγράφονται επίσης λεπτομερώς όλες οι ζημιές που μπορεί να προκαλέσει, αυτή η δραστηριότητα, στους πολίτες, εξέχοντες και μη, όπως είναι η σπίλωση της προσωπικότητάς τους, η κοινοποίηση της προσωπικής τους ζωής και η ανεξέλεγκτη ενοχοποίηση τους, όχι με βάση μια νομική διαδικασία αλλά με βάση την δύναμη επιρροής στο κοινό. Από όλες τις αναφορές του ο κ. Μανιτάκης υπογραμμίζει ιδιαίτερα δύο: Η μία είναι η υποκατάσταση των θεσμών και η άλλη είναι η βίαια κατάργηση της διάκρισης ανάμεσα στον ιδιωτικό και στο δημόσιο χώρο, ουσιαστικά ανάμεσα στην ιδιωτική και δημόσια ζωή.

Κανείς δεν μπορεί να έχει την παραμικρή αντίρρησή, ούτε για την περιγραφή του φαινομένου, ούτε για τα όσα καταλογίζει ο κ. Μανιτάκης σ' αυτούς που προσωποποιούν το φαινόμενο που ονομάζει "τηλεοπτικό ολοκληρωτισμό". Ωστόσο θα μπορούσε κάποιος να σχολιάσει τα κύρια σημεία της άποψής του. Καταρχήν είναι κάπως περίεργο ότι ενώ γενικά σ' αυτό που ονομάζει η εφημερίδα, "παρέμβαση για τα τηλεδικεία" γενικά γίνεται λόγος για "φασισμό", ο κ. Μανιτάκης προτιμά τον όρο "ολοκληρωτισμός". Προφανώς δεν θέλει να συνδεθεί το φαινόμενο που περιγράφει, μόνο με τον πολιτικό χώρο που ονομάζεται φασιστικός αλλά θέλει να επεκτείνει την σύνδεση του και με άλλα καθεστώτα όπως π.χ. αυτά που ονομάστηκαν Σταλινικά και συνδέθηκαν με τα -- κατά πολλούς ομόλογά τους -- Φασιστικά. Σε κάθε περίπτωση το άρθρο μοιάζει να θέλει να περιγράψει το φαινόμενο σαν μια κατάσταση εξουσίας και όχι σαν μια κατάσταση πολιτικής συμπεριφοράς. Αυτή η εντύπωση επιτείνεται από το γεγονός ότι υπογραμμίζει τα δύο στοιχεία που αναφέρθηκαν πιο πάνω: την υποκατάσταση της εξουσίας και την άρση της διάκρισης μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου χώρου.

Αυτή η επιλογή του κ. Μανιτάκη, που άλλωστε είναι καθηγητής του συνταγματικού δικαίου, και δεν είναι δυνατόν να έγινε τυχαία, θέτει δύο υποχρεώσεις, τις οποίες το άρθρο του δεν καλύπτει επαρκώς. Μια υποχρέωση είναι ότι θα έπρεπε, αντί να εξηγείται, το φαινόμενο, σαν αποτέλεσμα της ιδιωτικοποίησης της τηλεόρασης σε συνδυασμό με την αδυναμία της πολιτικής εξουσίας να ελέγξει την ιδιωτική ασυδοσία, να εξηγείται η αδυναμία της πολιτικής εξουσίας μπροστά στην επέλαση της ιδιωτικοποίησης, αφού ήταν φανερό από την αρχή ότι η ιδιωτικοποίηση θα καταντούσε ασυδοσία. Αλλά τέτοια εξήγηση δεν μπορεί ούτε καν ν' αναζητηθεί, δεδομένου ότι η πολιτική εξουσία κάθε αποχρώσεως, ευνόησε και ευλόγησε όλη την επιχείρηση της ιδιωτικοποίησης. Και αφού από την άλλη μεριά καμία αντιπολίτευση, ούτε η Αριστερά, όσο κι αν είναι δυσαρεστημένη από αυτά που ανέχεται, επιτρέπει, ή αδυνατεί να ελέγξει η πολιτική εξουσία, ποτέ δεν αμφισβήτησε τους θεσμούς μέσω των οποίων προέκυψε η συγκεκριμένη πολιτική εξουσία. Θα έπρεπε επομένως να παραδεχτεί ο κ. Μανιτάκης ότι ο "τηλεοπτικός ολοκληρωτισμός" μάλλον είναι η "νόμιμη" εξέλιξη της μεταπολιτευτικής δημοκρατικής εξουσίας, παρά ένα φαινόμενο που ξέφυγε από την προσοχή ή από τις δυνατότητες της πολιτικής εξουσίας. Άλλωστε δεν μπορεί να παραβλεφθεί ότι η πολιτική εξουσία, επιδίδεται κατά κόρον σε ανάλογες δραστηριότητες, περιφρόνησης της διάκρισης μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου χώρου. Στην ουσία και ή ίδια η εξουσία αντιποιείται τον "νόμιμο" ή "κανονικό" εαυτό της, αφού υποκαθιστά το "νόμιμο" περιερχόμενο των θεσμών της με κάποιο "παράνομο" διατηρώντας απλά την μορφή τους. Αλλά και αυτό πάλι δεν μπορεί να τεθεί σε συζήτηση γιατί δεν υπάρχει βάση για την συζήτηση αυτή. Αν επομένως επιμένει κανείς να θεωρεί αηδιαστικό, ένα φαινόμενο που προέκυψε εντελώς φυσιολογικά -- από πολιτική και πολιτειακή άποψη -- και είτε πείθει είτε βιάζει την κοινωνία, ώστε αυτή να το αποδέχεται, τότε θα πρέπει να έχει αμφιβολία για την ορθότητα των δικών του απόψεων.

