Παιδεία | ΣΕΛΙΔΕΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ | hits: 1623
Πολιτικά Ορθή Ιστορία και Ιστορικά Ορθή Πολιτική
άρθρο του Κωστή Παπαϊωάννου
Κυρ, 13 Μαρτ 2005

Το ζήτημα που ανέκυψε τελευταία με το εγχειρίδιο της Ιστορίας για την 6η Τάξη του Δημοτικού Σχολείου, μπορεί να δημιουργήθηκε τυχαία αλλά δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι πήρε τόσο μεγάλη έκταση ώστε να μην μείνει κανείς που να μην έχει πάρει θέση πάνω σ' αυτό. Όλο συχνότερα, σ' όλο τον κόσμο, ανοίγουν ζητήματα που σχετίζονται με την ιστορία και σε μας στην Ελλάδα, που έχουμε και μακραίωνα ιστορία, ανοίγουν ακόμα περισσότερα. Ανάμεσα στα άλλα λοιπόν (εμφύλιοι και διχασμοί, γιορτές δόξας και μίσους, μνήμες γενοκτονιών και εθνοκαθάρσεων, εύσημα αντιστάσεων και δοσιλογισμών) τί φυσικότερο από το να ανακύψει ή να ενσκήψει για άλλη μια φορά, το ζήτημα της διδασκαλίας και των σχολικών βιβλίων, αλλά αυτή τη φορά σε σχέση με την Ιστορία. Κι για όποιον δεν θέλει να κρύβεται πίσω από το δάχτυλό του, το ζήτημα δεν είναι καθόλου απλό, ούτε σαν λεπτομέρεια, δηλαδή τι λέει το συγκεκριμένο σύγγραμμα, ούτε σαν γενική θεώρηση, δηλαδή ποιος διδάσκει και τί διδάσκει "στα ελληνόπουλα". Αυτή η μικρή λεπτομέρεια ενσωματώνει το συνολικό, μείζον και οικουμενικό ζήτημα που άφησε στον αέρα η (δικαιολογημένη) αχρήστευση της έννοιας του έθνους.

Ειδικοί και μη ειδικοί καυγαδίζουν πάνω σ' αυτό το ζήτημα, χωρίς να βγαίνει τίποτα από τα λόγια τους, που άλλωστε είναι γνωστά εκ των προτέρων, ούτε ποιό είναι το συγκεκριμένο πρόβλημα ούτε, το κυριότερο, ποιόν αφορά. Τι μαθαίνουν τα ελληνόπουλα ανατριχιάζει ο κ. Παπαθεμελής, από τα παράθυρα της τηλεόρασης. Σαρώνεται η ελευθερία και η δημοκρατία φρίττει ο κ. Μπουρνάζος, από τις στήλες της Αυγής. Αλλά σε ποιό σύνολο ανήκουν τα "ελληνόπουλα" και από ποιό σύνολο σαρώνονται οι ελευθερίες; Αυτό ούτε ο ένας ούτε ο άλλος (για παράδειγμα τους παίρνουμε) κάνουν τον κόπο να μας το πουν. Θεωρούν προφανώς ότι ξέρουμε τι εννοούν και πράγματι ξέρουμε· ο ένας μιλάει για το σύνολο που ονομάζεται έθνος και ο άλλος μιλάει για ένα σύνολο που παίρνει διάφορα ονόματα αναλόγως των περιστάσεων (λαός, εργαζόμενοι, πολίτες). Το σύνολο όμως του πρώτου είναι ένα σχήμα μεταφυσικό και το σύνολο του δεύτερου είναι ένα σχήμα αόριστο και επομένως κανένα σχήμα δεν είναι χρήσιμο για την αντιμετώπιση πραγματικών προβλημάτων. Γι αυτό και όσοι έχουν μιλήσει πάνω σ' αυτό το συγκεκριμένο πρόβλημα ενδεχομένως έχουν πει ορισμένα συγκινητικά λόγια αλλά δεν έχουν πει τίποτα εποικοδομητικό. Απλώς έχουν δηλώσει το δημοκρατικό, το εθνικόφρον ή το εκσυγχρονιστικό παρόν τους.

Πρέπει να γίνει εδώ μια παρένθεση: Κατά την άποψη βάσει των οποίων γράφονται αυτές οι γραμμές, τα μεγάλα και μικρά ζητήματα που γεννιόνται (παγκοσμίως) με θέμα την ιστορία, δεν μπορούν να γίνουν κατανοητά μόνο σαν συγκυριακές αντιπαραθέσεις ή συγκρούσεις απόψεων, συμφερόντων κ.λπ.. Αποκτούν νόημα μόνο όταν νοηθούν σαν προσπάθειες της κοινωνίας να αποκτήσει συνείδηση του εαυτού της. Για να μιλήσουμε δηλαδή έξω από τα δόντια, μπορεί το "έθνος" να θεωρείται σήμερα ανύπαρκτο και οι εκδηλώσεις και οι δηλώσεις υπέρ αυτού να έχουν καταντήσει από καταγέλαστες μέχρι και επικίνδυνες, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να διορθώσουμε (και, αλήθεια, ως ποιοι θα τους διορθώσουμε;) ζωντανούς και πεθαμένους που αντιλαμβάνονται ή αντιλαμβανόντουσαν και προσωποποιούν ή προσωποποιούσαν, τον κοινωνικό τους περίγυρο σαν "έθνος". Με άλλα λόγια, το "έθνος" δεν ήταν ποτέ τίποτα περισσότερο, από ένα "σημαίνον", από το όνομα δηλαδή ενός "σημαινόμενου" συνόλου ανθρώπων. Το ζήτημα επομένως δεν είναι αν υπήρχε το "έθνος" ως σημαίνον αλλά αν έχει νόημα να το θεωρούμε υπάρχον ως σημαινόμενο. Ως σημαίνον, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι υπήρξε γιατί υπάρχει ακόμα, είναι λήμμα σε λεξικά, λέξη σε επίσημα και ανεπίσημα έγγραφα κ.λπ. Ως σημαινόμενο, κανείς επίσης δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ύπαρξη ενός συνόλου ατόμων που (καλώς ή κακώς) σημαίνονταν με το όνομα έθνος.

Μένει επομένως για συζήτηση το σχήμα και το όνομα που θα ήταν χρήσιμο (από κοινού και σε συμφωνία) να δίνουμε σήμερα σ' αυτό το σημαινόμενο που κάποτε σημαινόταν με το όνομα έθνος. Κατά την άποψη που υποστηρίζεται εδώ, το σημερινό όνομα αυτού που κάποτε ονομαζόταν έθνος είναι "κοινωνία", και στην πράξη έτσι κάνουμε, γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσαμε να συνεννοηθούμε. Εκεί που δυσκολεύουν τα πράγματα είναι να συμφωνήσουμε στο σχήμα με το οποίο νοούμε και περιγράφουμε το σημαινόμενο "κοινωνία", μπορούμε όμως να συμφωνήσουμε στην διαφορά των σχημάτων που χρησιμοποιούμε για την κοινωνία. Υπάρχουν (πάντα κατά την παρούσα άποψη) δύο βασικά διαφορετικές θεωρήσεις για την κοινωνία, δηλαδή για το μηχανικό ή μαθηματικό, καταρχήν, σύνολο ατόμων που εξετάζουμε. Στην μια θεώρηση η κοινωνία θεωρείται σαν μια ζωντανή οντότητα, τα άτομα της οποίας συνδέονται με εσωτερικές (για την κοινωνία) σχέσεις μεταξύ τους. Στην αντίθετη θεώρηση τα άτομα συνδέονται μεταξύ τους με καθορισμένες σχέσεις βάσει των οποίων σχηματίζεται η κοινωνία. Εκ πρώτης όψεως η διαφορά είναι ασήμαντη. Κατά την άποψη όμως που εκτίθεται εδώ, αν μεν την δούμε σαν πραγματική διαφορά δεν είναι απλώς ασήμαντη αλλά ανύπαρκτη όταν όμως μιλάμε, όχι για το υπαρκτό αλλά, για το σχήμα που ερμηνεύει το υπαρκτό, η διαφορά ανάμεσα στο πρώτο σχήμα -- το οποίο υποστηρίζει και ο γράφων -- και στο δεύτερο που αποτελεί μια πραγματιστική προσέγγιση, είναι τεράστια. Σε άλλη ευκαιρία θα γίνει μια προσπάθεια να δικαιολογηθεί αυτή η άποψη λεπτομερέστερα και να εκτεθούν οι συνέπειές της στην εξέταση των ιστορικών ζητημάτων. Προς το παρόν κλείνω την παρένθεση, λέγοντας ότι το σχήμα που υποστηρίζεται εδώ δικαιολογείται από τον ορισμό της ζωντανής οντότητας, ότι δηλαδή, η κοινωνία έχει όρια, μορφή και συνέχεια στον χρόνο. Επιτρέπει από την άλλη μεριά αυτό το σχήμα να μιλάμε για κοινωνική συνείδηση, κοινωνική σκέψη και κοινωνική ιστορία. Μ' αυτό το σχήμα λοιπόν θα γίνει μια προσπάθεια να διατυπωθούν κάποιες σκέψεις πάνω στο ζήτημα της ιστορία που τέθηκε.