Η δεύτερη υποχρέωση είναι να εξηγήσει κανείς ποια είναι τα χαρακτηριστικά που οδηγούν στην ονομασία του φαινομένου "τηλεοπτικός ολοκληρωτισμός". Εδώ τα πράγματα μπερδεύονται περισσότερο, γιατί αυτά περιγράφονται σαν στοιχεία του ολοκληρωτισμού, είναι ανύπαρκτα στα φασιστικά καθεστώτα που ονομάζονται ολοκληρωτικά. Δεν μπορεί να φανταστεί κανείς δηλαδή ούτε στη ναζιστική Γερμανία, ούτε στη φασιστική Ιταλία, ούτε στην φρανκική Ισπανία, κανέναν παρουσιαστή ραδιοφώνου (τηλεόραση δεν υπήρχε), ή κανένα αρθογράφο εφημερίδας που να «υποκαθιστά θεσμούς και συντεταγμένες εξουσίες ενεργώντας για λογαριασμό τους» δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει κάποιος που θα φορούσε το «συμβολικό προσωπείο του "δικαστή", του "αδέκαστου τιμητή", του "λαϊκού τιμωρού", του ασυμβίβαστου "κοινωνικού εισαγγελέα"» ούτε κανένας δημοσιογράφος θα μπορούσε να «αυτοαναγορεύεται προστάτης του δημοσίου συμφέροντος και εμφανίζεται ως υπερασπιστής της αλήθειας και της δικαιοσύνης.». Στα φασιστικά ολοκληρωτικά καθεστώτα, όλους αυτούς τους ρόλους μπορούσε να τους παίξει μόνο κάποιος "διορισμένος" ή "εντεταλμένος" από την κεντρική φασιστική εξουσία. Σε αυτά τα καθεστώτα, πράγματι, η κεντρική εξουσία διά του κράτους εμφανιζόταν να προασπίζεται το λαϊκό συμφέρον και αρκετές φορές να παίρνει πράγματι μέτρα που ήταν συμφέροντα για την μάζα των εργαζομένων αλλά εμφανιζόταν σαν μια αυταρχική και αυθαίρετη εξουσία που απλώς είχε λόγους να προασπίζεται τα συμφέροντα της λαϊκής βάσης.