Το ζήτημα της διδασκόμενης Ιστορίας (και όχι μόνο για την 6η Δημοτικού αλλά για όλο το σύστημα της παιδείας) δεν είναι η "αλήθεια" για τα διδασκόμενα ιστορικά γεγονότα αλλά η πολιτική αντίληψη γι αυτά. Δεν είναι το πρόβλημα να θα μάθει η Ελληνική Κοινωνία αν υπήρξε ή όχι το κρυφό σχολειό και κατά πόσο ήταν ή δεν ήταν ανεξίθρησκη η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το πρόβλημα είναι για την εκκλησιαστική ιεραρχία αν θα μάθει η ελληνική κοινωνία ποιος ήταν και ποιος δεν ήταν, ο ρόλος της εκκλησιαστικής εξουσίας (και όχι της εκκλησίας όπως κάκιστα λέγεται) στην λειτουργία της ελληνικής κοινωνίας, τόσο στα χρόνια που αυτή ήταν μέρος της Αυτοκρατορίας όσο και στην διάρκεια του αγώνα για την ανεξαρτοποίηση απ' την Αυτοκρατορία. Και πάνω από όλα αυτά το γενικό πραγματικό ζήτημα είναι αν θα κατανοήσει η Ελληνική Κοινωνία την ιστορία της, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο έχει λειτουργήσει μέχρι σήμερα, πράγμα που μπορεί να σημαίνει και την κατανόηση της για το πώς μπορεί να λειτουργήσει στο μέλλον.

Όταν επομένως διάφορες πολιτικές απόψεις αντιμάχονται για την Ιστορία, στην ουσία αντιμάχονται για την ιστορική συνείδηση που πρέπει να επιβληθεί στην κοινωνία. Αν όμως θεωρήσουμε την κοινωνία ικανή να έχει συνείδηση του εαυτού της (πράγμα που δεν είναι καθόλου ανάλογο μ' αυτό που θεωρούμε ατομική συνείδηση) τότε πρέπει να θεωρήσουμε και ότι ο καυγάς είναι εκτός θέματος. Γιατί το ζήτημα δεν είναι τίνος την πολιτική άποψη για την Ιστορία θα διδαχτεί η Κοινωνία, αλλά ποια είναι η ιστορική θέση της κάθε πολιτικής άποψης Ιστορικά. Για να δικαιολογήσω δηλαδή και το λογοπαίγνιο του τίτλου αυτού του άρθρου, πρέπει να πω ότι το πρόβλημα δεν είναι η πολιτικά ορθή ιστορική συνείδηση αλλά η ιστορικά ορθή πολιτική συνείδηση, διευκρινίζοντας βέβαια ότι μιλάω για την πολιτική και την ιστορική συνείδηση της κοινωνίας. Με άλλα λόγια το πρόβλημα της κοινωνίας δεν είναι να βρεθεί μια πολιτική που θα διαμορφώσει σωστά την ιστορική συνείδηση της κοινωνίας αλλά αν η κοινωνία θα διαμορφώσει την πολιτική της συνείδηση (η οποία εκφράζεται με την πολιτική αντιπαράθεση που υπάρχει κάθε φορά) σύμφωνα με την πραγματική ιστορική της θέση. Είναι φανερό ότι σήμερα η κοινωνία μας δεν έχει μια πολιτική συνείδηση που να συμφωνεί με την ιστορική της πραγματικότητα. Είναι υποχρεωτική επομένως η αλλαγή της πολιτικής οργάνωσης της κοινωνίας, γιατί αυτή δεν μπορεί να είναι για πολύ καιρό ασύμφωνη με την ιστορική φάση την οποία διέρχεται. Την αλλαγή της πολιτικής οργάνωσης επομένως προσπαθούν να προλάβουν οι παράγοντες της πολιτικής ζωής ώστε να τοποθετηθούν σε μια καλύτερη θέση στην πολιτική οργάνωση που θα προκύψει. Η ειρωνεία όμως ή μάλλον η οικονομία της Ιστορίας, τους σπρώχνει να ανταγωνίζονται όλο και περισσότερο, όχι στο έδαφος της πολιτικής αλλά στο έδαφος της ιστορίας.

Στο έδαφος της Ιστορίας ανταγωνίζονται σήμερα τρεις διακεκριμένες απόψεις εκ των οποίων, όσο και αν φαίνεται απίστευτο, καμιά δεν θεωρεί την κοινωνία σαν υπαρκτή ζωντανή οντότητα. Η μεν εθνικιστική άποψη έχει αναχθεί σε μια μεταφυσική αντίληψη για την κοινωνία οντότητα που ανάγεται στο κλέος του παρελθόντος (ούτε καν στο κλέος της παρελθούσης κοινωνίας αλλά στο κλέος αφηρημένα). Η αντιεθνικιστική άποψη, δεν αναγνωρίζει ούτε μορφή ούτε συνέχεια (που αποτελούν προϋποθέσεις στον ορισμό της οντότητας) σε κανένα σύνολο ανθρώπων, εκτός από την, φασιστικής κατεύθυνσης, κατασκευή της κοινωνίας των πολιτών. Τέλος οι διάφορες εκδοχές του καστοριαδισμού, τροφοδοτούν θεωρητικά και τις δύο προηγούμενες απόψεις αφαιρώντας το "πραγματικό" από το "νοητικό" (με την λεγόμενη φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας) ώστε από όπου κι αν βλέπει κανείς την κοινωνία, αυτή φαίνεται σαν ένα σύνολο "νοημάτων" όπου τα κοινωνικά άτομα δεν είναι νοούντα αλλά χρειάζονται μόνο για να τρέφουν τους παραγωγούς των νοημάτων.

Είναι περιττό να τονιστεί ότι και οι τρεις αυτές απόψεις που συντιθέμενες δημιουργούν ένα κομφούζιο θεωρημάτων και πορισμάτων, ξεκινούν από το δόγμα ότι η διαιώνιση της εξουσιαστικής σχέσης αποτελεί την φυσική αρχή κοινωνικής οργάνωσης και καταλήγει σε μια πρωτοφανή περιφρόνηση οποιασδήποτε θεωρητικής προσέγγισης των κοινωνικών ζητημάτων. Η κοινωνία τελικά περιγράφεται μέσα από στατιστικά στοιχεία, επιλεγμένα παραδείγματα, βιβλιογραφικές αναφορές και εμπειρικές προσεγγίσεις. Αυτό το, εκ πρώτης όψεως, ατάκτως ερριμένο, σύνολο απόψεων, όπως εκδηλώνεται στις κατά καιρούς συζητήσεις, είναι η ιστορικά καθορισμένη πολιτική αντίληψη της σημερινής κοινωνίας σε επίπεδο ιδεών και σε επίπεδο πράξεων. Το γεγονός όμως ότι η πολιτική αντίληψη είναι ιστορικά καθορισμένη, δεν σημαίνει καθόλου ότι είναι και τελική. Γι αυτό και οι διάφορες απόψεις καβγαδίζουν μεταξύ τους προκειμένου να βρουν μια καλύτερη, ή τουλάχιστον όχι χειρότερη, θέση στην επόμενη εξισορρόπηση αλλά και για τον ίδιο λόγο ετούτος ο ανισόρροπος καβγάς, είναι εξαιρετικά καλό πράγμα. Είναι βέβαιο ότι η ανισορροπία είναι απαραίτητο προηγούμενο της ισορροπίας. Το ζήτημα όμως είναι πώς η κάθε συγκεκριμένη και διαφορετική άποψη συμβάλει στην αποκατάσταση της ισορροπίας.