Τα μόνα "ολοκληρωτικά" καθεστώτα που είχαν δομές σαν αυτές που περιγράφονται παραπάνω είναι τα λεγόμενα σταλινικά κομμουνιστικά "ολοκληρωτικά" καθεστώτα. Σε αυτά πράγματι λειτουργούσαν "θεσμοί" που περιείχαν τους ρόλους, του λαϊκού δικαστή, του λαϊκού εισαγγελέα, ακόμα και του λαϊκού τιμωρού. Αλλά σε αυτά τα "ολοκληρωτικά" καθεστώτα, τα πρόσωπα που έπαιζαν αυτούς τους ρόλους είχαν επίσης πάντα την έγκριση της κεντρικής πολιτικής εξουσίας και κατ' εντολή της δρούσαν μέσα από τέτοιους ρόλους. Είναι άλλο ζήτημα, αν οι ρόλοι εξουσίας που έπαιρναν ορισμένα πρόσωπα, αντιπροσωπεύοντας την κοινωνική βάση, αντιπροσώπευαν πραγματικά την κοινωνική βάση. Υπάρχει όμως μια σαφής διαφορά ανάμεσα στον τύπο της μιας εξουσίας και στον τύπο της άλλης εξουσίας, έστω και εάν στην ουσία οι δύο εξουσίες θεωρούνται πρακτικά ταυτόσημες και εξίσου ολοκληρωτικές. Φαίνεται τελικά λοιπόν ότι αυτό που ονομάζεται, από τον κ. Μανιτάκη "τηλεοπτικός ολοκληρωτισμός" και φαίνεται να είναι η φυσική εξέλιξη, σύμφωνα με τη λογική που εκτέθηκε πιο πάνω, της αστικής μεταπολιτευτικής δημοκρατίας, να τείνει να μιμηθεί όχι μια φασιστική εξουσία αλλά μια "λαϊκή" εξουσία, με εμφανή τα χαρακτηριστικά μιας "σοβιετικής" αυτοδιοίκησης και μιας "λαϊκής" δικαιοσύνης.

Μια παλιότερη τοποθέτηση

Πριν καταλήξουμε σε κάποιο συμπέρασμα, ας δούμε, πώς αντιμετωπίζει ο Νίκος Καζαντζάκης τον φασισμό, στην αρχή σχεδόν της εμφάνισής του, ήδη από το 1927. Παραθέτουμε αμέσως πιο κάτω το χειρόγραφο κείμενο για το οποίο μιλήσαμε:

Φασισμός

Τι είναι το μεγάλο αυτό σύγχρονο φαινόμενο που ονομάζουμε "φασισμός"; Έχει ιδεολογία δίκη του, απάντηση δική του στα πολύπλοκα πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά προβλήματα της εποχής μας ή είναι μονάχα καθεστώς βίας και επιβολή ολίγων ανθρώπων;

Πως ο φασισμός αντικρίζει τον σοσιαλισμό, τον καπιταλισμό, τη δημοκρατία, τη μοναρχία, τη θρησκεία, την πατρίδα, την ελευθερία του ατόμου;
Και τέλος, είναι όλη τούτη η κίνηση μονάχα Ιταλική; Γέννημα ενός ανθρώπου εξαιρετικού, ή ανταποκρίνεται σε γενικότερες μεταπολεμικές ανάγκες και αξιοί - όπως ο Μπολσεβισμός - να κυριέψει όλη την γης;

Η Μόσχα άνοιξε ένα δρόμο. Δύσκολο, ανηφορικό, αιματηρότατο.

Η Ρώμη, τώρα, ανοίγει έναν άλλο αντίθετο. Ανάμεσα στους δύο τούτους δρόμους στέκεται με τρόμο η ανθρωπότητα.
Στις κρίσιμες εποχές - όπως η εποχή που ζούμε - η αγωνία του ανθρώπου είναι οδυνηρότατη. Μια μεγάλη ελπίδα και ένας μεγάλος φόβος ταράζει σήμερα όλο τον κόσμο. Περνά τα γεωγραφικά σύνορα αδερφώνει, είτε το ξέρει είτε μη, όλους τους λαούς. Ένας λαός σήμερα δεν μπορεί να χαθεί ή να σωθεί μοναχός του. Η καταστροφή του ενός ή η σωτηρία είναι συνάμα καταστροφή ή σωτηρία του άλλου.

Όλοι είμαστε ένα.
Γι' αυτό είναι απαραίτητο και συμφέρει, να μελετήσομε με σεβασμό κι αμεροληψία τις δύο ανώτατες σημερινές προσπάθειες του ανθρώπου να σωθεί:

Τον μπολσεβισμό και τον φασισμό.

Ο Καζαντζάκης μιλάει για τον ιταλικό φασισμό. Ο "εξαιρετικός άνθρωπος", για τον οποίο μιλάει, είναι ο Μουσολίνι. Η σύνδεση Μόσχας και Ρώμης, δεν είναι αυθαίρετη σκέψη του Καζαντζάκη. Στο βιβλίο του "ταξιδεύοντας" που αναφέρεται στην Ιταλία, γράφει ότι το πρώτο πράγμα που του λέει ο Ιταλός δικτάτορας, τον οποίο επισκέπτεται, και ο οποίος ξέρει ότι έχει προηγηθεί επίσκεψη στη Ρωσία είναι: "Τι κάνουν αυτοί οι Ρώσοι"; το ενδιαφέρον του Μουσολίνι για την επανάσταση στη Ρωσία είναι τόσο φανερό που φεύγοντας ο απ' την συνάντηση ο Καζαντζάκης, σκέφτεται ότι αυτό που είναι ο Λένιν για την Ρωσία, είναι ο Μουσολίνι για την Ιταλία. Ασφαλώς η συμμετρία που δηλώνεται σ' αυτό το μικρό κείμενο, ανάμεσα στο φασισμό και στον μπολσεβικισμό, δεν φτάνει για να περιγράψει την πραγματική τους σχέση, την πραγματική ομοιότητά τους και τις πραγματικές διαφορές τους. Είναι όμως αξιοπρόσεκτο, με πόση διορατικότητα, πριν ακόμα από τον Α' παγκόσμιο πόλεμο, ο Καζαντζάκης βλέπει τις δύο αυτές τάσεις, να σχετίζονται με την συνένωση των λαών σε έναν κόσμο χωρίς σύνορα, και να αποτελούν τους δύο αντίθετους δρόμους προς μια παγκόσμια κοινωνία. Πέρα από αυτά όμως είναι συγκινητικό πώς ο Καζαντζάκης τοποθετείται απέναντι στην κοινωνία ως άνθρωπος και ως διανοούμενος. Ως άνθρωπος ταυτίζεται με τους συνανθρώπους του, μιλάει σε πρώτο πρόσωπο, ζει με τον ίδιο φόβο, με την ίδια αγωνία. Ως διανοούμενος διαφοροποιείται από τους συνανθρώπους του, βλέπει τον εαυτό του σαν έναν απλό μελετητή των προσπαθειών του ανθρώπου, να σωθεί. Ενός μελετητή που τοποθετείται ξεχωριστά, αλλά όχι πάνω από την κοινωνία, το καθήκον του, απέναντί της, είναι ο σεβασμός και η αμεροληψία. Ο Καζαντζάκης βέβαια ήταν πολύ μεγάλος για να καταδεχτεί την αλαζονεία των σημερινών διανοουμένων, απέναντι στην σε μια κοινωνία που την θεωρούν σαν ένα κοπάδι προβάτων, που νομίζουν ότι μπορούν να την οδηγούν κατά τις εμπνεύσεις τους στην σφαγή ή στην σωτηρία.

Μερικές συμπερασματικές σκέψεις

Μιλάνε άραγε για το ίδιο φαινόμενο τα δύο παραδείγματα; Ο φασισμός στον οποίο αναφέρεται ο Καζαντζάκης το 1927, είναι ο ίδιος με τον ολοκληρωτισμό στον οποίο αναφέρεται ο κ. Μανιτάκης το 2005; Στην αντίληψη των σημερινών αντιπάλων του τηλεοπτικού "φασισμού" ή "ολοκληρωτισμού" προφανώς όχι. Και ασφαλώς από τη μεριά που βλέπουν τα πράγματα έχουν απόλυτο δίκιο. Καμιά σχέση δεν μπορούν να έχουν τα " μεγάλα" φαινόμενα του φασισμού του Μουσολίνι και του ναζισμού του Χίτλερ, με τα "μικρά" φαινόμενα που παράγονται από τους τηλεοπτικούς φτωχοδιάβολους της εποχής μας. Όσο κι αν είναι χρήσιμες όμως οι παρατηρήσεις που υποβιβάζουν το σημερινό φαινόμενο στο επίπεδο μιας συνταγματικής αταξίας που "πρέπει" και κατ' ελπίδα "μπορεί" να "παταχθεί", είναι εξίσου χρήσιμες και κάποιες παρατηρήσεις που θα επεσήμαιναν την συνέχεια του φασιστικού φαινομένου από την αρχή του, στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα μέχρι το τέλος του, στις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα, και που θα τόνιζαν τη σημασία και το μέγεθος των σημερινών χαρακτηριστικών τους.