Ας ξαναγυρίσουμε μετά από μια κάπως μακριά αλλά ελπίζω όχι άχρηστη περιπλάνηση στο συγκεκριμένο θέμα, στην διδασκαλία της Ιστορίας. Μια σοβαρή αφετηρία αυτής της συζήτησης είναι πως η διδασκαλία καθορίζεται από την κυρίαρχη πολιτική. Άλλωστε ως κυρίαρχη πολιτική ορίζεται ακριβώς αυτή που έχει την δυνατότητα να καθορίζει (ανάμεσα σε άλλα πράγματα) την διδακτέα ύλη σε όλες τις στάθμες της παιδείας! Από αυτή την αφετηρία όμως ξεκινούν και τα εξής τρία ζητήματα:

Το πρώτο ζήτημα είναι ποιά είναι η κυρίαρχη πολιτική. Για το συγκεκριμένο ζήτημα ούτε ποιας πολιτικής (του ΠΑΣΟΚ ή της ΝΔ;) παραγωγή είναι τα διδασκόμενα βιβλία είναι σαφές, ούτε, ακόμα χειρότερα, η πολιτική αυτών που κυρίως διαμαρτύρονται γι αυτό (π.χ. ο κ. Παπαθεμελής) μπορεί να θεωρηθεί ως μη κυρίαρχη. Είναι συζητήσιμο επομένως όχι μόνο ποιά είναι η κυρίαρχη πολιτική αλλά ούτε και τι μπορεί να σημαίνει σήμερα κυρίαρχη πολιτική, εξουσία, κυριαρχία κ.λπ. Αλλά και κυρίως δεν πρέπει καθόλου να μας γελάει το γεγονός ότι η ενότητα -- συμφωνημένη ή εκ των πραγμάτων -- των εν δυνάμει ή επίδοξων λειτουργών της εξουσίας μπροστά σε ότι αφορά την διατήρηση των εξουσιαστικών σχέσεων μπορεί να σημαίνει και πραγματική ενότητα ανάμεσα στους λειτουργούς, και συνεκτικότητα της κυρίαρχης πολιτικής και επομένως πολιτική δύναμη, και τελικά σταθερότητα της κατάστασης πολιτικής κυριαρχίας.