Έχει σήμερα νόημα μια σύγκριση ενός σημερινού φασισμού, που κανείς δεν τον υιοθετεί, με έναν σύγχρονο μπολσεβικισμό, που κανείς δεν τον θεωρεί υπαρκτό; Η απάντηση είναι ότι αν στη δεκαετία του 20 είχε νόημα η σύγκριση της πολιτικής κατάστασης, στα κράτη που δημιουργήθηκαν σαν αποτέλεσμα του φασιστικού πραξικοπηματισμού, με την πολιτική κατάσταση στο πρώτο κράτος που δημιουργήθηκε σαν αποτέλεσμα της προλεταριακής επαναστατικότητας, τότε είναι τουλάχιστον λογική μια σύγκριση των αντίστοιχων σημερινών πολιτικών φαινομένων, έστω και αν σήμερα δεν υπάρχουν κράτη αντίστοιχα εκείνης της εποχής. Σήμερα ούτε κόκκινα ούτε μαύρα "ολοκληρωτικά" κράτη φαίνεται να υπάρχουν, περιέργως όμως τα φαινόμενα υπάρχουν και ονομάζονται -- και όχι άδικα -- "ολοκληρωτικά". Άλλωστε και στην εποχή που τοποθετείται το κείμενο του Καζαντζάκη, η σύγκριση μεταξύ φασισμού και μπολσεβικισμού δεν ήταν κοινός τόπος, αλλά χρειαζόταν η διορατικότητα ενός Καζαντζάκη για να επισημανθεί, τουλάχιστον από την πλευρά που ονομάζουμε σήμερα δυτική.

Τα στοιχεία που έδιναν το έναυσμα στην διορατικότητα, ή/και στην διαίσθηση, του Καζαντζάκη, ώστε αυτός να φτάσει σ' αυτή τη σύγκριση προέρχονταν από το γεγονός ότι, τόσο στα φασιστικά κράτη όσο και στο μπολσεβίκικο κράτος, δημιουργούνταν μια πρωτοφανής κοινωνική οργάνωση, που αντιστοιχούσε, ή επιχειρούσε να ανταποκριθεί, στις νέες υλικές και οργανωτικές συνθήκες. Από την άλλη μεριά υπήρχε το γεγονός ότι αυτή η νέα κοινωνική οργάνωση στηριζόταν, από ιδεολογική άποψη, πάνω σε οράματα οικουμενικότητας, που προβάλλονταν και στις δύο περιπτώσεις. Βεβαίως οι γενικές αυτές ομοιότητες δεν έπαιρναν, ούτε τα ίδια ονόματα, ούτε τα ίδια πολιτικά χαρακτηριστικά. Το όραμα του φασισμού ήταν μια νέα κοινωνική τάξη που θα επιβαλλόταν από μια ισχυρή εξουσία στην κάθε κοινωνία και μια παγκόσμια τάξη που θα επιβαλλόταν από μια ηγετική κοινωνία στις άλλες κοινωνίες. Το όραμα του κομμουνισμού, ήταν μια νέα κοινωνική τάξη που θα επικρατούσε, σε κάθε κοινωνία, χάρη στην ιστορική εξέλιξη, μέσα από μια αναπόφευκτη κοινωνική σύγκρουση, στην οποία η ισχυρή πολιτική δύναμη ήταν το προλεταριάτο και οι σύμμαχοί του. Η αντίθεση των δύο δρόμων για τους οποίους μιλάει ο Καζαντζάκης είναι, χονδρικά, ότι ο ένας ξεκινάει από πάνω, από κάποια πολιτική εξουσία, και τείνει να εξαλείψει τον πολιτικό ρόλο της κοινωνικής βάσης, ενώ ο άλλος ξεκινάει από κάτω από την πολιτικοποίηση της κοινωνικής βάσης και τείνει να εξαλείψει την πραγματικότητα αλλά και την ιδέα μιας κεντρικής εξουσίας. Απ' αυτή την άποψη δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε ότι ο φασιστικός δρόμος, παρ' όλο το νέο της τάξης που θεωρεί απαραίτητο να επιβάλει, δεν έχει ουσιαστική διαφορά από όλες τις κοινωνίες που έχουν προηγηθεί ενώ ο δρόμος του κομμουνισμού, οδηγεί σε μια "άλλη" κοινωνία, εντελώς διαφορετική από αυτές που υπήρξαν σε όλη τη διάρκεια του πολιτισμού. Άσχετα λοιπόν από τη βασιμότητα, τη χρησιμότητα και την σκοπιμότητα του κομμουνιστικού οράματος είναι φανερό ότι ο φασισμός δεν είναι παρά μια απομίμηση του μπολσεβικισμού, απαλλαγμένη όμως από την τροποποίηση του συστήματος εξουσίας που ο κομουνισμός θεωρούσε αναγκαία όσο και αναγκαστική. Είναι άλλωστε δεδομένη η καταγωγή του προσωπικού που επάνδρωσε των φασισμό μέσα από τους κόλπους του πρώιμου επαναστατικού κινήματος, δηλαδή της σοσιαλδημοκρατίας, καθώς και διαρκής τροφοδοσία του από τα πρόσωπα που απορρίπτονταν ή αυτομολούσαν από το επαναστατικό κίνημα στο φασιστικό κίνημα.