Το δεύτερο ζήτημα είναι η διακεκριμένη διάσταση που εμφανίζεται στους κόλπους της κυρίαρχης πολιτικής, καθώς και η επίσης διακεκριμένη μεγάλη ποικιλία στους διάφορους πολιτικούς κύκλους της κυρίαρχης, όποια και αν είναι πολιτικής. Υπάρχει με άλλα λόγια το ερώτημα τι σημαίνει το γεγονός ότι -- παρά την "πολυφωνία" που μαστίζει όλα τα κόμματα, τόσο που κανείς πια δεν ξέρει ποιός υποστηρίζει τί -- όλο και περισσότερο διακρίνεται μια διάσταση ανάμεσα στους εκσυγχρονιστές της ιδεολογίας και πρακτικής της κυριαρχίας και στους θιασώτες της παλιάς μεθόδου της πυγμής, όπως ο κ. Παπαθεμελής, ο οποίος μιλάει με τόση άνεση κατά της Νέας Τάξης Πραγμάτων. Κατά την γνώμη του γράφοντος πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπ' όψη το γεγονός ότι σήμερα οι οξυμμένες πολιτικές αντίθεση δεν εμφανίζονται στην αντιπαράθεση του λεγόμενου νεοφιλελευθερισμού με τους υποτιθέμενους εκπρόσωπους των λαϊκών συμφερόντων της αριστεράς, αλλά μεταξύ των υποστηρικτών της αναθεώρησης και των υποστηρικτών της συντήρησης της κυρίαρχης πολιτικής. Άλλωστε η κόντρα ανάμεσα στους εκσυγχρονιστές και τους συντηρητικούς της αριστεράς είναι ανάλογη για να μην πούμε χειρότερη. Τέλος έχει σημασία το γεγονός ότι δίνεται τόση προσοχή σε ένα θέμα που σχετίζεται με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και την συνύπαρξη πολλών πολιτισμών κάτω από τις "φτερούγες" της, καθώς επίσης και το γεγονός ότι η συντηρητική πλευρά αντιδρά με τόση οξύτητα για την εικόνα που δίνεται για την Αυτοκρατορία. Δείχνουν όλα αυτά ότι έστω και υποσυνείδητα η φιλολογία περί της σημερινής αυτοκρατορίας την οποία και ο υπογράφων θεωρεί εξαιρετικά επίκαιρη, δεν είναι καθόλου τυχαία.

Το τρίτο και κυριότερο ζήτημα, τέλος, σχετίζεται με την στάση, σ' αυτές τις συζητήσεις, αυτών που μιλούν και αρθρογραφούν σε πολιτικό επίπεδο αλλά υποτίθεται ότι δεν μετέχουν της κυρίαρχης πολιτικής. Ο κ. Στρατής Μπουρνάζος, για παράδειγμα, από τις στήλες της Αυγής (10/03/2007) φρίττει γιατί η -- εκ μέρους μετεχόντων της κυρίαρχης πολιτικής -- « φουσκονεριά τείνει, [.] να μετατραπεί σε πλημμύρα που κινδυνεύει να σαρώσει από την ελευθερία της έρευνας μέχρι τους κανόνες του δημοκρατικού διαλόγου, εισάγοντας στη θέση τους άλλα, πρωτόφαντα [!!!] κριτήρια, όπως η σύμφωνη γνώμη της Εκκλησίας για ζητήματα εκπαίδευσης».

Δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι ο Στρατής Μπουρνάζος το καταλαβαίνει, αλλά ο λόγος του δεν είναι αντίθετος στην κυριαρχία, είναι ένας λόγος που απαιτεί μια θέση στην παρούσα κυρίαρχη πολιτική, δηλαδή ένας λόγος αντίστοιχος με αυτόν του κ. Παπαθεμελή. Θα μπορούσε να αντιτείνει ότι αυτός βλέπει προς μια άλλη κυριαρχία, μια "λαϊκή κυριαρχία" (όπως το ΚΚΕ) ή μια κυριαρχία των καθώς πρέπει της "κοινωνίας των πολιτών" που είναι πολύ στην μόδα, αλλά δεν μπορεί να το πει γιατί έσπευσε να δηλώσει ότι αυτά που περιλαμβάνει η "καλή" κυρίαρχη πολιτική που έχει υπόψη του, είναι ήδη καθιερωμένα και απλά κινδυνεύουν να σαρωθούν.

Ένα πρώτο συμπέρασμα από αυτές τις παρατηρήσεις που έγιναν αλλά και από μια λεπτομερέστερη περιήγηση στην αρθρογραφία είναι ότι στην Ελλάδα (τουλάχιστον) υπάρχει ένα βασικό πρόβλημα πολιτικών αρχών. Δεν υπάρχει πραγματική διάκριση ανάμεσα στην κυρίαρχη και στην μη κυρίαρχη πολιτική. Και δεν υπάρχει αυτή η διάκριση, πρώτον, γιατί κανείς δεν θέλει να παραδεχτεί ότι είναι μέτοχος της πολικής κυριαρχίας (ούτε καν ο Πρωθυπουργός) και, δεύτερον, γιατί κανείς δεν θέλει να ξεκαθαρίσει ποιος είναι ο ρόλος του μη κυρίαρχου. Μερικοί περιμένουν στην ουρά να γίνουν κυρίαρχοι. Κάποιοι διεκδικούν μια θέση στον ήλιο της κυριαρχίας. Άλλοι "αντιστέκονται" εσαεί στην κυριαρχία από μια τιμητική θέση νικημένου. Και τέλος οι πιο νέοι απλώς τα σπάνε;

Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι δεν υπάρχει, προς το παρόν καμιά πολιτική σκέψη ανεξάρτητη από την παρούσα πολιτική κυριαρχία (δηλαδή την κυριαρχία του παρόντος είδους). Υπάρχει βέβαια μια πορεία προς την αποκέντρωση της εξουσίας μέσω των περιφερειακών προγραμμάτων, όπως υπάρχει και η πορεία των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων προς την Κυριαρχία, αλλά αυτές οι εξουσίες δεν είναι ούτε άλλου είδους ούτε λιγότερο παρούσες από την παρούσα. Και μέσα σ' αυτά τα νέα πλαίσια εξουσίας διεκδικούν μια θέση ένα μεγάλο μέρος των στελεχών της Αριστεράς, και μάλιστα διαμαρτυρόμενοι ότι η "χρησιμοποίησή" τους, έχει καθυστερήσει.

Είναι γεγονός, εν κατακλείδι, ότι οι εκπρόσωποι όλων των πολιτικών τάσεων απλώς γκρινιάζουν για την επικρατούσα αντίληψη για την ιστορία και για τον τρόπο που διαμορφώνεται η διδασκαλία της αλλά περιορίζουν την αντιπαράθεση στην τυπική "νομιμότητα" της διαδικασίας μέσω της οποίας υποτίθεται ότι επικρατεί η επικρατούσα αντίληψη. Σε καμιά πολιτική τάση δεν υπάρχει το ενδιαφέρον να γράψει και να διδάξει, στους κοινωνικούς κύκλους που έχουν ευήκοα ώτα στον λόγο της τάσης αυτής την δική της εκδοχή για την Ιστορία, όπως συνηθιζόταν στα κομμουνιστικά κόμματα. Στον οποίων άλλωστε το πολιτικό πλαίσιο σχηματίστηκε και η τελευταία συνεκτική και ομοιογενής ιστορική θεωρία. Το γεγονός αυτό είναι εξαιρετικά αποθαρρυντικό, αν το αντιμετωπίσουμε σαν πολιτικό ζήτημα, είναι όμως εξαιρετικά ενθαρρυντικό όταν το αντιμετωπίσουμε από ιστορική άποψη. Γιατί το γεγονός αυτό δείχνει, ότι σε τελευταία ανάλυση, η κοινωνική συνείδηση, ιστορική και πολιτική, είναι απολύτως αδύνατο να διαμορφωθεί μέσα από την αντιπαράθεση που περιέχουν οι θεωρούμενες πολιτικές διαδικασίες, αλλά και ότι ευτυχώς η κοινωνία αποδεσμεύεται από τις πολιτικές τάσεις που υποτίθεται ότι εκπροσωπούν τις διάφορες αντίστοιχες κοινωνικές τάσεις, γιατί γίνεται κατανοητό ότι αυτές δεν αντιστοιχούν στις πραγματικές κοινωνικές αντιθέσεις που είναι αναγκαίο και άρα απαραίτητο να εκφραστούν. Δείχνει δηλαδή η φλύαρη αφασία με την οποία αντιμετωπίζουν οι εκπρόσωποι της πολιτικής, ζητήματα σαν το συγκεκριμένο ότι η κοινωνία αποδεσμεύεται από την παρωχημένη πολιτική σκηνή, και αναζητάει νέους τρόπους πολιτικής έκφρασης, σύμφωνους με την τρέχουσα ιστορική της πραγματικότητα. Αυτή η ορατή πλέον διαδικασία με όλες τις δυσκολίες και τους κινδύνους που εγκυμονεί, αποτελεί πλούσια πηγή αισιοδοξίας.