Μπορούμε να κλείσουμε αυτό το κείμενο με μια γενική παρατήρηση. Το κύριο χαρακτηριστικό αυτών των εκδηλώσεων που μπορούν να χαρακτηριστούν είτε ως φασιστικές, είτε ως ολοκληρωτικές, ανάλογα με την πολιτική θέση που έχει αυτός που τις παρατηρεί, είναι ο λεγόμενος λαϊκισμός. Ο λαϊκισμός όμως του παρελθόντος -- παράδειγμα ο γνωστός "αυριανισμός" -- αποδιδόταν στην πολιτική της κεντρικής ηγεσίας των κομμάτων. Ο σημερινός λαϊκισμός, αντίθετα, αποδίδεται σε κέντρα εξουσίας που θεωρούνται περιφερειακά και που ενισχύονται, και χρηματοδοτούνται από επίσης περιφερειακές, ομάδες επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Η εικόνα που σχηματίζεται αρχίζει να γίνεται σαφής. Είναι πια φανερό ότι δεν μπορούμε σήμερα να μιλάμε για πολιτική εξουσία εννοώντας το ίδιο σχήμα που υπήρχε πριν από τη δικτατορία και στην αρχή της μεταπολίτευσης. Ο λαϊκισμός της καραμανλικής οκταετίας, στο βαθμό που υπήρχε τέτοιο πράγμα τότε, ήταν ένας λαϊκισμός που κατευθυνόταν από πολύ ψηλά και απέβλεπε στην στράτευση ενός τμήματος της κοινωνικής βάσης, με το δέλεαρ των ρουσφετιών και άλλων ανταλλαγμάτων και στην χρησιμοποίησή του εναντίον της πλειοψηφίας της κοινωνίας. Αργότερα με την είσοδο του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην πολιτική σκηνή, έχουμε έναν λαϊκισμό που κατευθύνεται από μια διευρυμένη πολιτική εξουσία, και παρασύρει ένα ευρύ επίσης τμήμα της κοινωνικής βάσης. Η πολιτική εξουσία παραμένει κεντρική, αλλά το δέλεαρ είναι, όχι μόνο κάποια ρουσφέτια αλλά και η δημιουργία πυρήνων εξουσίας, όπως συνδικάτα, σύλλογοι και τοπικές και κλαδικές, κομματικές οργανώσεις, στην κοινωνική περιφέρεια. Σήμερα οπότε είναι φανερό ότι, μετά από τις τελευταίες εκλογές, η προσκόλληση στις πολιτικές καταστάσεις που δημιούργησε το ΠΑ.ΣΟ.Κ. δεν επαρκεί για να ασκηθεί η πολιτική εξουσία. Χρειάζεται ακόμα περισσότερη αποκέντρωση της εξουσίας, ουσιαστικότερη διάλυσή της στο κοινωνικό σώμα. Είναι φυσικό όμως, απ' αυτή την διάλυση να δημιουργούνται καταστάσεις ανεξέλεγκτες. Από εδώ προέρχεται και το μεγάλο μπέρδεμα που παρατηρείται σήμερα στην πολιτικής ζωής. Γιατί δεν είναι δυνατό, φυσικά, αυτή η διάλυση της πολιτικής εξουσίας να γίνει κατά τρόπο ελεγχόμενο από την κεντρική εξουσία. Αφού άλλωστε η αφετηρία του φαινομένου είναι ανικανότητα της κεντρικής εξουσίας να ελέγξει τις πολιτικές δυνάμεις που αναπτύσσονται.

Φυσικό είναι αυτές οι δυνάμεις να είναι ανεξέλεγκτες, από την πολιτική εξουσία, όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο κ. Μανιτάκης στο άρθρο του. Πολύ σωστά επίσης, χρησιμοποιείται και ο όρος "ολοκληρωτισμός", για το φαινόμενο αυτό, αφού πράγματι πρόκειται για τον σχηματισμό, όπως ήδη είπαμε, μιας τηλεοπτικής εξουσίας. Είναι άλλο ζήτημα αν αυτή η εξουσία είναι καλή ή κακή και αν οι μέθοδοι που χρησιμοποιεί, είναι αρεστές σε έναν επιστήμονα που αναλαμβάνει να υπερασπιστεί το αστικό σύνταγμα. Είναι βέβαιο εντούτοις ότι το φαινόμενο του σχηματισμού μιας τέτοιας "ολοκληρωτικής" εξουσίας, εντάσσεται στην τάση καταστροφής όλων των αστικών θεσμών που παρατηρείται στη σημερινή εποχή. Η προσπάθεια, για παράδειγμα, αναμόρφωσης του κομματικού μηχανισμού του ΠΑ.ΣΟ.Κ. βρίσκεται στην ίδια κατεύθυνση, της διάλυσης του κομματικού μηχανισμού μέσα στην κοινωνία. Μπορεί όμως να σκεφτεί κανείς, ότι τα φαινόμενα του "τηλεοπτικού ολοκληρωτισμού" εκφράζουν μια τελική "έξοδο" της σημερινής αστικής εξουσίας μέσα στην κοινωνία. Ότι δηλαδή τα φαινόμενα που περιγράφονται σαν ολοκληρωτικά, είναι η μονομερής ανταπόκριση μιας φασιστικής πολιτικής κατεύθυνσης, στις υλικές και οργανωτικές συνθήκες της εποχής μας κατά τρόπο παρόμοιο με την αντίστοιχη ανταπόκριση του φασισμού, στις αρχές του 20ου αιώνα, στις συνθήκες εκείνης της εποχής. Η διαφορά είναι ότι ο φασισμός εκείνης της εποχής πήρε τον αντίθετο δρόμο από αυτόν που είχε πάρει η προηγουμένη από αυτόν Οκτωβριανή Επανάσταση. Ο φασισμός εκείνης της εποχής, που φαινόταν συμμετρικός με τον μπολσεβικισμό στον Νίκο Καζαντζάκη, ήταν ουσιαστικά μια απομίμηση της επανάστασης στα μάτια της κοινωνίας. Ο φασισμός η υποσχόταν στον κόσμο να πραγματοποιήσει το όραμα της επανάστασης, να πραγματοποιήσει δηλαδή την κοινωνική και οικουμενική ενότητα, αλλά χωρίς επανάσταση. Χωρίς την κατάργηση του εξουσιαστικού συστήματος που απειλούσε ο μπολσεβικισμός. Ο σημερινός φασισμός δεν έχει το προηγούμενο μιας επανάστασης να ακολουθήσει. Μοιάζει σαν αυτός να είναι σήμερα πρωτοπόρος στην άσκηση μιας πολιτικής που θα αναμορφώσει τις κοινωνίες και τον κόσμο. Αλλά από την άποψη μιας φανερής υπερωρίμανσης των υλικών προϋποθέσεων, οι οποίες καθιστούν αναγκαία μια ριζική αλλαγή της κοινωνικής οργάνωσης, μπορεί να θεωρηθεί ότι ο σημερινός φασισμός, μιμείται πολιτικά συνθήματα που δεν έχει προλάβει να υιοθετήσει η Αριστερά, ακριβώς γιατί σαν επαναστατική Αριστερά είναι ανύπαρκτη η ίδια, δεν έχει προλάβει να υπάρξει. Αλλά αυτό χρειάζεται μελέτη που ξεφεύγει από τις δυνατότητες αυτού του κειμένου.